Στις 14 Αυγούστου 1996 έγινε η κηδεία του Τάσου Ισαάκ, που είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου από Τουρκοκύπριους τρεις μέρες νωρίτερα στη νεκρή ζώνη κοντά στη Δερύνεια, κατά τη διάρκεια αντικατοχικής διαδήλωσης Κυπρίων μοτοσυκλετιστών. Αμέσως μετά την κηδεία, αρκετοί από τους παριστάμενους συγκρότησαν διαδήλωση και ξαναμπήκαν στη νεκρή ζώνη από το ίδιο σημείο, για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Ισαάκ, καταθέτοντας στεφάνια και λουλούδια στον τόπο της δολοφονίας του. Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν και ο 26χρονος Σολωμός Σολωμού, δεύτερος ξάδελφος του Ισαάκ. Ήταν πρόσφυγας από την Αμμόχωστο και ζούσε στο Παραλίμνι.
Γύρω στις 2:20 μετά το μεσημέρι, ο Σολωμού ξεστράτισε από τους συγκεντρωμένους και κατευθύνθηκε σ’ ένα κοντινό τουρκικό φυλάκιο. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των τούρκων στρατιωτών, άρχισε να σκαρφαλώνει στον ιστό της σημαίας, με πρόθεση να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Την ίδια ώρα ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί από την πλευρά των κατεχομένων και ο νεαρός άνδρας έπεσε νεκρός. Είχε δεχτεί τρεις σφαίρες, μία στο στόμα, μία στο λαιμό και μία στο στομάχι, που αποδείχθηκαν θανατηφόρες. Ακολούθησαν κι άλλοι πυροβολισμοί, από τους οποίους τραυματίστηκαν ελαφρά 11 άτομα, ανάμεσά τους και δύο Κυανόκρανοι. Η κηδεία του Σολωμού Σολωμού έγινε στις 16 Αυγούστου 1996, στο Παραλίμνι, παρουσία πλήθους κόσμου, που καταδίκασε την τουρκική βαρβαρότητα, όπως είχε πράξει τρεις ημέρες νωρίτερα με την άνανδρη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ.
Στις 17 Αυγούστου, επισκέφθηκε την Κύπρο ο έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος χαρακτήρισε κοινούς εγκληματίες τους δολοφόνους του Σολωμού. Την ίδια περίοδο βρέθηκε στα κατεχόμενα και η τουρκάλα πρωθυπουργός, Τανσού Τσιλέρ, η οποία μιλώντας ενώπιον πλήθος Τουρκοκυπρίων δικαιολόγησε πλήρως την πράξη, λέγοντας ότι οι Τούρκοι θα κόψουν τα χέρια οποιουδήποτε προσβάλλει το εθνικό σύμβολο. Η απάντηση ήλθε από τον εκπρόσωπο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Νίκολας Μπερνς, ο οποίος δήλωσε ότι «η ανθρώπινη ζωή είναι σπουδαιότερη από ένα κομμάτι ύφασμα».
Η Κυπριακή Αστυνομία, βασιζόμενη σε οπτικό υλικό (τηλεοπτικό και φωτογραφικό), κατόρθωσε να αναγνωρίσει τους δράστες της δολοφονίας Σολωμού κι εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης για τους:
- Κενάν Ακίν, υπουργό Γεωργίας του ψευδοκράτους.
- Ερντάλ Χατζιαλί Εμανέτ, επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων στα κατεχόμενα.
- Ατίλα Σαβ, επικεφαλής της αστυνομίας των Κατεχομένων.
- Χασάν Κουνταξί, υποστράτηγο των κατοχικών δυνάμεων.
- Μεχμέτ Καρλί, ταξίαρχο των κατοχικών δυνάμεων.
Τον Οκτώβριο του 2004 ο Ακίν παραδέχθηκε ότι ήταν αυτός που δολοφόνησε τον Σολωμού, αλλά δικαιολογήθηκε ότι διατάχθηκε από τον Χαλίλ Σαντραζάμ, τότε διοικητή των κατοχικών δυνάμεων στο νησί. Ο Σαντραζάμ με δηλώσεις του διέψευσε τους ισχυρισμούς του Ακίν, που λίγο αργότερο συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές για λαθρεμπόριο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με άνωθεν εντολή.
Στις 24 Ιουνίου 2008, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκρινε ένοχη την Τουρκία για τη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού, βάσει του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Επίσης, επιδίκασε χρηματική αποζημίωση στην οικογένειά του.
Η αυτοθυσία του Σολωμού ενέπνευσε πολλούς έλληνες καλλιτέχνες. Ο Διονύσης Σαββόπουλος τού αφιέρωσε ένα παλιότερο τραγούδι του, την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», ενώ ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος το τραγούδι «Πάντα Γελαστοί», που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και πρωτοτραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ο Στέλιος Ρόκος έγραψε τη μουσική για το τραγούδι «Για τον Σολωμό Σολωμού» (στίχοι Νίκου Γρίτση) και ο Νότης Σφακιανάκης τραγούδησε το «Ήταν Τρελλός», σε στίχους Χρήστου Κρετσόβαλη και μουσκή Βασίλη Δήμα.
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 («Αττίλας 1»), οι εξελίξεις στο ελλαδικό και ελληνοκυπριακό στρατόπεδο υπήρξαν ραγδαίες. Κάτω από την πίεση των τραγικών γεγονότων, η δικτατορία στην Αθήνα κατέρρευσε και τα χαράματα της 24ης Ιουλίου σχηματίσθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Νωρίτερα, ο δοτός πρόεδρος της Κύπρου, Νικόλαος Σαμψών, είχε υποβάλλει την παραίτησή του και είχε αντικατασταθεί από τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη.
Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες
Στις 24 Ιουλίου 1974 έφθασε η ώρα της διπλωματίας. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, Κληρίδης και Ντενκτάς, συναντήθηκαν για να συζητήσουν την εφαρμογή της ανακωχής. Την ίδια ημέρα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγινε δεκτός από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, σε μία περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες ταλανίζονταν από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και ο πρόεδρος Νίξον βρισκόταν υπό παραίτηση. (Παραιτήθηκε τελικά στις 9 Αυγούστου 1974 και αντικαταστάθηκε από τον αντιπρόεδρό του Τζέραλντ Φορντ, πέντε ημέρες πριν από τον «Αττίλα 2»).
Την επόμενη ημέρα, 25 Ιουλίου, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνήλθε στη Γενεύη «Τριμερής Διάσκεψη», με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Ελλάδας Γεωργίου Μαύρου, Τουρκίας Τουράν Γκιουνές και Μεγάλης Βρετανίας Τζέιμς Κάλαχαν, προκειμένου να αναζητήσουν λύσεις για την άρση της διαμορφωθείσας κατάστασης στην Κύπρο, ερήμην των ενδιαφερομένων μερών της Μεγαλονήσου. Ύστερα από έντονες συζητήσεις, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν στις 30 Ιουλίου έκθεση εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από τέσσερα σημεία:
- Ουδεμία στρατιωτική επέκταση πέραν των γραμμών της 30ης Ιουλίου (10 μ.μ.).
- Δημιουργία ζώνης ασφαλείας γύρω από τις θέσεις που κατείχαν οι Τούρκοι.
- Επιστροφή στους Τουρκοκυπρίους όλων των στρατιωτικών θυλάκων που είχαν καταληφθεί από ελληνικής πλευράς.
- Βαθμιαία μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί.
Ταυτόχρονα, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν Διακήρυξη, με την οποία αναγνωρίζεται η ύπαρξη δύο αυτόνομων διοικήσεων στο νησί, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής και στην οποία αναφέρεται ότι «πρέπει το ταχύτερον να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για να εξασφαλισθεί α) η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και β) η επαναγκαθίδρυση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο». Τέλος, αποφάσισαν τη σύγκλιση στις 8 Αυγούστου νέας διάσκεψης, στην οποία θα συμμετείχαν εκτός από τις Εγγυήτριες Δυνάμεις και ανά ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η νέα διάσκεψη συνήλθε πράγματι στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς. Οι Έλληνες διαπραγματευτές Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης προσπάθησαν να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια λογική και έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά προσέκρουαν συνεχώς στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία. Όλο το χρονικό διάστημα από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακο της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Εξάλλου, ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Κάτω από την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο:
- Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της.
- Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα.
- Η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία.
Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει το σχέδιο Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Ο Γεώργιος Μαύρος με δηλώσεις του κατήγγειλε διεθνώς την τουρκική στάση.
Ο «Αττίλας 2»
Εξήντα-πέντε λεπτά μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, στις 4:35 π.μ., ο τουρκικός στρατός εξαπολύει σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου («Αττίλας 2»). Άρματα μάχης και ισχυρές μονάδες πεζικού κινούνται ανατολικά προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου και δυτικά προς τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λεύκας και την κωμόπολη Μόρφου. Οι μάχες μαίνονταν όλη την ημέρα, ιδιαίτερα στα βόρεια της Λευκωσίας και το αεροδρόμιό της. Οι Ελληνοκύπριοι αντιμετωπίζουν μόνοι τις ορδές των Τούρκων εισβολέων, αφού βοήθεια από την Ελλάδα δεν μπορούσε να σταλεί για αντικειμενικούς λόγους (μεγάλη απόσταση από την Κύπρο, μη αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων εκείνη την περίοδο, κίνδυνος αντιπερισπασμού της Τουρκίας σε περιοχή της ελλαδικής επικρατείας), όπως είχε διαβεβαιώσει τον πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, η στρατιωτική ηγεσία.
Στις 15 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την πόλη της Αμμοχώστου και απέκοψαν ολόκληρη τη Χερσόνησο της Καρπασίας. Η κυπριακή Εθνοφρουρά, κάτω από την πίεση των πολύ ισχυρότερων τουρκικών δυνάμεων και τον απηνή αεροπορικό βομβαρδισμό, αναγκάστηκε να υποχωρήσει κάτω από την «πράσινη γραμμή» Λευκωσίας και νότια των οδών Λευκωσίας - Αμμοχώστου και Λευκωσίας – Μόρφου.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους. Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας. Χιλιάδες Κύπριοι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους κι ένα κύμα 200.000 προσφύγων κινήθηκε από τις καταληφθείσες περιοχές στον Ελεύθερο Νότο. Την αντίθετη πορεία ακολούθησαν 51.000 Τουρκοκύπριοι. Η Κύπρος είχε διχοτομηθεί με δύο εθνοτικά συμπαγείς πληθυσμούς, μια κατάσταση που διαρκεί μέχρι της μέρες μας.
Στο διπλωματικό πεδίο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνήλθε στις 15 και 16 Αυγούστου, και με τέσσερα ψηφίσματά του (357-360) ζήτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός, την αποχώρηση από την Κύπρο όλων των ξένων στρατευμάτων και την επανάληψη από τα ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύσεων για ειρηνική λύση του θέματος. Και τα τέσσερα ψηφίσματα αγνοήθηκαν προκλητικά από την Τουρκία. Στις 14 Αυγούστου 1974, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, διερμηνεύοντας τα αισθήματα αγανάκτησης του ελληνικού έθνους κατά της αδράνειας του αμερικανικού παράγοντα, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Στις 28 ημέρες που κράτησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 4.500 - 6.000 νεκρούς και τραυματίες (στρατιωτικό προσωπικό και άμαχοι) και 2.000 - 3.000 αγνοούμενους. Οι Τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε 1.500 νεκρούς και 2.000 τραυματίες.