Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 20 Σεπ 2018
Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018
 
Ανατολή Ήλιου: 07:10 – Δύση Ήλιου: 19:26
  • Γιορτάζουν:  Αγάπιος, Ευστάθιος, Ευσταθία, Θεοπίστη, Θεόπιστος

Σαν Σήμερα...

1942
Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων) ανατινάζει τα γραφεία της προδοτικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) Αθηνών στη διασταύρωση της οδού Πατησίων με τη Γλάδστωνος. Σκοτώνονται έλληνες δοσίλογοι και γερμανοί αξιωματικοί.

Η ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ

φωτο: Η οδός Πατησίων, λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ

Μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις κατά των Γερμανών κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους ήταν η πολύνεκρη ανατίναξη του κτιρίου της ναζιστικής «Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης» (ΕΣΠΟ) στη γωνία των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος. Το εγχείρημα έφερε σε πέρας στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 μια ομάδα αποφασισμένων ανδρών και γυναικών της αντιστασιακής οργάνωσης «Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων» (ΠΕΑΝ).

Την εποχή εκείνη η ΕΣΠΟ, με αρχηγό τον γιατρό Σπύρο Στεροδήμο, προκαλούσε τους υπόδουλους Έλληνες, επειδή προσπαθούσε να στρατολογήσει νέους για να συγκροτήσουν την «Ελληνική Λεγεώνα», που θα πολεμούσε στο πλευρό της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο. Η ΠΕΑΝ ήταν μια μικρή αντιστασιακή οργάνωση με αρχηγό τον δημοκρατικό αξιωματικό της Αεροπορίας Κώστα Περρίκο, που είχε αποταχθεί τον Απρίλιο του 1935 από την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη.

Πολλά από τα μέλη της οργάνωσης συμπαθούσαν πολιτικά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και βρίσκονταν σε ανοιχτή γραμμή μαζί του. Ιδεολογικά κινούνταν μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Η ΠΕΑΝ προέτρεπε τους Έλληνες σε αντίσταση με κάθε μέσο, προκειμένου να ενισχυθεί η μεταπολεμική θέση της χώρας και οι εθνικές διεκδικήσεις και καλούσε σε ενότητα όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ήταν δημοφιλής στη μορφωμένη νεολαία των αστικών κέντρων, αλλά οι σχέσεις της με το ΕΑΜ ήταν ψυχρές.

Το χτύπημα εναντίον της ΕΣΠΟ προετοιμάστηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε να γίνει το πρωί της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου. Στην επιχείρηση πήραν μέρος τέσσερα άτομα: Ο Περρίκος, ο τεχνικός τηλεπικοινωνιών Αντώνης Μυτιληναίος, ο φοιτητής Νομικής Σπύρος Γαλάτης και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα. Η βόμβα συναρμολογήθηκε στο σπίτι της Μπίμπα και μεταφέρθηκε από την ίδια και τον Μυτιληναίο με μεγάλη προσοχή έξω από τα γραφεία της ΕΣΠΟ.

Ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης εισχώρησαν στο κτίριο από μια αφύλαχτη πόρτα της οδού Γλάδστωνος και τοποθέτησαν τη βόμβα σ' ένα άδειο γραφείο στον ημιώροφο. Στον πρώτο όροφο στεγάζονταν τα γραφεία της ΕΣΠΟ και στους υπόλοιπους γερμανικές υπηρεσίες. Ο Γαλάτης άναψε το φιτίλι και αμέσως μαζί με τον Μυτιληναίο απομακρύνθηκαν. Ο Περρίκος και η Μπίμπα παρακολουθούσαν την επιχείρηση από κοντινό ζαχαροπλαστείο, έτοιμοι για κάθε βοήθεια.

Κώστας Περρίκος - Ιουλία Μπίμπα

Ήταν ακριβώς 12:03 το μεσημέρι, όταν ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και πυκνός μαύρος καπνός σκέπασε την Πατησίων. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός, ώστε οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό, νομίζοντας ότι επρόκειτο για αεροπορική επιδρομή. Το εσωτερικό του κτιρίου κατέρρευσε και πήρε φωτιά. Η πυροσβεστική ξέθαβε νεκρούς από τα ερείπια: 29 μέλη της ΕΣΠΟ και 48 Γερμανοί αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους. Ο αρχηγός της ΕΣΠΟ Σπύρος Στεροδήμος ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα. Η ναζιστική οργάνωση, μετά το πλήγμα, διαλύθηκε.

Σχεδόν αμέσως, η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών της βομβιστικής επίθεσης. Χρειάστηκαν τη συνδρομή ενός προδότη υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, του Πολύκαρπου Νταλιάνη, για να εξαρθρώσουν στις 11 Νοεμβρίου 1942 τον επιχειρησιακό πυρήνα της ΠΕΑΝ. Περρίκος, Μπίμπα, Μυτιληναίος και Γαλάτης συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στα ανακριτικά γραφεία της Γκεστάπο στον Πειραιά. Παρότι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, δεν λύγισαν και δεν μίλησαν. Μάλιστα, ο Αντώνης Μυτιληναίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και να διαφύγει στη Μέση Ανατολή.

Τα υπόλοιπα τρία μέλη της οργάνωσης πέρασαν από γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών. Ο αρχηγός της ΠΕΑΝ Κώστας Περρίκος τρις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα δις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά. Ο Γαλάτης καταδικάσθηκε σε θάνατο και 5 χρόνια δεσμά, αλλά τελικά του δόθηκε χάρη, αφού η οικογένειά του πλήρωσε 1.000 λίρες και μεταφέρθηκε σε φυλακές στη Γερμανία. Στις 4 Φεβρουαρίου 1943, ο 37χρονος υποσμηναγός Κώστας Περρίκος εκτελέστηκε στην Καισαριανή, παρά τις μεγάλες προσπάθειες του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία και καρατομήθηκε δια πελέκεως. Ο προδότης Νταλιάνης σκοτώθηκε αργότερα από αντιστασιακούς.

Η είδηση της ανατίναξης του κτιρίου της ΕΣΠΟ πέρασε γρήγορα τα σύνορα της Ελλάδας. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί Λονδίνου και Μόσχας μίλησαν με ενθουσιασμό για το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντάς το ως το μεγαλύτερο σαμποτάζ στην τότε κατεχόμενη Ευρώπη. Το ΕΑΜ, είτε από επίξειξη μικρότητας είτε από κακή εκτίμηση, καταδίκασε το εγχείρημα κάνοντας λόγο για «επικίνδυνη και πρόωρη ατομική τρομοκρατία» και το χαρακτήρισε «προβοκάτσια», ενώ εκτίμησε ότι ο Περρίκος ήταν άνθρωπος της Γκεστάπο και ότι σύντομα επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος.

Μαρτυρίες

  • Αντώνης Μυτιληναίος: «Μαρτύρων Πορεία» (εκδόσεις. «Επικαιρότητα»)
  • Π.Μ. Μιχαηλίδης: «Αγαθουπόλεως 7» (εκδόσεις «Καστανιώτης»)

Γεγονότα

 


π.Χ.
490
 Έλληνες και Πέρσες συγκρούονται στο Μαραθώνα. Οι Πέρσες, υπό τον Δάτι και τον Αρταφέρνη, αφήνουν στο πεδίο της μάχης 6.500 νεκρούς, ενώ οι απώλειες από την ελληνική πλευρά είναι μόλις 192, ανάμεσά τους και ο Καλλίμαχος. Η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται από πολλούς ιστορικούς, οι οποίοι υπολογίζουν ότι η μάχη διεξήχθη στις 13 ή 14 Αυγούστου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών).

Η Μάχη του Μαραθώνα

Περίφημη μάχη, που έγινε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. στην πεδιάδα του Μαραθώνα, μεταξύ των Αθηναίων και των Πλαταιέων με αρχηγό τον Μιλτιάδη και των Περσών με αρχηγούς τον Δάτι και τον Αρταφέρνη. Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τη Μάχη του Μαραθώνα, όπως και για το σύνολο των Περσικών Πολέμων, παραμένει ο Ηρόδοτος, ο αποκαλούμενος «πατέρας της ιστορίας». Όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία της μάχης, ο Γερμανός φιλόλογος Φίλιπ Άουγκουστ Μπεκ (1785 -1867) πρότεινε το 1855 τη 12η Σεπτεμβρίου, η οποία από τότε επικράτησε ως η συμβατική ημερομηνία για τη Μάχη του Μαραθώνα.

Το 490 π.Χ. έγινε η δεύτερη περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, με σκοπό να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, επειδή είχαν βοηθήσει τους Ίωνες να ξεσηκωθούν κατά των Περσών. Παράλληλα, όμως, ήταν και η αρχή για την πραγματοποίηση του σχεδίου υποταγής ολόκληρης της Ελλάδας από τον Δαρείο. Μαζί τους, οι Πέρσες είχαν ως οδηγό και σύμβουλο τον πρώην τύραννο της Αθήνας Ιππία, γιο του Πεισίστρατου.

Ο Περσικός στόλος με το στρατό ακολούθησε αυτή τη φορά διαφορετικό δρόμο σε σχέση με την πρώτη εκστρατεία του Μαρδόνιου (492 π.Χ). Από την Κιλικία, όπου συγκεντρώθηκε, έπλευσε στη Σάμο, πέρασε από τις Κυκλάδες κι έφθασε στην Ερέτρια. Μετά την κατάληψη της Ερέτριας, οι Πέρσες είχαν στόχο να υποτάξουν την Αθήνα και να επαναφέρουν στην αρχή τον πιστό σ’ αυτούς Ιππία. Με την καθοδήγηση του ηλικιωμένου άνδρα πέρασαν από την Ερέτρια απέναντι στον Μαραθώνα και στην αμμώδη παραλία του σημερινού Σχοινιά.

Την εκλογή του τόπου επέβαλαν από κοινού πολιτικά κριτήρια (οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, οι Διάκριοι, υποστήριζαν τους Πεισιστρατίδες) και στρατηγικοί λόγοι (η πεδιάδα ήταν κατάλληλη για τη δράση του περσικού ιππικού). Από την πλευρά των Αθηναίων η αποστολή του στρατού τους στον Μαραθώνα αποτελούσε στρατηγική επιλογή, καθώς η Αθήνα δεν περιστοιχιζόταν από ισχυρά τείχη και δεν διέθετε στόλο για να αντιμετωπίσει τον ανεφοδιασμό σε περίπτωση πολιορκίας. Εξάλλου, η πεδιάδα προσφερόταν για τη δράση της αθηναϊκής φάλαγγας.

Οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, με αγγελιοφόρο τον Φειδιππίδη. Οι Σπαρτιάτες, αν και δέχτηκαν, δεν έστειλαν εγκαίρως βοήθεια (οι 2.000 άνδρες που υποσχέθηκαν έφθασαν στο Μαραθώνα την επομένη της μάχης). Ο λόγος που επικαλέστηκαν ήταν θρησκευτικός. Γιόρταζαν τα Κάρνια και δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο. Ο Πλάτωνας, όμως, αναφέρει (Νόμοι 3, 698 Ε) ότι δίσταζαν να υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους προς τους Αθηναίους, επειδή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μεσσηνίους και τους είλωτες. Στο κάλεσμα των Αθηναίων ανταποκρίθηκαν μόνο οι Πλαταιείς με 1.000 άνδρες.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν στο Ηράκλειο του Μαραθώνος, στις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Αγριελίκι, όπου υπήρχε νερό και μπορούσαν να ελέγξουν τον ορεινό όγκο προς την Αθήνα και να υποχωρήσουν σε περίπτωση ήττας. Από το ύψωμα, επίσης, μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρού. Η δύναμη των Αθηναίων, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ανερχόταν σε 10.000 και των Πλαταιέων σε 1.000 άνδρες, ενώ των Περσών σε 44.000 με 55.000 άνδρες (νεώτερες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν σε 26.000). Οι στρατηγοί των Αθηναίων είχαν διχαστεί, καθώς μερικοί δεν ήθελαν να ξεκινήσει η μάχη, προτού έλθει η βοήθεια των Σπαρτιατών. Τελικά, ο Μιλτιάδης τούς έπεισε να επιτεθούν αμέσως κατά των Περσών και του ανατέθηκε η αρχιστρατηγία.

Η έναρξη της επίθεσης ορίστηκε για το πρωί, προκειμένου να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των αντιπάλων. Η σύγκρουση έγινε στην ομαλή περιοχή κοντά στον τύμβο, όπου βρισκόταν το περσικό στρατόπεδο. Οι Αθηναίοι έπρεπε να διατρέξουν απόσταση 8 σταδίων (περίπου 1,5 χιλιομέτρου) προς τις εχθρικές γραμμές για να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι βολές από τους τοξότες που διέθεταν οι αντίπαλοι. Οι οπλίτες ήταν παρατεταγμένοι σε πλάτος ίσο με αυτό της περσικής δύναμης. Οι πτέρυγες ήταν ενισχυμένες, ενώ το κέντρο, όπου αντιστοιχούσε το ισχυρότερο τμήμα του περσικού στρατού, ήταν ασθενές. Στο αριστερό άκρο, όπως έβλεπαν προς τον εχθρό, βρίσκονταν οι Πλαταιείς. Στο δεξιό άκρο έλαβε τη θέση του, σύμφωνα με την παλιά συνήθεια, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Το ανίσχυρο κέντρο οδηγούσαν ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, που διέθεταν την απαραίτητη στρατιωτική ικανότητα, ώστε να καλύψουν την εύθραυστη αυτή γραμμή και να καθοδηγήσουν την προγραμματισμένη υποχώρηση.

Όπως είχε σχεδιαστεί, το ελληνικό κέντρο εξασθένησε, αλλά οι πτέρυγες αναπτύχθηκαν και περικύκλωσαν τους Πέρσες, που τελικά τράπηκαν σε φυγή. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί Πέρσες που δεν γνώριζαν την περιοχή, έπεφταν στο μεγάλο έλος, όπου οι απώλειες ήταν βαριές. Οι περισσότεροι, όμως, έτρεχαν στα πλοία που ήταν αναπτυγμένα στην ακτή του Σχοινιά. Στη συμπλοκή σώμα με σώμα που ακολούθησε, καθώς οι Πέρσες προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία και οι Αθηναίοι να τους εμποδίσουν και να τα κάψουν, έπεσαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο Κυναίγειρος, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου.

H ηρωική μορφή του Κυναίγειρου έμεινε μοναδικό παράδειγμα ανδρείας και αυταπάρνησης στην Ιστορία. Όταν οι νικημένοι Πέρσες έτρεξαν πανικόβλητοι στα καράβια τους για να σωθούν, ο Κυναίγειρος άρπαξε με τα στιβαρά χέρια του ένα καράβι και προσπάθησε να το συγκρατήσει για να μην αποπλεύσει και να προφτάσουν έτσι οι συμπολεμιστές του να το καταλάβουν. Τότε, ένας Πέρσης του έκοψε το χέρι, αλλά ο Κυναίγειρος έπιασε το πλοίο με το άλλο του χέρι. Όταν ο Πέρσης του έκοψε και το δεύτερο χέρι, ο Κυναίγειρος γράπωσε το πλοίο με τα δόντια του. Ο γενναίος Αθηναίος εγκατέλειψε την προσπάθεια, όταν ο Πέρσης στρατιώτης του έκοψε το κεφάλι.

Κι ενώ εξακολουθούσε η μάχη γύρω από τα πλοία των Περσών, ο αγγελιοφόρος Φειδιππίδης έφυγε πεζός από τον Μαραθώνα για να φέρει τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης στους Αθηναίους. Υπερέβαλε εαυτόν κατά τη διαδρομή και μόλις αναφώνησε «Νενικήκαμεν» ενώπιον των συμπολιτών του, έπεσε νεκρός από την εξάντληση. Ο Ηροδότος δεν αναφέρει κάτι σχετικό, αλλά ο θρύλος αυτός διαδόθηκε μεταγενέστερα από τον ιστορικό Πλούταρχο (ο Φειδιππίδης αναφέρεται ως Θέρσιππος) και στη συνέχεια από τον ρητοροδιδάσκαλο και συγγραφέα Λουκιανό τον Σαμοσατέα, που αναφέρει τον Φειδιππίδη ως Φιλιππίδη.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι έχασαν στη μάχη 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11, ενώ οι απώλειες των Περσών ανήλθαν σε 6.400 νεκρούς και 7 βυθισμένα πλοία. Νεώτερες εκτιμήσεις, που αναφέρει η Wikipedia στο σχετικό αγγλικό λήμμα, ανεβάζουν τους νεκρούς των ελληνικών δυνάμεων σε 1.000 - 3.000 και υποβιβάζουν αυτές των Περσών στις 4.000 - 5.000.

Οι Αθηναίοι, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στον Μαραθώνα, ανήγειραν μνημείο από λευκή πέτρα, πάνω στο οποίο χαράχτηκε το επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου:

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.

Μετά την ήττα τους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες έπλευσαν με το στόλο τους προς την Αθήνα, ελπίζοντας να τη βρουν αφρούρητη και να την καταλάβουν. Ο Μιλτιάδης, όμως, πρόλαβε να οδηγήσει έγκαιρα το στρατό στην πόλη κι έτσι οι Πέρσες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία.

Η νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα:

  • Διέλυσε τον μύθο του αήττητου των Περσών και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.
  • Έδειξε την ανωτερότητα της ελληνικής πολεμικής τακτικής και ανέδειξε τη στρατιωτική μεγαλοφυΐα του Μιλτιάδη.
  • Ανέδειξε την πόλη τους σε δεύτερη δύναμη στην Ελλάδα, μετά τη Σπάρτη.
  • Ανέκοψε την προσπάθεια παλινόρθωσης της τυραννίας στην Αθήνα.
  • Εξασφάλισε τον αναγκαίο χρόνο, ώστε οι Έλληνες να προετοιμαστούν για τη συνέχιση του αγώνα τους κατά των Περσών.
  • Διέσωσε τον πολιτισμό τους κι έσωσε την Ευρώπη από το βάρβαρο ασιατισμό της εποχής εκείνης. Όπως είπε ο σπουδαίος βρετανός φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζον Στιούαρτ Μιλ «η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, ακόμα και για τη βρετανική ιστορία, σημαντικότερη κι από τη μάχη του Χέιστινγκς».

Λαϊκές παραδόσεις ή μύθοι περιέβαλαν από πολύ νωρίς τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα, ενώ η πίστη πως οι θεοί παρουσιάστηκαν και βοήθησαν στη μάχη ήταν διάχυτη. Εκτός από την ιστορία με τον Φειδιππίδη, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι στρατιώτες είδαν το φάντασμα του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Θησέα με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση να καθοδηγεί και να οδηγεί τον ελληνικό στρατό προς τη νίκη. Ο Παυσανίας αφηγείται ότι κατά τη διάρκεια της μάχης εμφανίστηκε ένας αγρότης, που κρατούσε ένα άροτρο και «θέρισε» αρκετούς Πέρσες. Μετά τη μάχη, όταν τον αναζήτησαν, δεν το βρήκαν. Ρώτησαν το μαντείο, από το οποίο έλαβαν την απάντηση ότι πρέπει να τιμήσουν τον Εχετλαίο (εχέτλη = λαβή αρότρου). Σύμφωνα με τον ρωμαίο ιστορικό Κλαύδιο Αιλιανό, στη μάχη πήρε μέρος κι ένας σκύλος, που πολέμησε γενναία στο πλευρό του αφεντικού του.

Σχετικά

  • Εμπνευσμένος από τη διαδρομή του Φειδιππίδη από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να μεταφέρει το άγγελμα της νίκης είναι ο Μαραθώνιος δρόμος, που ως αγώνισμα δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Η ιδέα γέννησης αυτού του αθλήματος και η ένταξή του στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οφείλεται στον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή Μισέλ Μπράλ, φίλο του Πιερ ντε Κουμπερτέν, που πρότεινε κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα «την επανάληψη του διάσημου εκείνου δρόμου που εξετέλεσε ο στρατιώτης του Μαραθώνος».
  • Το Σπάρταθλον, ο ετήσιος διεθνής αγώνας υπερμαραθωνίου δρόμου 245,3 χιλιομέτρων, που διεξάγεται από το 1983 στη διαδρομή Αθήνα – Σπάρτη, αναβιώνει την πορεία του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που εστάλη από τους Αθηναίους για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, λίγες ημέρες πριν από τη Μάχη του Μαραθώνα.
  • Ο σπουδαίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρούσε ως μεγαλύτερο επίτευγμά του τη συμμετοχή του στη Μάχη του Μαραθώνα, παρά τα θεατρικά του έργα. Γι’ αυτό στον τάφο του υπήρχε το επίγραμμα:
    «Αισχύλον Εοφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
    μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
    αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
    και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος».
  • Το 1959 ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Τουρνέρ γύρισε την ταινία «Η Μάχη του Μαραθώνα» με πρωταγωνιστή τον Στιβ Ριβς στο ρόλο του Φειδιππίδη.
  • Στις 8 Δεκεμβρίου 2010, κατά την 2500η επέτειο του γεγονότος, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με ψήφισμά της αναγνώρισε ότι η μάχη του Μαραθώνα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορίας της ανθρωπότητας.
μ.Χ.
1828
Αποχωρούν οριστικά από την Πελοπόννησο οι Τουρκοαιγύπτιοι, με επικεφαλής τον Ιμπραήμ.

Ιμπραήμ Πασάς
1789 – 1848

Οθωμανός στρατιωτικός και χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου, γνωστός από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, η οποία παρ' ολίγον να αποδειχθεί μοιραία για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Ιμπραήμ Πασάς (Ibrahim Pasha) γεννήθηκε στην Καβάλα το 1789 και ήταν γιος του αλβανικής καταγωγής Βαλή της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη και μιας χριστιανής, που ήταν γνωστή ως χήρα Τουρματζή. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Ιμπραήμ ήταν γιος της χήρας από τον γάμο της με κάποιον Τουρματζή και απλώς ο Μωχάμετ Άλη τον υιοθέτησε.

Ο Ιμπραήμ έλαβε μόρφωση από ευρωπαίους παιδαγωγούς, η οποία δεν απάλυνε τον σκληρό χαρακτήρα του. Έτσι, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον εξορίσει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά σύντομα έδειξε τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον να εξολοθρεύσει τους Μαμελούκους, που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου. Σύμφωνα με την περιγραφή ενός άγγλου αξιωματικού, ο Ιμπραήμ ήταν κοντός, πολύ χοντρός και με σημαδεμένο το πρόσωπο από την ευλογιά.

Το 1818 εκστράτευσε στην Αραβική Χερσόνησο και κατέστειλε την εξέγερη των Βαχαβιτών, μιας μουσουλμανικής αίρεσης, της οποίας ηγείτο η οικογένεια Σαούντ, που μετέπειτα ίδρυσαν το κράτος της Σαουδικής Αραβίας. Συνέλαβε τον αρχηγό τους Αμπντουλάχ και επανέφερε στην Οθωμανική επικράτεια την ιερή πόλη των μουσουλμάνων Μεδίνα. Για τις υπηρεσίες του αυτές, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και μεγάλο Βεζύρη με τρεις ιππουρίδες (αλογοουρές), καθιστώντας τον ισότιμο του πατέρα του.

Η επιτυχία του κατά των Βαχαβιτών τον ώθησε να οργανώσει τον στρατό του σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προσλαμβάνοντας γάλλους αξιωματικούς. Η αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας δεν τον πτόησε και στα τέλη του 1823 ο στρατός της Αιγύπτου έφθανε τους 100.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και οι φιλοδοξίες του μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 1824 ο Σουλτάνος, σε προφανή αδυναμία να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, απευθύνθηκε στον Μωχάμετ Άλη και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ως αντάλλαγμα θα λάμβανε την Κρήτη και την Πελοπόννησο.

Στις 4 Ιουλίου 1824 η αρμάδα του Ιμπραήμ με 17.000 άνδρες απέπλευσε με προορισμό την Κρήτη. Το επιτελείο του αποτελείτο αποκλειστικά από γάλλους αξιωματικούς, με επικεφαλής των συνταγματάρχη Ντε Σεβ, που έλαβε τον τίτλο του Πασά με το όνομα Σολεϊμάν. Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του Τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου στα επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για απόβαση στην Πελοπόννησο. Έτσι, ο τουρκικός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά (20 Ιουνίου 1824), ενώ ο αιγυπτιακός προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο, αφού συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον ελληνικό στόλο στη Ναυμαχία του Γέροντα (28 Αυγούστου 1824). Τότε, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την άνοιξη του 1825. Από την άλλη πλευρά, ο ελληνικός στόλος αδρανούσε, λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά και του αδελφοκτόνου σπαραγμού.

Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη που μαίνονταν στην περιοχή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου (Νεόκαστρο), αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στα Κρεμμύδια (7 Απριλίου 1825). Οι επαναστάτες αφυπνίστηκαν, έστω και καθυστερημένα. Άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και προσπάθησαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση με ηγέτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακιστεί. Μόνο σε κλεφτοπόλεμο μπορούσαν να ελπίζουν, αφού σε κανονική μάχη ο στρατός του Ιμπραήμ προκαλούσε «σοκ και δέος» στους ανοργάνωτους Έλληνες.

Ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (19 Μαΐου 1825) και άνοιξε τον δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε στις 11 Ιουνίου 1825. Την επομένη βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων (12 Ιουνίου 1825). Έκτοτε δεν επεχείρησε άλλη εκστρατεία στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1825 άφησε την Τρίπολη και μετέβη το Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε τη μαρτυρική πόλη. Μετά την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) επέστρεψε δριμύτερος στην Πελοπόννησο, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κλεφτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, που του προκαλούσε σημαντικές φθορές. Τον Ιούλιο του 1826 επιχείρησε να καταλάβει τη Μάνη, αλλά απέτυχε παταγωδώς.

Το καλοκαίρι του 1827, μη μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να εφαρμόζει την τακτική της «καμμένης γης», προκειμένου να κάμψει τους επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, γεγονός που θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα. Τον πρόλαβαν, όμως, οι ναυτικές δυνάμεις Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας, που κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827).

Ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον Ιμπραήμ. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αλλάξει την πολιτική τους και ήταν αποφασισμένες να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828), που υπέγραψε ο Μοχάμετ Άλη με τον Κόδριγκτον, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο στις 10 Οκτωβρίου 1828.

Ο Ιμπραήμ είχε μεγάλες φιλοδοξίες και η αποτυχία του στην Πελοπόννησο τον πείσμωσε. Μετά την επιστροφή του στο Κάιρο στράφηκε μαζί με τον πατέρα του κατά του Σουλτάνου. Γρήγορα έγιναν κύριοι της Παλαιστίνης, της Συρίας και μέρους της Μικράς Ασίας. Δύο φορές εκστράτευσε ο Ιμπραήμ κατά της Κωνσταντινούπολης (1833 και 1839) και τις δύο φορές εμποδίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που δεν ήθελαν αλλαγή του στάτους κβο. Μάλιστα, το 1839 στον συμμαχικό στόλο που βομβάρδισε τη Συρία, συμμετείχαν και δύο ελληνικά πλοία.

Το 1848 ο Ιμπραήμ έγινε για λίγους μήνες αντιβασιλέας της Αιγύπτου στη θέση του πατέρα του, που προσβλήθηκε από γεροντική άνοια. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε αποδείχθηκε ανίκητη και παρά τη θεραπεία που υποβλήθηκε στην Ιταλία, πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848 σε ηλικία 59 ετών. Άφησε πίσω του ένα γιο, τον Ισμαήλ, ο οποίος διοίκησε αργότερα την Αίγυπτο και την κατέστησε σχεδόν ανεξάρτητη από τον Σουλτάνο.

1925
Σκοτώνεται σε συμπλοκή με άνδρες της Χωροφυλακής στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας.

1960
Εγκαινιάζεται στη Θεσσαλονίκη το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
2009
Στον μικρό τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Καλαθοσφαίρισης, η Ελλάδα, με μεγάλο πρωταγωνιστή τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, νικάει με 57-56 τη Σλοβενία και κατακτά το χάλκινο μετάλλιο.

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
1878
Άπτον Σινκλέρ, αμερικανός συγγραφέας. («Η Ζούγκλα») (Θαν. 25/11/1968)
1924
Τζέιμς Γαλανός, ελληνοαμερικανός σχεδιαστής μόδας, που έντυσε για πολλά χρόνια της «πρώτες κυρίες» των ΗΠΑ. (Θαν. 30/10/2016)
1934
Σοφία Λόρεν, ιταλίδα ηθοποιός.

Θάνατοι

 


μ.Χ.
1863
Γιάκομπ Λούντβιχ Καρλ Γκριμ, γερμανός παραμυθάς, ένας από τους δύο αδελφούς Γκριμ. (Γεν. 4/1/1785)
1949
Νίκος Σκαλκώτας, έλληνας συνθέτης, που μετά θάνατον αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους του 20ου αιώνα. (Γεν. 8/3/1904)
1970

Αλέξανδρος Οθωναίος
1879 – 1970

Στρατιωτικός και πολιτικός, με σημαντική δράση κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ανήκε στη βενιζελική παράταξη και διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας για τέσσερις ημέρες (6-10 Μαρτίου 1933).

Ο Αλέξανδρος Οθωναίος γεννήθηκε το 1879 στο Γύθειο Λακωνίας, από οικογένεια ανώτατων κρατικών λειτουργών, με καταγωγή από τη Μεθώνη Μεσσηνίας. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του, εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία εξήλθε το 1900 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού.

Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα (1907-1909) με το ψευδώνυμο καπετάν Παλαμήδης και ηγήθηκε των ανταρτικών ομάδων στις περιοχές Εδέσσης, Αλμωπίας, Γευγελής και Δοϊράνης. Το 1909 μετείχε ενεργά ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Κίνημα στο Γουδή με τον βαθμό του υπολοχαγού. Το 1911 με τον βαθμό του λοχαγού έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) ως υπασπιστής του 5ου Συντάγματος Πεζικού.

Το 1913 προήχθη σε ταγματάρχη και τοποθετήθηκε στο επιτελείο του Β' Σώματος Στρατού. Με τον βαθμό αυτό προχώρησε από τους πρώτους στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (1916), που οργάνωσε και διηύθυνε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη συμμετείχε στις συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ως διοικητής του 7ου Συντάγματος Κρητών.

Μετά την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία τοποθετήθηκε προσωπάρχης του υπουργείου Στρατιωτικών (1918) και το 1919 συμμετείχε στην Εκστρατεία της Ουκρανίας ως επιτελάρχης του Α' Σώματος Στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Έλαβε μέρος στην πρώτη περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1920), αρχικά υπό την ιδιότητα του επιτελάρχη και ακολούθως ως διοικητής της Μεραρχίας Κυδωνιών με το βαθμό του υποστρατήγου. Τον Ιούλιο του 1920 τραυματίστηκε, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων Δεμερτζή -Σιμάδ.
.
Παρέμεινε εκτός στρατεύματος μεταξύ 1920 και 1922. Ανακλήθηκε μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και σύμφωνα με απόφαση της υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα Επαναστατικής Επιτροπής ορίστηκε πρόεδρος τού Έκτακτου Στρατοδικείου, στο οποίο ανατέθηκε η «Δίκη των Έξι» (Νοέμβριος 1922).

Ακολούθως διετέλεσε διοικητής του Β' και του Γ' Σώματος Στρατού, ενώ υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της κίνησης για την καθεστωτική μεταβολή του 1924, με την κατάργηση της μοναρχίας και την ανακήρυξη της αβασιλεύτου δημοκρατίας. Το 1924 προήχθη στο βαθμό του αντιστρατήγου.

Αντιτάχθηκε στη δικτατορία Πάγκαλου και παρέμεινε εκτός στρατεύματος τη διετία 1925-1926, όπως και για ένα διάστημα μεταξύ 1926-1928, επειδή δεν ήταν αρεστός στο αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα, που συμμετείχε στην οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη. Ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία το 1929 και διετέλεσε επικεφαλής της Β' Γενικής Επιθεώρησης Στρατού και ως αρχαιότερος των αντιστρατήγων πρόεδρος τού Στρατιωτικού Συμβουλίου. 

Μετά το αποτυχημένο κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα, τη νύχτα της εκλογικής ήττας των Φιλελευθέρων (5 Μαρτίου 1933), ανέλαβε την προεδρία της κυβέρνησης και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού των Στρατιωτικών (6 Μαρτίου 1933) και μετά την αποκατάσταση της τάξης παρέδωσε στις 10 Μαρτίου την εξουσία στον νικητή των εκλογών Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος. 

Μετά το επόμενο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, μολονότι δεν υπήρξε από τους επίσημους αρχηγούς του, αποστρατεύθηκε αυτεπαγγέλτως (30 Απριλίου 1935). Αποκαταστάθηκε από την κατοχική κυβέρνηση του Iωάννη Ράλλη το 1943 και θεωρήθηκε σε οριστική αποστρατεία από το 1941, λόγω ορίου ηλικίας. 

Μετά την Απελευθέρωση (Οκτώβριος 1944) ανακλήθηκε ως έφεδρος και ορίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αρχιστράτηγος (Νοέμβριος 1944). Παραιτήθηκε, όμως, τρεις ημέρες αργότερα, κατόπιν διαφωνίας του με την κυβέρνηση ως προς τις αρμοδιότητες των Άγγλων στο στράτευμα και επαναφέρθηκε στην εφεδρεία (25 Ιανουαρίου 1945).

Στη συνέχεια (1945-1946) διετέλεσε πρόεδρος της «Ένωσης των Δημοκρατικών Συλλόγων Αθηνών» και πρόεδρος της «Πανελληνίου Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Συλλόγων».

Ο Αλέξανδρος Οθωναίος πέθανε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 1970, σε ηλικία 91 ετών. Με το θάνατό του εξέλιπε και ο τελευταίος από τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς κατά την προπολεμική περίοδο.

1971
Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη, έλληνας νομπελίστας ποιητής. (Γεν. 29/2/1900)

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου