Ενώ η Κομισιόν πανηγυρίζει για την έξοδο της Ελλάδα από την εποπτεία που επιβλήθηκε στη χώρα από τους δανειστές, η Αθήνα εξακολουθεί να δίνει μάχη με τις διαρθρωτικές αδυναμίες που επιβαρύνουν την ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες, όπως αναφέρει το Politico σε ρεπορτάζ για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.

Το μεγάλο αμερικανικό Μέσο αναφέρεται στην επερχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την εποπτεία στις 20 Αυγούστου, καταγράφοντας μάλιστα σχόλια του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, του πρώην αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και του επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης ΕΛΙΑΜΕΠ Γιώργου Παγουλάτου, από την οποία προέρχεται ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνος Ντόκος.

Όπως σχολιάζει, παρά τους πανηγυρισμούς της Κομισιόν και της ελληνικής κυβέρνησης, η χώρα μας «εξακολουθεί να παλεύει με πολλές από τις αδυναμίες που έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες», αδυναμίες που «καθιστούν την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στους νέους κραδασμούς από τον πόλεμο της Ουκρανίας, την ενεργειακή κρίση και τον κίνδυνο στασιμότητας που επικρατούν στην Ευρωζώνη».

Μεταξύ άλλων, τo Politico σημειώνει ακόμη ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι το μόνο μέλος της Ευρωζώνης του οποίου το δημόσιο χρέος είναι επιπέδου «σκουπιδιών» (junk rating), «παρόλο που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι η χώρα θα μπορούσε να επιτύχει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας το πρώτο εξάμηνο του 2023»

Αναλυτικά τι αναφέρει το δημοσίευμα

 
 

Η Ελλάδα πρόκειται να βγεί από την εποπτεία μετά τη διάσωση και η κυβέρνηση και οι πιστωτές διαλαλούν την έξοδο ως το τέλος μιας σκοτεινής εποχής που προκάλεσε βαθιά σημάδια στην οικονομία και την κοινωνία, όπως αναφέρεται.

Στις 20 Αυγούστου, η Αθήνα καταργεί επίσημα το καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης που ακολούθησε τα τρία συνεχόμενα προγράμματα διάσωσης από το 2010 έως το 2018. Η κίνηση στέλνει «ένα μήνυμα στους επενδυτές και τις αγορές ότι η Ελλάδα έχει βγει από το δάσος [και] ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα», σύμφωνα με τον Γιώργο Παγουλάτο, επικεφαλής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

«Μετά από 12 χρόνια… ένα δύσκολο κεφάλαιο για τη χώρα μας κλείνει», είπε ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Χρήστος Σταϊκούρας σε δήλωσή του την περασμένη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι αυτό θα επιτρέψει στη χώρα μεγαλύτερη ελευθερία στη χάραξη οικονομικής πολιτικής.

Η Κομισιόν χαιρέτισε τα επιτεύγματα της Ελλάδας και τη δέσμευσή της να συνεχίσει να πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις πέρα από το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας.

Ωστόσο, οι τίτλοι επισκιάζουν το γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παλεύει με πολλές από τις αδυναμίες που έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες, λένε αναλυτές, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Οι αδυναμίες αυτές, όπως τονίζεται, καθιστούν την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στους νέους κραδασμούς από τον πόλεμο της Ουκρανίας, την ενεργειακή κρίση και τον κίνδυνο στασιμότητας που επικρατούν στην ευρωζώνη.

«Ο πληθωρισμός είναι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 29 ετών [ενώ] οι μισθοί εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλοί», επισημαίνει ο Wolfango Piccoli, συμπρόεδρος στην εταιρεία συμβούλων Teneo. «Υπάρχουν νέες οικονομικές προκλήσεις που παραγκωνίζονται εντελώς αυτή τη στιγμή. Η εστίαση των ψηφοφόρων είναι στην πραγματική οικονομία και όχι σε τεχνικά ζητήματα».

Επισημαίνεται ωστόσο πως η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει από την εποχή της κρίσης. Το ποσοστό ανεργίας, το οποίο κατά τη διάρκεια της κρίσης έφτασε στο ιλιγγιώδες 28%, βρίσκεται τώρα στο 12,5%. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021 και η Κομισιόν αναμένει ότι θα αυξηθεί κατά 4% το 2022 και 2,4% το 2023.

Από την άλλη, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 11,5%, καθιστώντας το κόστος ζωής σχεδόν δυσβάσταχτο για πολλούς Έλληνες. Η Ελλάδα υστερεί επίσης σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες όσον αφορά την προσφορά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να προχωρήσει η Αθήνα στο πλαίσιο των συμφωνιών διάσωσης, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει μερικές από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις. Σε αυτές συγκαταλέγονται η τεράστια γραφειοκρατία, ειδικά στο νομικό σύστημα, και η χρόνια φοροδιαφυγή, αναφέρει το Politico. Επίσης, αντί να διαφοροποιεί την οικονομία της, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τον τουρισμό. Και η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων -συνήθως μικρές επιχειρήσεις- θεωρούνται αφερέγγυες.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα εξακολουθεί να ξεχωρίζει ως το μόνο μέλος της Ευρωζώνης, του οποίου το δημόσιο χρέος έχει βαθμολογία «σκουπιδιών», παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι η χώρα θα μπορούσε να πετύχει επενδυτική αναβάθμιση το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει ένα από τα πιο μεγάλα στην ευρωζώνη, αντανακλώντας το επενδυτικό αίσθημα ότι υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο ασφάλιστρο που απαιτείται για τη διατήρηση των κρατικών ομολόγων. Από την Τρίτη 16 Αυγούστου, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της ήταν 3,26%, σε σύγκριση με 3,07% για την Ιταλία, η οποία πλήττεται από πολιτική αναταραχή. Αυτό είναι πολύ πάνω από το εξαιρετικά ασφαλές γερμανικό όριο στο 0,94%.

Περνώντας το κρίσιμο σημείο;

Το ελληνικό χρέος γίνεται πιο ακριβό από το περασμένο φθινόπωρο, με την τάση να επιδεινώνεται από τα βήματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τη σύσφιξη της πολιτικής φέτος. Ωστόσο, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι ήταν στα μέσα Ιουνίου, όταν εκτινάχθηκε στο 4,69%. Η επακόλουθη δέσμευση της ΕΚΤ να αναπτύξει ένα νέο «εργαλείο» αγοράς ομολόγων για να μετριάσει το κόστος δανεισμού στα πιο υπερχρεωμένα μέλη της Ευρωζώνης -ιδίως την Ιταλία- μείωσε εν μέρει αυτή την πίεση.

Το εργαλείο, που ονομάστηκε Μέσο Προστασίας Μεταφοράς (TPI), «έχει σταθεροποιητικό αποτέλεσμα [και] προσφέρει ένα backstop για κάθε οικονομία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κρίση, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας», είπε ο Παγουλάτος, σύμφωνα με το Politico.

Επιπλέον, οι κυμαινόμενες αποδόσεις των ομολόγων δεν έχουν συντριπτική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Το χρέος της -το οποίο ανέρχεται συνολικά σε 350 δισ. ευρώ - ρυθμίζεται με περιορισμένο επιτόκιο σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος διάσωσης και περίπου το 70% αυτών των υποχρεώσεων οφείλονται σε δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με χρονοδιαγράμματα μακροπρόθεσμων αποπληρωμών, και όχι σε ιδιώτες επενδυτές.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η Αθήνα έχει εφαρμόσει πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος πρόνοιας, της αγοράς εργασίας και της φορολογίας, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Ορισμένα μέτρα, τα οποία έχουν προγραμματιστεί εδώ και καιρό, είναι σε εκκρεμότητα, αλλά παρατείνονται μέχρι τον Οκτώβριο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της προόδου σε ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις, της εκκαθάρισης των εκκρεμών συντάξεων και της θέσης σε πλήρη λειτουργία του συστήματος εφορίας.

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται επίσης στους μεγαλύτερους δικαιούχους του Ταμείου Ανάκαμψης και αναμένεται να λάβει έως και 17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια. Το πρόγραμμα RRF της χώρας ορίζει ότι το 37,5% του σχεδίου θα στηρίξει τις πράσινες επενδύσεις και το 23,% θα κατευθυνθεί στη ψηφιακή μετάβαση.

Αναθεώρηση για τα χρόνια της κρίσης

Παρά την όλη πρόοδο, πολλοί οικονομολόγοι λένε τώρα ότι το μακροπρόθεσμο κόστος των προγραμμάτων διάσωσης -που διοχέτευσαν δάνεια περίπου 290 δις. ευρώ από  Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ- προκάλεσε πόνο που εξακολουθεί να γίνεται αισθητός σήμερα. Τα μέτρα λιτότητας που επέβαλαν οι δανειστές, κυρίως με τη μορφή απότομων περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες και συντριπτικής φορολογίας, ανήλθαν σε 72 δισ. ευρώ.

«Η ΕΕ έμαθε πολλά στο "εργαστήρι" της ελληνικής κρίσης και αυτό της επέτρεψε να αντιδράσει ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά στις μελλοντικές προκλήσεις», δήλωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε αναλάβει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μεταξύ 2011-2015, κατά τη διάρκεια της κρίσης. «Οι δανειστές έχουν δείξει αλληλεγγύη αλλά και τιμωρητική στάση».

Το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε από 355,9 δισ. δολ. το 2008 σε 188,7 δισ. δολ. το 2020 και τώρα αρχίζει να αυξάνεται ξανά στα 216,4 δισ.δολ το 2021. Η οικονομική ύφεση άφησε τους Έλληνες εξουθενωμένους, οργισμένους και απογοητευμένους. Σχεδόν μισό εκατ. έφυγε για τον πιο εύπορο βορρά της Ευρώπης και ελάχιστοι έχουν επιστρέψει, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα.

Η Ελλάδα έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο, όπως υποστήριξε ο Alvaro Santos Pereira, ο διευθυντής των χωρών σπουδών του ΟΟΣΑ, αλλά έχει ακόμα πολλά να κάνει για να φτάσει τους ομοίους της. Για παράδειγμα, είπε, «σχεδόν 15 χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες μόλις επαναφέρουν το ποσοστό των επισφαλών δανείων τους σε μονοψήφιο αριθμό, επιτρέποντάς τους να αρχίσουν να παρέχουν τη χρηματοδότηση που είναι απαραίτητη για νέες επενδύσεις».

Τέλος, αναλυτές εκτιμούν ότι τα προγράμματα διάσωσης θα παραμείνουν ένα επίμαχο θέμα για τα επόμενα χρόνια. «Είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν τα προγράμματα διάσωσης ήταν επιτυχή», είπε ο Piccoli από το Teneo. Η οικονομία ανακάμπτει, αλλά εν τω μεταξύ εμφανίζονται οι συνήθεις αδυναμίες. Η ανησυχία είναι ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά όσον αφορά τη δομή».

πηγη: https://tvxs.gr