Δεν είναι κάποια συλλογικότητα για το δικαίωμα στη στέγαση, ούτε κίνημα πολιτών ενάντια στα υψηλά ενοίκια, την «τουριστικοποίηση» ολόκληρων περιοχών και τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Δεν είναι καν κάποιο αριστερόστροφο think tank που αναλύει τις αρνητικές συνέπειες της «χρηματιστικοποίησης της κατοικίας», όταν η στέγη αντιμετωπίζεται ως άλλο ένα επενδυτικό προϊόν, πρόσφορο για κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Αυτή τη φορά το καμπανάκι για την οικιστική κρίση έρχεται από το υπεράνω αριστερής υποψίας Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προειδοποιεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται εν όψει μιας νέας «φούσκας» ακινήτων, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά οι στρεβλώσεις στην αγορά real estate. Bέβαια το ΔΝΤ ποσώς νοιάζεται για τους ευάλωτους οφειλέτες που ξεσπιτώνονται, τους ενοικιαστές που εκδιώκονται ελέω airbnb και μπουτίκ ξενοδοχείων, τους φοιτητές στις πόλεις ή τους εκπαιδευτικούς στα νησιά, που δεν μπορούν να βρουν ούτε γκαρσονιέρα με λιγότερο από 400 ευρώ.
Το ενδιαφέρον για τα νοικοκυριά που υποφέρουν από το βάρος των συνεχών ανατιμήσεων αλλά και την αύξηση των επιτοκίων που καθιστά την εξυπηρέτηση των δόσεων σχεδόν αδύνατη, δεν είναι ανθρωπιστικό, αλλά ξεκάθαρα πραγματιστικό. Αν η κρίση των ενυπόθηκων δανείων και μιας υπερτιμημένης αγοράς ακινήτων περάσει στον χρηματοπιστωτικό τομέα απειλώντας εκ νέου την εύθραυστη «ευρωστία» των τραπεζικών ιδρυμάτων, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν τέσσερις φορές στις πλάτες των φορολογουμένων, τότε το νεκροζώντανο φάντασμα της μνημονιακής εποπτείας, που τυπικά έχει λήξει, θα αναστηθεί πιο πεινασμένο και εκδικητικό από πριν.
Κρίση του κόστους ζωής
Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα και «την κρίση του κόστους ζωής» αφιερώνει ένα εκτενές κεφάλαιο στον τομέα των ακινήτων, αξιολογώντας τους «συστημικούς κινδύνους» που προκύπτουν από τις «επανεμφανιζόμενες ανισορροπίες» και ειδικά τη ραγδαία αύξηση των τιμών στην αγορά κατοικίας. Το φάρμακο που προτείνει είναι η υιοθέτηση «μακροπροληπτικών μέτρων που είναι στοχευμένα στους δανειολήπτες», ήτοι αυστηρότεροι όροι χορήγησης δανείων, όπως τα ανώτατα όρια στον δείκτη δανείου προς την αξία του ακινήτου και στον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς το εισόδημα.
Σύμφωνα με την έκθεση, από τα μέτρα αυτά θα βγουν κερδισμένα και τα νοικοκυριά και το τραπεζικό σύστημα, αφού τα πρώτα θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους και το δεύτερο θα θωρακιστεί έναντι της πιθανής έκρηξης τιμών στις κατοικίες (και το αναμενόμενο σπάσιμο της «φούσκας»). Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ προβαίνει σε παρόμοιες συστάσεις, εξάλλου, όπως λέει, πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος υιοθέτησε τις προτάσεις του εξετάζοντας προληπτικά μέτρα.
Πέρα όμως από τις λύσεις που προτείνονται και το κατά πόσο θα ωφελήσουν πράγματι τα νοικοκυριά, η ίδια η αποτύπωση του προβλήματος από το ΔΝΤ είναι από μόνη της άξια να μας προβληματίσει. Οπως σημειώνεται, αντλώντας στοιχεία από την ΤτΕ οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2017, ξεπερνώντας σε ονομαστικούς όρους το 50% και σε πραγματικούς το 35%, και δεν δείχνουν σημάδια αποκλιμάκωσης.
Ως αιτίες αναφέρει «την ισχυρή απασχόληση και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος», αναγνωρίζει ωστόσο ότι η αύξηση της ζήτησης προκύπτει και από «μη κατοίκους», οι οποίοι επένδυσαν σε ακίνητα εκμεταλλευόμενοι, μεταξύ άλλων, και προγράμματα όπως η Χρυσή Βίζα. Το γεγονός αυτό, τονίζει η έκθεση, ήρθε να προστεθεί «σε διαχρονικά προβλήματα, που έχουν αναγάγει την Ελλάδα σε μία από τις χώρες με τον χαμηλότερο δείκτη δωματίων ανά άτομο και το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε συνωστισμένα νοικοκυριά».
Το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι υπάρχει υπερτίμηση των κατοικιών, με άλλα λόγια «καπέλο» στις τιμές, που μπορεί να οδηγήσει σε «φούσκα», με βάση δύο δείκτες: τον δείκτη τιμών κατοικιών προς το εισόδημα, με την απόκλιση να είναι 6 μονάδες βάσης πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, και τον δείκτη τιμών κατοικιών προς τα ενοίκια, με την ψαλίδα να είναι ακόμα μεγαλύτερη αγγίζοντας τις 29 μονάδες.
Αν και αναγνωρίζει ότι ο κίνδυνος έκθεσης των τραπεζών στην αγορά ακινήτων είναι μικρότερος από ό,τι την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης χρέους, δηλώνει ότι υπάρχουν ακόμα «ευαλωτότητες» που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ως τέτοιες αναφέρει το ποσοστό των χρεωμένων νοικοκυριών, που είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., σε ό,τι αφορά την αναλογία εξόδων στέγασης σε σύγκριση με το διαθέσιμο εισόδημα και τον δείκτη χρέους προς το εισόδημα.
Μεταξύ άλλων το ΔΝΤ επικαλείται στατιστικά στοιχεία όπως το ότι τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν το 35% του εισοδήματός τους μόνο για στέγαση, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ειναι 20%, και ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά «δαπανούν πάνω από το 20% του προϋπολογισμού τους σε στέγαση, λογαριασμούς νερού, ηλεκτρικού κ.λπ., σχεδόν τα διπλάσια από ό,τι τα πλουσιότερα νοικοκυριά».
Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ το ’χει τούμπανο ότι η στεγαστική κρίση, που πλήττει δυσανάλογα τους νέους στα αστικά κέντρα και τους «εργαζόμενους φτωχούς», είναι βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας και ο Χατζηδάκης κρυφό καμάρι.
Τα ξαναζεσταμένα μέτρα που αναμάσησε άλλη μια φορά στο συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) ο υπ. Οικονομίας, όπως η έναρξη του «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω» (που κανονικά θα άρχιζε πέρυσι) και η επανεξέταση της Golden Visa, μαρτυρούν την καθυστερημένη ανησυχία της κυβέρνησης, επειδή βλέπει να της «τραβάνε το αυτί» και οι εταίροι για το στεγαστικό. Ομως για άλλη μια φορά είναι «πολύ λίγα, πολύ αργά» και δεν μπορούν να δράσουν ούτε καν πυροσβεστικά στο οξύ πρόβλημα, που ολοένα φουντώνει.
από: https://www.efsyn.gr