Ρώσος πολιτικός, ο εμπνευστής και ο ηγέτης της «Οκτωβριανής Επανάστασης» του 1917. Θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους πολιτικούς ηγέτες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρξε ο δημιουργός και ο πρώτος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και ο ιδρυτής της Γ’ Διεθνούς (γνωστή και ως Κόμιντερν), η οποία συσπείρωνε τα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούσαν τις πολιτικές υποθήκες του. Το συγγραφικό του έργο ξεπερνά τους 55 τόμους και τον κατατάσσει στις σημαντικότερες προσωπικότητες της πολιτικής επιστήμης.
Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1870 στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ), μία πόλη 893 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας πολύ δεμένης και ευτυχισμένης οικογένειας, με γονείς υψηλής παιδείας και καλλιέργειας. Ο πατέρας του ήταν σχολικός επιθεωρητής και η μητέρα του κόρη γιατρού.
Ο νεαρός Βλαδίμηρος ήταν πολύ καλός μαθητής και τίποτε δεν προμήνυε ότι θα γινόταν επαναστάτης, εκτός ίσως από το ότι δήλωνε άθεος. Όλα τα παιδιά της οικογένειας Ουλιάνοφ στράφηκαν στο επαναστατικό κίνημα, όπως και άλλα μέλη της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, από την οποία το τσαρικό σύστημα στερούσε δικαιώματα και ελευθερίες.
Δύο γεγονότα σημάδεψαν τη ζωή του νεαρού παιδιού: η απειλή απόλυσης του πατέρα του, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, και η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδερφού του, επειδή ανήκε σε επαναστατική οργάνωση που συνωμοτούσε κατά του τσάρου. Αίφνης, στην ηλικία των 17 ετών, ο Λένιν έγινε ο επικεφαλής της οικογένειάς του, η οποία έφερε πλέον το στίγμα ότι είχε αναθρέψει έναν «εγκληματία κατά του κράτους».
Το φθινόπωρο του 1887 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, αλλά τρεις μήνες μετά αποβλήθηκε από τη σχολή για επαναστατική δράση και εξαναγκάστηκε από την τσαρική αστυνομία να ζήσει για δύο χρόνια υπό περιορισμό στην κατοικία του παππού του στο χωριό Κακούσκινο. Σε αυτό το διάστημα, ο Λένιν ήρθε σε επαφή με τους εξόριστους επαναστάτες και διάβασε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ.
Με τα πολλά, το κράτος πείστηκε να τον αφήσει να τελειώσει τις σπουδές του και να του επιτρέψει να δικηγορήσει στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα, όμως, εξορίστηκε για τρία χρόνια στη Σιβηρία, λόγω της επαναστατικής δραστηριότητάς του. Εκεί πήρε το επαναστατικό ψευδώνυμο «Λένιν» (από την ονομασία του ποταμού Λένα) και νυμφεύθηκε τη συναγωνίστριά του Ναντέζντα Κρούπσκαγια (1869-1939).
Μετά τη λήξη της εξορίας του το 1900 κατέφυγε στο Μόναχο, όπου εξέδιδε μαζί με άλλους το περιοδικό «Ίσκρα» («Σπίθα»). Ήρθε σε ρήξη με όσους πίστευαν ότι ο μαρξισμός δεν ήταν εφαρμόσιμος στην αγροτική Ρωσία, επειδή δεν υπήρχε προλεταριάτο, δηλαδή βιομηχανική εργατική τάξη, και με όσους θεωρούσαν ότι έπρεπε πρώτα να γίνει μία επανάσταση της μπουρζουαζίας (αστικής τάξης) και να ακολουθήσει η επανάσταση του προλεταριάτου.
Ο Λένιν υποστήριζε ότι η κατάσταση ήταν ώριμη για την εκδήλωση μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, διότι στη Ρωσία υπάρχει καπιταλισμός, συνεπώς υπάρχει και η ρωσική εργατική τάξη, που είναι η κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα «κόμμα ενός νέου τύπου», το οποίο πρέπει να είναι οργανωμένο γύρω από ένα πυρήνα πεπειραμένων επαγγελματιών επαναστατών και να διέπεται από τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» και την απόλυτη κομματική πειθαρχία. «Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία» διατυμπάνιζε.
Όταν το 1898 ιδρύθηκε το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης), η πλευρά του Λένιν αποκαλέστηκε «μπολσεβίκοι» (δηλαδή, πλειοψηφούντες) και η άλλη «μενσεβίκοι» (μειοψηφούντες). Σύμφωνα με τα λόγια ενός μενσεβίκου, «δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος τόσο απορροφημένος από την επανάσταση 24 ώρες το 24ωρο, που δεν σκεφτόταν άλλο από την επανάσταση και που ακόμη και στον ύπνο τον ονειρευόταν την επανάσταση».
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914, ο Λένιν προέτρεψε τους σοσιαλιστές να «μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο», λέγοντάς τους ότι ο εχθρός δεν ήταν ο εργάτης στο απέναντι χαράκωμα, αλλά οι καπιταλιστές συμπατριώτες τους. Τελικά, τον Μάρτιο του 1917 ο αποκαμωμένος από τον πόλεμο ρωσικός λαός ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β’. Την εξουσία ανέλαβε μία προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς. Ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία ένα μήνα αργότερα, χαρακτήρισε «ιμπεριαλιστική» τη νέα κυβέρνηση και απαίτησε να παραδώσει την εξουσία στα Σοβιέτ, τα συμβούλια εκπροσώπων των εργατών, στρατιωτών και αγροτών.
Οι ιδέες του περί επιβολής μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου» είχαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Στις 26 Οκτωβρίου 1917 οι στρατιώτες, που είχαν συνταχθεί με τους Μπολσεβίκους του Λένιν, καταλαμβάνουν τα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης και ανατρέπουν την προσωρινή κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Αλεξάντρ Κερένσκι (1881-1970). Η εξουσία περνά στα Σοβιέτ και ο Λένιν εκλέγεται πρόεδρος της επαναστατικής κυβέρνησης.
Ως ηγέτης, πλέον, της Ρωσίας, ο Λένιν αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες από τον αιματηρό εμφύλιο μεταξύ Κόκκινων (κομμουνιστών) και Λευκών (φιλοτσαρικών), που διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια και την απόπειρα δολοφονίας του από τη Φάνι Καπλάν το 1918 ως την κατεστραμμένη οικονομία της αχανούς χώρας του. Κατόρθωσε, όμως, να τις ξεπεράσει, χάρη στις αναμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες. Για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, όμως, κατέφευγε σε σκληρά μέτρα και στην καταδίωξη κάθε αντιφρονούντος.
Το 1921 άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι σκληρές μέθοδοι του «πολεμικού κομμουνισμού» δεν μπορούν να διατηρηθούν μετά την αποκατάσταση της ειρήνης. Χωρίς την εισροή κεφαλαίων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση του εκβιομηχανισμού της χώρας κι επομένως η θεμελίωση του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να επανέλθει ένας τύπος καπιταλιστικής οικονομίας σε ορισμένους τομείς και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΕΠ), που εισηγήθηκε τον Μάρτιο του 1921, είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη σοβιετική οικονομία.
Το 1922 ο Στάλιν ανέλαβε γενικός γραμματέας του κόμματος κι επιδόθηκε στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Ο Λένιν προσπάθησε να ανακόψει αυτές τις τάσεις, αλλά αρρώστησε βαριά. Στην πολιτική «διαθήκη του», όπως αποκαλείται το κείμενο που υπαγόρευσε στη γραμματέα του στα τέλη του 1923 ή στις αρχές του 1924, εξέφρασε το φόβο του για τη σταθερότητα του κόμματος υπό την ηγεσία ισχυρών, αλλά ολότελα διαφορετικών προσωπικοτήτων, όπως ήταν ο Στάλιν και ο Τρότσκι.
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου 1924 υπέστη ένα ακόμα εγκεφαλικό επεισόδιο και ο ασθενικός οργανισμός του δεν άντεξε. Πέθανε το ίδιο βράδυ στο Γκόρκι, κοντά στη Μόσχα, σε ηλικία 53 ετών.
Χωρίς αμφιβολία, ο Λένιν υπήρξε μέγας οργανωτής και τακτικιστής, βαθύς γνώστης της μηχανορραφίας και της δημαγωγίας. Άκαμπτος, επίμονος, αλλά και προσαρμοστικός στις κρίσιμες στιγμές. Η στάση του απέναντι στη θεωρία του Μαρξ υπήρξε ωφελιμιστική και οπουρτουνιστική. Γνήσιο τέκνο του Μακιαβέλι, προείχε γι’ αυτόν η επιτυχία του σκοπού, και η επιλογή των μέσων τον άφηνε αδιάφορο και ασυγκίνητο. Όσο, όμως, στην πολιτική του ζωή ήταν αδίστακτος και αμοραλιστής, τόσον στην ιδιωτική του ζωή υπήρξε μετριόφρων, λιτός, και στις προσωπικές του σχέσεις συνετός.
Μπενίτο Μουσολίνι
1883 – 1945
Ιταλός πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του Φασιστικού Κόμματος. Κυβέρνησε την Ιταλία από το 1922 έως το 1943, επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που επιδίωξε να εφαρμόσει στην πράξη τις φασιστικές του ιδέες. Γνωστός και ως Ντούτσε (Il Duce = αρχηγός, ηγέτης), υπήρξε ο πρώτος χρονολογικά από τους φασίστες δικτάτορες της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini) γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1883 στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της επαρχίας Εμίλια - Ρομάνια, ένα από τα προπύργια διαχρονικά της Ιταλικής Αριστεράς. Ήταν γιος του τοπικού σιδερά Αλεσάντρο Μουσολίνι και της δασκάλας του χωριού Pόζας Μαλτόνι.
Ο πατέρας, πιστός στην ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν οι Ιταλοί για τα ονόματα μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων, τον ονόμασε Μπενίτο, σε ανάμνηση του μεξικάνου επαναστάτη Μπενίτο Χουάρες, Αμίλκαρε προς τιμήν του γαριβαλδινού κομμουνάρου Αμίλκαρε Τσιπριάνι και Αντρέα προς τιμήν του σοσιαλιστή ηγέτη Αντρέα Κόστα, εκ των ιδρυτών του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI). Ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας του, ο νεαρός Μπενίτο τελείωσε το σχολείο κι έγινε και αυτός δημοδιδάσκαλος. Ιδεολογικά ταυτίστηκε με τα «πιστεύω» του πατέρα του κι έγινε ένθερμος σοσιαλιστής.
Το 1902, σε ηλικία 19 ετών, αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Ελβετία. Εκεί όμως μπλέκει, συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση και απελαύνεται από τη χώρα. Αναγκάζεται να επιστρέφει στην Ιταλία και να εκτίσει τη στρατιωτική θητεία του. Ο χαρακτήρας του, όμως, δεν αλλάζει. Τα μπλεξίματα με την αστυνομία συνεχίζονται και ο ατίθασος Μπενίτο καταφεύγει στην Αυστρία. Εκείνο το διάστημα γράφει ένα μυθιστόρημα, το οποίο μεταφράζεται στα αγγλικά με τον τίτλο «The Cardinal’s Mistress» («Η ερωμένη του καρδινάλιου»).
Κυνηγημένος και από τις αυστριακές αρχές, καταφεύγει στο Φορλί, όπου γίνεται εκδότης της εφημερίδας «La Lotta di Classe» («Ταξική Πάλη»). Στο κεφάλι του στριφογυρίζουν οι ιδέες του Καρλ Μαρξ, τις οποίες αναμειγνύει με τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε, τις επαναστατικές δοξασίες του γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Λουί Ογκίστ Μπλανκί και τις συνδικαλιστικές αρχές του γάλλου επαναστάτη Ζορζ Σορέλ, θεμελιωτή της θεωρίας της βίας του προλεταριάτου, παράγοντας ένα δικό του ιδεολογικό συνονθύλευμα.
Το 1910, ο 27χρονος πλέον Μπενίτο γίνεται γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του Σοσιαλιστικού Kόμματος και καυχιέται να αυτοχαρακτηρίζεται «αντι-πατριώτης». Τον επόμενο χρόνο, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Μουσολίνι φυλακίζεται για την πασιφιστική του δράση. Μετά την αποφυλάκισή του εγκαθίσταται στο Μιλάνο και διορίζεται εκδότης της επίσημης εφημερίδας των σοσιαλιστών «Avanti» («Εμπρός»).
Θεωρεί ότι είναι ο ισχυρότερος σοσιαλιστής ηγέτης που γνώρισε ποτέ η Ιταλία. Πιστεύει ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενωθεί σ’ ένα δυνατό «επαναστατικό πυρήνα», που τον ονομάζει fascio (από το σύμβολο της κρατικής εξουσίας της αρχαίας Ρώμης: τον πέλεκυ και τη δέσμη ράβδων των δικαστών). Είναι το σπέρμα για τη δημιουργία του φασιστικού κινήματος.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τον Μουσολίνι και τους άλλους ιταλούς σοσιαλιστές αντίθετους. Ο Μπενίτο πιστεύει μόνο στην πάλη των τάξεων και στην επανάσταση του προλεταριάτου. Ανεξήγητα, όμως, μέσα σε λίγους μήνες, κάνει στροφή 180 μοιρών. Αναθεωρεί τις απόψεις του για τον πόλεμο και εγκαταλείπει τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όσο και τη θέση του εκδότη στην κομματική εφημερίδα «Avanti».
Τον Νοέμβριο του 1914 ιδρύει νέα εφημερίδα, την οποία ονομάζει «II Popolo d’ ltalia» («Ο λαός της Ιταλίας»), με προμετωπίδα τη ρήση του Μπλανκί «Όποιος έχει όπλο έχει ψωμί» και την εθνικιστική ομάδα «Fasci d’Azione Rivoluzionaria» («Πυρήνες Επαναστατικής Δράσης»). Πιστεύει ότι ο πόλεμος θα επιφέρει σύντομα την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και ότι δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την άνοδό του στην εξουσία.
Τον Μάρτιο του 1919 ιδρύει το κόμμα «Fasci Italiani di Combattimento» («Ιταλικοί Πυρήνες της Μάχης»), που συγκροτείται κυρίως από τις μονάδες κρούσης του ιταλικού στρατού. Ωστόσο, διανθίζονται από μποέμ πρώην σοσιαλιστές, επαναστάτες συνδικαλιστές, νεαρούς αμφισβητίες σπουδαστές - γενικώς από άτομα με την πολιτική ταυτότητα του προσωπικού κύκλου του Μπενίτο Μουσολίνι. Ετερόκλητες μονάδες, που ποθούν να αναλάβουν δράση, συσπειρώνονται σ’ έναν πατριωτικού χαρακτήρα κομματικό σχηματισμό. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, όμως, ο Μουσολίνι καταποντίζεται.
Γρήγορα, όμως, ανασυντάσσει το κόμμα του, εκμεταλλευόμενος το κλίμα γενικής παράλυσης, που επικρατεί στην Ιταλία. Το 1920 σημειώνεται το αποκορύφωμα της επαναστατικής αναταραχής, όταν 500.000 εργάτες καταλαμβάνουν τα εργοστάσια όπου δουλεύουν (κυρίως χαλυβουργίες). Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ φοβάται εμφύλια σύγκρουση. Η διετία 1919-1920 βαφτίζεται «κόκκινη» («biennio rosso»). Στη χώρα της ανεργίας, της σιτοδείας, των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, το όραμα της Μεγάλης Ιταλίας φαντάζει ελκυστικό. Μία απόπειρα διάλυσης των φασιστών αποτυγχάνει.
Στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 οι φασίστες σημειώνουν σημαντικά κέρδη και ο Μουσολίνι εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής. Οι φιλελεύθεροι και δημοκράτες, που είναι οι νικητές των εκλογών, αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά την απειλή που κυοφορούσαν τα τουλάχιστον 300.000 οργανωμένα μέλη του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, που ιδρύθηκε στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Ο Μουσολίνι, ο οποίος κατά τη διάρκεια των απεργιών έπαιξε το ρόλο μεσολαβητή μεταξύ επαναστατών, αρχών και βιομηχάνων, για να εξασφαλίσει τη στήριξη της Αριστερός δεσμεύτηκε αρχικά να υιοθετήσει απόψεις για συνταγματική μεταρρύθμιση και επιβολή φορολογίας στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η κοινωνική σύνθεση του κόμματος, περιλαμβάνοντας ως και συντηρητικούς υποστηρικτές της μοναρχίας, δεν το επέτρεψε.
Οι φασίστες δημιουργούν «ομάδες επαγρύπνησης» και αρχίζουν να συγκρούονται στους δρόμους με τους σοσιαλιστές. Οι πρώην σύντροφοι καίνε τα γραφεία της «Avanti». Η μεταστροφή αυτή τους εξασφαλίζει τη στήριξη των βιομηχάνων. Τον Μάιο του 1922, 20.000 φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο.
Η πορεία προς τη Ρώμη
Τα στελέχη του κόμματός του πιέζουν τον Μουσολίνι να αποφασίσει τη Μεγάλη Πορεία προς τη Ρώμη, που θα οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Στο «τελεσίγραφο» προς την κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσαν την παραίτησή της, παίρνουν αρνητική απάντηση. Τελικά, η Μεγάλη Πορεία πραγματοποιείται δύο μήνες μετά: στις 28 Οκτωβρίου 1922. Δύο μέρες αργότερα, ο Μουσολίνι εισέρχεται θριαμβευτικά στη Ρώμη, σαν ρωμαίος αυτοκράτορας, σχηματίζοντας κυβέρνηση την επόμενη ημέρα.΄Ενα μήνα αργότερα εξασφαλίζει προσωρινές δικτατορικές εξουσίες. Και δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1924, υπογράφει τη Συνθήκη της Ρώμης με τη Γιουγκοσλαβία, βάσει της οποίας το Φιούμε (σημερινή Ριέκα της Κροατίας) περιέρχεται στην Ιταλία.
Ημέρα με την ημέρα οι πολιτικές ελευθερίες περιορίζονται. Τον Ιούνιο του 1924 τα υπόλοιπα κόμματα αποχωρούν από τη Βουλή, θεωρώντας ότι έτσι «εκβιάζουν» για τον τερματισμό της βίας. Καταφέρνουν ακριβώς το αντίθετο. Οι βιαιοπραγίες των Μελανοχιτώνων και της Φασιστικής Αστυνομίας (Milizia) που είχαν ιδρυθεί από το 1922 κορυφώνονται. Ο σοσιαλιστής πολιτικός Τζιάκομο Ματεότι, που έχει καταγγείλει ανοιχτά τις φασιστικές μεθόδους στη Βουλή, δολοφονείται.
Ο Μουσολίνι εγκαινιάζει επισήμως τη λογοκρισία στον Τύπο. Αρχίζει το πογκρόμ εις βάρος των αντιπάλων και ύστερα από μία απόπειρα εις βάρος της ζωής του, ο Μουσολίνι εισάγει τη θανατική ποινή για συνωμοσία κατά της βασιλικής οικογένειας ή του αρχηγού του κράτους. Θέλοντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας, έρχεται σε συμβιβασμό με τον πάπα. Με τις συμφωνίες του Λατερανού του παραχωρεί πλήρη εξουσία στο Βατικανό, υπό τον όρο ότι δεν θα αναμειγνύεται στα κοινά.
Ως το 1930 έχει γίνει απόλυτος δικτάτορας. Αρέσκεται να τον παρομοιάζουν με τον Ναπολέοντα και να φωτογραφίζεται για τους δημοσιογράφους με την αγαπημένη του λέαινα που έχει στον κήπο. Τον Οκτώβριο του 1935 εισβάλλει στην Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία), κάνοντας πραγματικότητα το αυτοκρατορικό του όνειρο και διεκδικώντας μερίδιο στην αποικιοκρατούμενη Αφρική. Το 1936 υποστηρίζει τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία και συμμαχεί με τον Αδόλφο Χίτλερ.
Το 1940 εμπλέκει τη χώρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος του «Άξονα» Ιταλίας, Γερμανίας και Ιαπωνίας. Τον χειμώνα του 1940 θα υποστεί δεινή και ατιμωτική ήττα στα βουνά της Πίνδου από τον ελληνικό στρατό. Από τις οδυνηρές συνέπειές της θα τον απαλλάξουν οι σύμμαχοί του Γερμανοί, που θα εισβάλλουν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941.
Στις 24 Ιουλίου 1943, αμέσως μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία, το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο θα τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του και την επομένη ημέρα με διαταγή του βασιλιά ο Μουσολίνι θα συλληφθεί. Στις 12 Σεπτεμβρίου θα απελευθερωθεί από γερμανούς κομάντος και με τις ευλογίες του Χίτλερ θα ιδρύσει ένα βραχύβιο κρατικό μόρφωμα στην βόρεια Ιταλία, την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία ή Δημοκρατία του Σαλό, όπως είναι γνωστή.
Μετά την κατάρρευση της γερμανικής άμυνας στην Ιταλία, τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν και στις 3 Ιουνίου 1944 μπαίνουν στη Ρώμη. Ο κλοιός γύρω από τον Μουσολίνι στενεύει. Στις 27 Απριλίου 1945, προσπαθώντας να διαφύγει στην Αυστρία, μεταμφιεσμένος σε γερμανό στρατιώτη, αναγνωρίζεται από κομμουνιστές παρτιζάνους και συλλαμβάνεται. Την επομένη, 28 Απριλίου 1945, ο Μπενίτο Μουσολίνι και η ερωμένη του Κλαρέτα Πετάτσι, που τον συνόδευε και επέμενε να παραμείνει μαζί του μέχρι το τέλος, θα εκτελεστούν στο Τζουλίνο της επαρχίας του Κόμο. Δύο ημέρες αργότερα τα πτώματά τους θα εκτεθούν σε κοινή θέα στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου.