Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 24 Οκτ 2017
«Αγκάθι» για τους αγρότες η πολιτική ασφάλειας τροφίμων μετά το Brexit
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

«Μη εφικτούς» χαρακτήρισαν τους ισχυρισμούς της βρετανικής κυβέρνησης περί αύξησης της εγχώριας παραγωγής τροφίμων μετά το Brexit, οι αγροτικές οργανώσεις.

Αναταραχές προκάλεσαν οι δηλώσεις του υπουργού Μεταφορών της Βρετανίας, Chris Grayling, στο BBC, ο οποίος ανέφερε ότι οι αγρότες θα ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος των εισαγόμενων τροφίμων μετά από ένα «σκληρό Brexit» μέσω παραγωγής περισσότερων προϊόντων.

D. Drew: Η Βρετανία χρειάζεται μια ρεαλιστική πολιτική ασφάλειας τροφίμων μετά το Brexit

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αναπτύξει μια πραγματική πολιτική για την ασφάλεια των τροφίμων μετά το Brexit, επικεντρωμένη στην υγεία των καταναλωτών και την αυτάρκεια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι επιδοτήσεις θα φτάσουν στους αγρότες που τις έχουν ανάγκη, δήλωσε σε συνέντευξή του στη EURACTIV ο David Drew.

Ο David Drew είναι υπουργός για το περιβάλλον, …

Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η ΕΕ θα κάνει ό,τι μπορεί, για να αποφύγει κάτι τέτοιο, λόγω των επιζήμιων συνεπειών για τους αγρότες, για τους οποίους η Βρετανία αποτελεί σημαντική αγορά εξαγωγών.

Σύμφωνα με την National Union of Farmers (NFU), το Ηνωμένο Βασίλειο παράγει το 60% της δικής του τροφής, ενώ το 70% των εισαγωγών προέρχεται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκπρόσωπος Τύπου του τμήματος Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων (DEFRA) της βρετανικής κυβέρνησης υποστήριξε το αίτημα του κ. Grayling, λέγοντας στη EURACTIV ότι «εκτός της ΕΕ και της γραφειοκρατίας της ΚΑΠ, οι αγρότες μας θα μπορέσουν να επικεντρωθούν στην παραγωγή των καλύτερων βρετανικών τροφίμων».

Ωστόσο, ορισμένοι διατείνονται ότι το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια θεμελιώδη παρανόηση του πώς λειτουργεί η γεωργία. Απαντώντας στο συμπέρασμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφορικά με το ότι δεν έχει σημειωθεί επαρκής πρόοδος, για να προχωρήσουν οι συνομιλίες του Brexit στο επόμενο στάδιο, ο Πρόεδρος της NFU, Meurig Raymond δήλωσε: «Οι αγρότες δεν έχουν άλλη υπομονή. Ήρθε η ώρα, τόσο για τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν, ότι οι επιχειρήσεις και τα άτομα σε ολόκληρη την Ευρώπη θα υποφέρουν, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία που θα εξασφαλίζει μια συνεχή και στενά ολοκληρωμένη οικονομική σχέση».

Βρετανία: σε αναζήτηση αυτάρκειας μετά το Brexit στα τρόφιμα

Σε σαφείς προειδοποιήσεις προέβησαν οι παραγωγοί φρούτων στη Βρετανία, αναφέροντας ότι το μέλλον του κλάδου κινδυνεύει, επειδή δεν μπορούν να βρουν αρκετούς εποχιακούς εργάτες. Ωστόσο, οι ίδιοι εξακολουθούν να βλέπουν το Brexit ως ευκαιρία να υιοθετήσουν πολιτικές που θα κάνουν τη χώρα διατροφικά αυτάρκη.

Εκτός από την έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι εκπρόσωποι του κλάδου αναφέρουν ότι …

Λίγοι οικονομικοί τομείς μπορούν να ανταποκριθούν άμεσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, «και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη γεωργία», δήλωσε στη EURACTIV η Ευρωβουλευτής, Molly Scott-Cato.

Ο διευθυντής του τμήματος EU Exit and International Trade της NFU, Nick von Westenholz, συμφωνεί. Σε πρόσφατη δήλωση τόνισε ότι ορισμένοι παράγοντες στο γεωργικό μοντέλο του Ηνωμένου Βασιλείου σημαίνουν ότι «δεν είναι εφικτή η απλή αύξηση της παραγωγής, για να αντισταθμιστεί γρήγορα οποιαδήποτε μείωση των εισαγωγών τροφίμων».

Διατροφική αυτάρκεια: αναγκαίες οι μεγάλες αλλαγές

Η προσπάθεια μεγαλύτερης αυτάρκειας δεν είναι από μόνη της αμφιλεγόμενη. Αντίθετα, οι κριτικοί αμφισβητούν το χρονοδιάγραμμα και την υπόθεση, ότι η αυτάρκεια μπορεί να αυξηθεί, ενώ ανοίγει η βρετανική αγορά σε εισαγωγές από πιο ανταγωνιστικούς παραγωγούς σε όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της DEFRA, η Βρετανία θα μπορούσε να παράγει μέχρι και το 80% της δικής της τροφής. Για την κ. Scott-Cato, αυτός είναι ένας εφικτός και αξιόλογος στόχος, αλλά θα απαιτούσε μια αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων που θα οδηγήσει σε μια ολοκληρωμένη γεωργική και επισιτιστική πολιτική, επικεντρωμένη σε εποχιακά και τοπικά τρόφιμα. «Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε να επιστρέψουμε στις μέρες που το μήλο, παρά η μπανάνα, ήταν ο πιο δημοφιλής καρπός μας».

Εκτός από αυτό, η προσφορά των εποχιακών εργατών φαίνεται να φθίνει: περίπου 80.000 μετανάστες εργάζονται στη Βρετανία κάθε χρόνο, αλλά οι αφίξεις μειώνονται κατά 17% μετά το Brexit.

Επιδοτήσεις στην αγροτική πολιτική μετά το Brexit

Στο μεταξύ, οι προσπάθειες προσαρμογής παρακωλύονται περαιτέρω από την αβεβαιότητα που περιβάλλει τη μελλοντική αγροτική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου, την οποία η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη ανακοινώσει.

Την περασμένη εβδομάδα, η NFU δημοσίευσε τις συστάσεις της για μια αγροτική πολιτική μετά το Brexit. Το έγγραφο επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα για την αντιμετώπιση της μεταβλητότητας της αγοράς, αλλά επιμένει ότι οι άμεσες πληρωμές σε ενεργούς αγρότες «πρέπει να παραμείνουν βασικό στοιχείο μιας εσωτερικής αγροτικής πολιτικής».

Η κυβέρνηση έχει σαφώς συνδέσει τις μελλοντικές γεωργικές επιδοτήσεις με «δημόσια αγαθά», όπως η περιβαλλοντική διαχείριση. Τον Ιούλιο, ο υπουργός DEFRA, Michael Gove, δήλωσε ότι «η στήριξη μπορεί να ενισχυθεί μόνο ενάντια σε άλλα ανταγωνιστικά δημόσια αγαθά, εάν τα περιβαλλοντικά οφέλη από αυτές τις δαπάνες είναι σαφή».

Άνοιγμα ξένων αγορών

Επιπλέον, η ώθηση της κυβέρνησης να αυξήσει το παγκόσμιο εμπόριο γεωργικών προϊόντων μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ, δημιούργησε ανησυχίες ότι πέρα από την αύξηση της αυτάρκειας της χώρας, οι Βρετανοί αγρότες ενδέχεται να υποχωρήσουν από τις φθηνές εισαγωγές και να χρεωθούν από την δική τους αγορά.

Ο εκπρόσωπος της DEFRA δήλωσε: «Η ποιότητα των βρετανικών προϊόντων είναι γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο και εκτός της ΕΕ θα ανοίξουμε νέες αγορές, ώστε οι αγρότες μας να μπορούν να ανταγωνιστούν σε παγκόσμια κλίμακα».

Ωστόσο, το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ένταση που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αγροτικής πολιτικής, η οποία καταβάλλει στους αγρότες την προστασία των δημόσιων αγαθών, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει το εμπόριο σε εταίρους με χαμηλότερα πρότυπα.

Ένα σενάριο χωρίς συμφωνία θα άφηνε το Ηνωμένο Βασίλειο ανοικτό στις εισαγωγές με όρους του ΠΟΕ από χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βραζιλία, όπου το κόστος παραγωγής των αγροτών είναι χαμηλότερο εξαιτίας των ασθενέστερων προτύπων για το περιβάλλον.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου