Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 10 Οκτ 2018
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018
 
Ανατολή Ήλιου: 07:27 – Δύση Ήλιου: 18:56
  • Παγκόσμια Ημέρα κατά της Θανατικής Ποινής
  • Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας
  • Γιορτάζουν:  Ευλάμπιος, Ευλαμπία

Σαν Σήμερα...

 

Καταλύεται η μοναρχία του Όθωνα. Την εξουσία αναλαμβάνει η επαναστατική «Τριανδρία», αποτελούμενη από τους Δημήτριο Βούλγαρη, Κωνσταντίνο Κανάρη και Μπενιζέλο Ρούφο. (Μεσοβασιλεία)

Δημήτριος Βούλγαρης
1802 – 1877

Πολιτικός από την Ύδρα, γνωστός και με το προσωνύμιο Τζουμπές, εξαιτίας του ποδήρη μανδύα που φορούσε. Γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 1802 και ήταν γιος του κοτσαμπάση του νησιού Γεωργίου Βούλγαρη. Αναμίχθηκε από νεαρά ηλικία στην πολιτική ζωή της Ύδρας κι έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του 1821. Υπήρξε πληρεξούσιος της Ύδρας σε όλες τις επαναστατικές εθνικές συνελεύσεις και μετά την απελευθέρωση αντιπολιτεύτηκε σφοδρά τον Καποδίστρια και τις πολιτικές του.

 

Μετά την άφιξη του Όθωνα επέστρεψε στην Ύδρα, όπου διετέλεσε δήμαρχος. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 διορίστηκε γερουσιαστής και τον Απρίλιο του 1847 ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Κωλέττη και Τζαβέλα και στη συνέχεια το Υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Κανάρη.

Το 1855 έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, διαδεχόμενος τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διεθνή θέση της χώρας, λόγω του Κριμαϊκού Πολέμου. Κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία για δύο χρόνια, αφού κέρδισε μια εκλογική αναμέτρηση που χαρακτηρίστηκε για τη νοθεία του λαϊκού φρονήματος. Παραιτήθηκε, όμως, κατόπιν διαφωνίας με τον Όθωνα και υπήρξε από τους πρωταγωνιστές της έξωσής του τον Οκτώβριο του 1862.

Ανέλαβε την πρωθυπουργία στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε αμέσως μετά με παλαιούς και νέους πολιτικούς. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση το 1866 και διατήρησε την ουδετερότητα. Τον Δεκέμβριο του 1866 η κυβέρνηση Βούλγαρη έχασε την πλειοψηφία και παραιτήθηκε για να επανέλθει δύο χρόνια αργότερα, όπου παρέμεινε στο προσκήνιο της πολιτικής ως το 1874.

Ο Δημήτριος Βούλγαρης, παρά την αναμφισβήτητη ευφυΐα του, δεν άφησε θετικά ίχνη στον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, παρά μόνον φαυλότητα και αντισυνταγματικές πρακτικές. Πολλές φορές ψήφιζε νόμους και τον προϋπολογισμό, χωρίς η Βουλή να βρίσκεται σε απαρτία. Η κοινή γνώμη εξεγέρθηκε και ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσίευσε στην εφημερίδα Καιροί το περίφημο άρθρο του Τις πταίει; το 1875.

Οι παραμείναντες βουλευτές κατακρίθηκαν και αποκλήθηκαν «στηλίται», όπως οι στιγματισθέντες, κατά την αρχαιότητα, των οποίων το όνομα αναγραφόταν σε ατιμωτική στήλη. Προ της γενικής κατακραυγής, ο Βασιλιάς Γεώργιος απέλυσε τον Βούλγαρη, η δε Βουλή τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο για πλαστογραφία και αντιποίηση αρχής. Δύο εκ των υπουργών του, ο γαμπρός του Νικολόπουλος και ο Βαλασόπουλος, καταδικάστηκαν για δωροληψία. Τα γεγονότα της εποχής αυτής ονομάσθηκαν «Στηλιτικά». Όλα αυτά προκάλεσαν κατάθλιψη στον Δημήτριο Βούλγαρη, που πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1877.

Ο Νικόλαος Λεβίδης μας δίδει ένα ζωντανό πορτρέτο του υδραίου πολιτικού στα Απομνημονεύματά του. «Συνετός μεν, αλλά και βίαιος και εκδικητικός άμα τοις μεν φίλοις ενδοτικός, τοις δε αντιπάλοις ανένδοτός τε και επικίνδυνος. Κάτω πάντοτε νεύων τους οφθαλμούς του και ολίγα λέγων, υπό την ποδήρη αιατική περιβολή, τον τζουμπέ (διό και τζουμπές κοινώς εκαλείτο), προεκάλει τον σεβασμόν ειμή και τον φόβον. Διαχειριστής των δημοσίων χρημάτων τα μάλιστα φειδωλός και έντιμος, είπερ τις άλλος,υπήρξεν αναμφισβητήτως πάντοτε ανώτερος χρημάτων, μεγαλοπρεπής και υπερήφανος και λόγω έτι της επιφανούς οικογένειας, εξής κατήγετο και λόγω των υπηρεσιών, ας κατά την επανάσταση του 21,είχε προσφέρει τη πατρίδι, καίπερ νεώτατος την ηλικίαν ων. […] Η δε πολιτική δράσις του ανδρός κατάς μεν τας αρχάς του πολιτικού βίου αυτού και επί μακρά έτη υπήρξε φιλελευθέρα, περί το τέλος της ζωής του εξετράπη των τα μάλιστα φιλελευθέρων και κοινοβουλευτικοτάτων αρχών αυτού ανελεύθερος και σατραπικώτατος γενόμενος, και τούτου ένεκεν αδόξως τελευτήσας. […] Ως πολιτικός ρήτωρ ωμίλει μάλλον ή αγόρευε. Ωμίλει δε ουχί οργίλως, αλλά ταχέως, ελαφρότατα δε βατταρίζων (τσεβδίζων). […] Ανήρ εις άκρον φιλόθρησκος, παρηκολούθει τακτικώτατα την Θεία Λειτουργία εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής.»

Κωνσταντίνος Κανάρης
1793 – 1877

Ηγετική μορφή του '21, στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1793 ή το 1795 στα Ψαρά, στους κόλπους μιας οικογένειας με μεγάλη ναυτική παράδοση. Ο πατέρας του Μιχαήλ ή Μικές Κανάργιος ή Κανάριος διατέλεσε επανειλημμένα δημογέροντας του νησιού και από τον γάμο του με τη Μαρία απέκτησε τρία αγόρια, τον Αναγνώστη, τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο.

 

Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός από μικρός και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα με το επίθετο Κανάρης. Δούλεψε ως μούτσος στο μπρίκι του θείου του Δημήτρη Βουρέκα, που μετέφερε Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα και έμαθε τα μυστικά της θάλασσας. Μετά τον θάνατο του θείου, ανέλαβε καπετάνιος του πλοίου του, με το οποίο πραγματοποίησε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Μεσόγειο. Σε ηλικία 22 ετών παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη, κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρών, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά.

Ο Κανάρης δεν φαίνεται να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ήταν από τους πρώτους που έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Κατατάχθηκε ως απλός ναύτης στον ψαριανό στολίσκο, που συγκρότησε ο φίλος του Νικολής Αποστόλης. Από τις πρώτες επιχειρήσεις άρχισε να εξειδικεύεται στα πυρπολικά και να γίνεται ο φόβος και ο τρόμος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια του ελληνικού χώρου και έγραψαν γι' αυτόν ο λόρδος Βύρων, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ενώ ο άγγλος ιστορικός Γκόρντον σημείωνε «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».

Ο Κανάρης κέρδισε την εκτίμηση και των συναγωνιστών του και για τη σωφροσύνη του χαρακτήρα του. Γι' αυτό ανήλθε και στα υψηλότερα αξιώματα της Πολιτείας μετά την απελευθέρωση. Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για την καταστολή των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.

Κατά την Οθωνική περίοδο ανακλήθηκε στην υπηρεσία και έφθασε μέχρι τον βαθμό του υποναυάρχου. Κατόπιν διορίστηκε γερουσιαστής και αναμίχθηκε στην πολιτική με το Ρωσικό Κόμμα. Συμμετείχε στην επαναστατική κίνηση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Μέχρι την έξωση του Όθωνα χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός και δύο φορές πρωθυπουργός (16 Φεβρουαρίου 1844 - 30 Μαρτίου 1844, 15 Οκτωβρίου 1848 - 12 Δεκεμβρίου 1849). Το 1862 ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της αντιοθωνικής κίνησης. Όταν ο βασιλιάς, σε μια προσπάθειά του να τον προσεταιρισθεί, του ανέθεσε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία, αυτός δεν δίστασε να καταθέσει την εντολή, επειδή ο Όθων δεν ενέκρινε ορισμένους από τους υπουργούς του.

Μετά την έξωση του Όθωνα, ορίστηκε μέλος της τριανδρίας Βούλγαρη, Κανάρη, Ρούφου και το 1863 πήγε στη Δανία ως ένας από τους αντιπροσώπους του Έθνους για να προσφέρει το στέμμα στον βασιλιά Γεώργιο Α'. Στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και δύο φορές πρωθυπουργός (5 Μαρτίου 1864 - 16 Απριλίου 1864, 27 Ιουλίου 1864 - 2 Μαρτίου 1865). Κατόπιν αποσύρθηκε της πολιτικής και ιδιώτευσε στο σπίτι του στην Κυψέλη (Κυψέλης 56), όπου καθημερινά δεχόταν φίλους και θαυμαστές του. Στις 26 Μαΐου 1877, σε ηλικία 82 ετών, επανήλθε στην πολιτική και ανέλαβε πρωθυπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση που σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει τις ενδεχόμενες συνέπειες από τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Ο «ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, πέθανε επί των επάλξεων της πολιτικής στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α' Νεκροταφείο.

Οι κυριότερες πολεμικές ενέργειες του Κανάρη στην Επανάσταση του '21:

  • Πυρπολεί την ναυαρχίδα του καπετάν πασά Καρά Αλή στη Χίο (6 - 7 Ιουνίου 1822). 2.000 νεκροί Οθωμανοί, ανάμεσά τους και ο Καρά Αλής.
  • Ανατινάζει τουρκικό δίκροτο στο στενό μεταξύ Τενέδου και Τρωάδας (28 Οκτωβρίου 1822). Επρόκειτο για την υποναυαρχίδα του νέου αρχιναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ Πασά, που είχε διαδεχθεί τον Καρά Αλή. 800 νεκροί Οθωμανοί.
  • Πυρπολεί τουρκική φρεγάτα κοντά στη Σάμο (5 Αυγούστου 1824), εκδικούμενος την καταστροφή της Κάσου και της πατρίδας του. 600 νεκροί Οθωμανοί.
  • Πυρπολεί τουρκική κορβέτα στα ανοιχτά της Μυτιλήνης (23 - 24 Σεπτεμβρίου 1824).
  • Και η τολμηρότερη ενέργεια του: αποπειράται να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας (29 Ιουλίου 1825). Το εγχείρημα απέτυχε, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (απρόοπτος μεταβολή του ανέμου).

Τα παιδιά του Κωνσταντίνου Κανάρη:

  • Νικόλαος (1818-1848), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στη Βηρυτό.
  • Θεμιστοκλής (1819-1851), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στην Αίγυπτο.
  • Μιλτιάδης (1822-1899), ναύαρχος και πολιτικός.
  • Λυκούργος (1826-1865), νομικός.
  • Μαρία (1828-1847)
  • Αριστείδης (1831-1863), αξιωματικός. Σκοτώθηκε έξω από τα ανάκτορα (Ηρώδου του Αττικού), κατά τη διάρκεια των «Ιουνιανών».
  • Θρασύβουλος (1834-1898), ναύαρχος.
 
 

Μπενιζέλος Ρούφος
1795 – 1868

Εισοδηματίας και πολιτικός, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1795 στην Πάτρα και ήταν γόνος της γνωστής οικογένειας Ρούφου, με καταγωγή από τη Σικελία.

 

Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας κι έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Παλιγγενεσία, με δικό του στρατιωτικό σώμα. Υπέγραψε την Προκήρυξη των Πατρινών προκρίτων προς τους προξένους στην Πάτρα (26 Μαρτίου 1821), με την οποία τους γνωστοποιούνταν η κήρυξη της Επανάστασης.

Επί Καποδίστρια διορίστηκε διοικητής Ηλείας (1828) και κατόπιν της Σύρου. Το 1832 διετέλεσε μέλος της Γερουσίας και το 1835 σύμβουλος επικρατείας. Επίσης, χρημάτισε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη (1848).

Ως Δήμαρχος Πατρέων (1855-1858), έθεσε τον θεμέλιο λίθο του Δημοτικού Νοσοκομείου, δώρισε το μισθό του για την κατασκευή του Υδραγωγείου της πόλης και διαμόρφωσε την πλατεία Υψηλών Αλωνίων, στην οποία και δόθηκε για ένα χρονικό διάστημα το όνομά του. Τελικά, παραιτήθηκε, λόγω διαφωνίας σχετικά με τη μελέτη της πλατείας.

Αντιδυναστικών φρονημάτων, έλαβε ενεργό μέρος στην κήρυξη της Επανάστασης στην Πάτρα κατά του Όθωνα (1862). Μετά την έξωση του Όθωνα διετέλεσε μέλος της «Τριμελούς Προσωρινής Κυβερνήσεως», που ασκούσε συγχρόνως και την Αντιβασιλεία, μαζί με τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη.

Στις 29 Απριλίου 1863 ανέλαβε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (Πρωθυπουργός), διαδεχθείς τον Διομήδη Κυριακό, σε μία περίοδο με έντονα πολιτικά πάθη, εξαιτίας της σύγκρουσης των λεγόμενων «πεδινών» (οπαδοί του Βούλγαρη) και «ορεινών» (οπαδοί του Κανάρη), που μεταφέρθηκε και στους δρόμους της Αθήνας.

«Πεδινός» ο ίδιος, προσπάθησε να συμβιβάσει την κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Επί της πρωθυπουργίας του συνέβησαν τα αποκληθέντα «Ιουνιανά», με τις συγκρούσεις μεταξύ «πεδινών» και «ορεινών» και το κυβερνητικό φιάσκο με τον λήσταρχο Κυριάκο. Μάλιστα, για τρεις μέρες (19-21 Ιουνίου) παραχώρησε την εξουσία στον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Διομήδη Κυριακό. Παραιτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1863, λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γεωργίου Α'.

Ανήλθε για δεύτερη φορά στην πρωθυπουργία στις 28 Νοεμβρίου 1865, ως συμβιβαστική λύση μεταξύ των Κουμουνδούρου, Δεληγιώργη και Βούλγαρη, που κυριαρχούσαν στο πολιτικό προσκήνιο και ο καθένας διεκδικούσε για λογαριασμό του την εξουσία. Η θητεία του, που διήρκεσε έως τις 9 Ιουνίου 1866, ήταν απλώς διαχειριστική. Ψήφισε τον προϋπολογισμό του 1866 και διενήργησε άψογα τις δημοτικές εκλογές (31 Μαρτίου - 3 Απριλίου 1866).

Ο Μπενιζέλος Ρούφος παντρεύτηκε δύο φορές: πρώτα τη Βικτωρία Σισίνη (πέθανε το 1836) και αργότερα τη Μαρία Κουντουριώτη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Θάνο Κανακάρη - Ρούφο (1838-1920) και τον Γεώργιο Ρούφο (1839-1891). Αμφότεροι ακολούθησαν τα χνάρια του πατέρα τους κι εξελέγησαν Δήμαρχοι Πατρέων, βουλευτές, ενώ διατέλεσαν και υπουργοί.

Ο Μπενιζέλος Ρούφος, που κατά τη διάρκεια της ζωής του φορούσε πάντα φουστανέλα, πέθανε στις 18 Μαρτίου 1868 και τάφηκε στο Μαυσωλείο των Ρούφων, που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Πατρών.

 
 
 

Γεγονότα

μ.Χ.
 
Η Μάχη της Καρμπάλα: 30.000 στρατιώτες του χαλίφη Γιαζίντ περικυκλώνουν τον σιίτη ιμάμη Χουσαίν Μπιν Αλί, τον οποίο υπερασπίζονται 72 φίλοι και τα δύο παιδιά του. Ο ιμάμης αποκεφαλίζεται με διαταγή του χαλίφη, ο οποίος δεν του συγχωρεί τη γοητεία που ασκεί στα πλήθη. Η μουσουλμανική αίρεση των σιιτών γιορτάζει κάθε χρόνο την «Ασουράχ», τιμώντας τον αδικοσκοτωμένο ιμάμη της, ενώ η Καρμπάλα, που βρίσκεται στο Ιράκ, είναι ιερή πόλη για τους σιίτες.
 
 
 
Αρχίζει να λειτουργεί το Παρθεναγωγείο Βόλου. Σε αυτό φοιτούσαν μόνο κορίτσια, κάτι το οποίο θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή, διότι μόνο αγόρια, ως επί το πλείστον, μπορούσαν να πάνε σχολείο. Διευθυντής του Παρθεναγωγείου είναι ο δημοτικιστής και σοσιαλιστής Αλέξανδρος Δελμούζος,
 
 
Καταλύεται με στρατιωτικό πραξικόπημα το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα. Επικεφαλής, οι στρατηγοί Παπάγος, Ρέππας και Οικονόμου, «εγκέφαλος» ο Γεώργιος Κονδύλης, θύμα ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης.
  

Το πραξικόπημα Κονδύλη και η παλινόρθωση της μοναρχίας

Με τη σύμπραξη των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, ο υπουργός Στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης ανατρέπει την κυβέρνηση Τσαλδάρη, στις 10 Οκτωβρίου 1935 και καταργεί το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά ένα βενιζελικό, που είχε αλλάξει στρατόπεδο.

 

Στις αρχές του 1935 την Ελλάδα κυβερνούσαν η αντιβενιζελική παράταξη με επικεφαλής το Λαϊκό Κόμμα και με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή κορίνθιο πολιτικό Παναγή Τσαλδάρη. Την 1η Μαρτίου, βενιζελικοί αξιωματικοί με την κάλυψη του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιχείρησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση για να προστατέψουν το καθεστώς της Δημοκρατίας, όπως διατείνονταν. Το κίνημα κατεστάλη εύκολα από τον υπουργό Στρατιωτικών, Γεώργιο Κονδύλη, που επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία με το βαθμό του αντιστρατήγου και με αυξημένες αρμοδιότητες. Στη συνέχεια εξαπολύθηκε πογκρόμ διώξεων και αποτάξεων βενιζελικών αξιωματικών, ενώ τρεις εκτελέστηκαν. Ο δρόμος για την παλινόρθωση της βασιλείας ήταν πλέον ανοιχτός.

Ο Τσαλδάρης προκήρυξε εκλογές για τις 9ης Ιουνίου, στις οποίες θριάμβευσε, καθώς απείχαν οι βενιζελικοί. Ο Κονδύλης ανέβαλε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Στρατιωτικών. Σχεδόν αμέσως τέθηκε ζήτημα αλλαγής του πολιτεύματος και συγκεκριμένα η επαναφορά της βασιλείας. Η «αντιβενιζελική» παράταξη χωρίστηκε σε τρία στρατόπεδα: Μία μερίδα ευνοούσε πραξικοπηματική επαναφορά του βασιλιά, μία άλλη ήθελε να ρίξει το βάρος της απόφασης στο λαό με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και μία τρίτη ευνοούσε τη διατήρηση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο Τσαλδάρης προτιμούσε τη λύση του δημοψηφίσματος, αλλά δεν βιαζόταν να πάρει απόφαση. Απεναντίας, ο Κονδύλης, που είχε εξελιχθεί σ’ ένα όψιμο οπαδό της βασιλείας, πίεζε για άμεση λύση, επειδή φοβόταν την επιρροή του Ιωάννη Μεταξά στο στράτευμα.

Στις 10 Ιουλίου, η Βουλή ενέκρινε ψήφισμα, με το οποίο αποφασιζόταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό έως τις 15 Νοεμβρίου. Με την έγκριση του ψηφίσματος, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου. Τον Αύγουστο, ο Τσαλδάρης ήλθε σε επαφή με τον εξόριστο από το 1924 βασιλιά Γεώργιο Β’, ο οποίος διαμήνυσε στον κυβερνητικό απεσταλμένο, υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Πεσμαζόγλου, ότι αποκλείει κάθε πραξικοπηματική αλλαγή του καθεστώτος, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο εάν τον καλούσε ο λαός. Ο Πεσμαζόγλου είδε και τον Βενιζέλο στο Παρίσι και σχημάτισε την εντύπωση ότι ο μεγάλος κρητικός πολιτικός δεν ήταν αντίθετος με την παλινόρθωση της βασιλείας, αρκεί ο Γεώργιος να επέστρεφε ως βασιλιάς των Ελλήνων και όχι ως αρχηγός κόμματος.

Στις 10 Οκτωβρίου, ημέρα που θα ξεκινούσε τις εργασίες της η νέα Βουλή, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Οι αρχηγοί των τριών όπλων – στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, ναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και στρατηγός της Αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας – έχοντας την κάλυψη του Κονδύλη, τον εξαναγκάζουν σε παραίτηση, μπλοκάροντας το αυτοκίνητό του που εκινείτο στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Γηροκομείου.

Οι τρεις αρχηγοί συγκροτούν «Επαναστατική Επιτροπή» κι εκδίδουν προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, στην οποία αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι «οι εκπροσωπούντες τας Στρατιωτικάς, Ναυτικάς και Αεροπορικάς Δυνάμεις της Χώρας αισθανόμενοι πλέον καθαρώς τους κινδύνους της αναρχίας κρούοντας την θύραν του Έθνους ημών εθεώρησαν ιερόν καθήκον να επέμβουν δια την λύσιν της ολεθρίας καταστάσεως».

Ο ιθύνων νους του πραξικοπήματος Γεώργιος Κονδύλης χρίζεται αντιβασιλέας και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία. Την ίδια ημέρα, οι πραξικοπηματίες αναγκάζουν τη Βουλή να καταργήσει το καθεστώς της αβασιλεύτου δημοκρατίας και να αποφασίσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος στις 3 Νοεμβρίου για την παλινόρθωση της βασιλείας. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν μόνο 82 βουλευτές, αφού οι υπόλοιποι 165 με επικεφαλής τον Τσαλδάρη είχαν αποχωρήσει.

Στις 3 Νοεμβρίου, ο ελληνικός λαός αποφάσισε με το 97,8% των ψήφων την παλινόρθωση της βασιλείας, σ’ ένα δημοψήφισμα, όπου η νοθεία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, όπως δείχνει και το αποτέλεσμα. Στις 25 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Β’ επανήλθε στην Ελλάδα και πέντε ημέρες αργότερα συγκρούστηκε με τον Κονδύλη για την αμνήστευση των κινηματιών του Μαρτίου. Ο Κονδύλης διαφώνησε και παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία.

Η ανώμαλη πολιτικά περίοδος τερματίσθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1936 με τη διενέργεια εκλογών, κατά τις οποίες το ΚΚΕ έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.

 

Αλέξανδρος Παπάγος
1883 – 1955

Στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο τελευταίο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, και Πρωθυπουργός από το 1952 έως το θάνατό του.

 

Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Πατέρας του ήταν ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος με καταγωγή από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και μητέρα του η Μαρία Καλίνσκυ, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ.

Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1901 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, προκειμένου ν' ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό, καθότι είχε παρέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων. Φοίτησε για μία διετία (1902 - 1904) στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη σχολή Ιππικού του Ιπρ.

Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος στο Όπλο του Ιππικού. Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (1914), σύζυγο του γλύπτη Γιάννη Παππά και τον Λεωνίδα (1912), διπλωμάτη και αυλάρχη των ανακτόρων.

Ο Παπάγος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος κι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Δεδηλωμένος φιλοβασιλικός ο Παπάγος, μετά την επικράτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1917, αποστρατεύτηκε κι εξορίστηκε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη.

Η νίκη των «Κωνσταντινικών» και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως Επιτελάρχης σε μονάδες του Ιππικού, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922.

Μετά την Επανάσταση Πλαστήρα, το 1922, αποστρατεύτηκε εκ νέου. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και μέχρι το 1935 είχε φθάσει στο βαθμό του Αντιστρατήγου, διοικώντας σημαντικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού.

Στις 10 Οκτωβρίου 1935, ως αρχηγός του Στρατού οργάνωσε κίνημα μαζί με τους ομολόγους του υποναύαρχο Οικονόμου και αντιπτέραρχο Ρέππα, προκαλώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη κι επιταχύνοντας τις εξελίξεις για την επαναφορά της βασιλείας στη χώρα μας. Ο Γεώργιος Κονδύλης, που βρισκόταν σε συνεννόηση με τους πραξικοπηματίες, σχηματίζει αμέσως κυβέρνηση, ορίζοντας τον Παπάγο υπουργό Στρατιωτικών. Η νέα κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β' στην Αγγλία, όπου διέμενε.

Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός, επανήλθε στην αρχηγία του στρατεύματος την 1η Αυγούστου 1936, παρέχοντάς του σημαντική βοήθεια στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας Μεταξά, συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού στον διαφαινόμενο πόλεμο.

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς, καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και να απωθήσει τα ιταλικά στρατεύματα στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941, οπότε παραιτήθηκε, προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση, επικρίνοντας το στρατηγό Τσολάκογλου για το σχηματισμό δοσιλογικής κυβέρνησης.

Στη διάρκεια της Κατοχής, δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν ως επί το πλείστον αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο του 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με άλλους τέσσερεις αντιστράτηγους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (στο Νταχάου, μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του στρατηγού εν αποστρατεία. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 η κεντρώα κυβέρνηση Σοφούλη ανακάλεσε στην ενέργεια τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο και του ανέθεσε εν λευκώ τη Γενική Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με στόχο τη συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας.

Η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν επιτυχής για τις αστικές δυνάμεις, με την καθοριστική συμβολή των Αμερικανών. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το Βασιλιά Παύλο να απονείμει στον Παπάγο, για πρώτη φορά σε έλληνα στρατιωτικό, τον τίτλο του Στρατάρχη (17 Οκτωβρίου 1949). Ο Στρατάρχης Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.

Σημαντική υπήρξε η συμβολή του σε θέματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των αξιωματικών, με τη σύσταση του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού Αξιωματικών (ΑΟΟΑ) και τη δημιουργία ενός οικισμού στις ανατολικές πλαγιές του Υμηττού, που φέρει το όνομά του (Δήμος Παπάγου).

Οι αποτυχημένες προσπάθειες των βενιζελογενών δυνάμεων για τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού οδήγησαν τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον δεξιό Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερα ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηρίχθηκε και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής (Καθημερινή, Εστία, Βήμα), αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.

Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο «Ελληνικός Συναγερμός», το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του γαλλικού Συναγερμού του στρατηγού Ντε Γκολ, συγκέντρωσε το 36,53% των ψήφων, αλλά δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειονοψηφία στη Βουλή.

Ο Αλέξανδρος Παπάγος παραλαμβάνει από τον Νικόλαο Πλαστήρα.

Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένειά του και την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά. Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου, με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Ο Ελληνικός Συναγερμός κατήγαγε θρίαμβο με ποσοστό 49,22% και 247 από τις 300 έδρες της Βουλής, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί κυβέρνηση Παπάγου στις 19 Νοεμβρίου 1952.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση Παπάγου ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση της χώρας, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο και την κατοχή. Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα, σύμφωνα με τις επιταγές του Μπρέτον Γουντς (1944). Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε επανειλημμένα την κυβέρνηση Παπάγου ότι δεν έπραξε αρκετά για την κοινωνική συμφιλίωση και την επούλωση των τραυμάτων του Εμφυλίου.

Στην εξωτερική πολιτική, η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α., κατανοώντας την ηγετική τους παρουσία μεταξύ των χωρών του Ελευθέρου Κόσμου και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Δύο είναι τα σοβαρότερα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική που αντιμετώπισε ο Παπάγος: το Κυπριακό και τα Σεπτεμβριανά.

Την περίοδο της διακυβέρνησής του κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία, που ζητούσαν την Ένωση με τη μητέρα - πατρίδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας, που αντιμετώπισε, όμως, και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ βρίσκει τον Παπάγο σοβαρά άρρωστο και ανίκανο να πάρει αποφάσεις. Οι συγκρούσεις στην Κύπρο οδηγούν σε χειροτέρευση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που φθάνουν στο κατώτερο δυνατό σημείο με το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.

Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε, τελικά, στις 4 Οκτωβρίου 1955, έπειτα από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη πρωθυπουργός. Ο Βασιλιάς Παύλος έκανε την έκπληξη κι έχρισε διάδοχό του τον δυναμικό υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή και όχι κάποιο πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησής του, όπως τους δελφίνους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Γεώργιος Κονδύλης
1879 – 1936

Στρατιωτικός και πολιτικός, που διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε 14 Αυγούστου 1879 στον Προυσσό Ευρυτανίας και στα 18 του χρόνια κατατάχθηκε ως εθελοντής στο στρατό.

 

Συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση (1896), στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1897) και τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) ως οπλαρχηγός. Το 1910 ονομάζεται ανθυπολοχαγός και συμμετέχει με το βαθμό του υπολοχαγού στους Βαλκανικούς Πολέμους, προαχθείς κατ' εκλογήν μετά το τέλος τους στο βαθμό του Λοχαγού. Το 1915 τοποθετείται ως αξιωματικός επιτελείου της 6ης Μεραρχίας, λόγω των εξαιρετικών ικανοτήτων που επέδειξε στα πεδία των μαχών. Σπάνια περίπτωση για έναν αξιωματικό που δεν είχε αποφοιτήσει από την Ευελπίδων.

Ο Κονδύλης ήταν θερμός οπαδός του Ελευθέριου Βενιζέλου και κατά τη διάρκεια του κινήματος της Εθνικής Άμυνας στάθηκε πιστά στο πλευρό του, προαχθείς σε ταγματάρχη. Ως διοικητής τάγματος διακρίθηκε σε πολλές μάχες του Βαλκανικού Μετώπου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και έλαβε κατ' εκλογήν τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Το 1918 συμμετείχε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, που εστάλη στην Ουκρανία για την καταπολέμηση των Mπολσεβίκων και προήχθη και πάλι κατ' εκλογή στο βαθμό του συνταγματάρχη.

Ο Κονδύλης συμμετείχε στη Μικρασιατική Eκστρατεία, αλλά μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, που έφερε στην εξουσία τις αντιβενιζελικές δυνάμεις, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ηγήθηκε κινήσεως για την ανατροπή της υφισταμένης καταστάσεως στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (Ιούνιος 1923) αποστρατεύτηκε, αλλά επανήλθε στο στράτευμα τον Οκτώβριο του 1923, μετά την έκρηξη του κινήματος των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη, που εστρέφετο κατά του επαναστατικού κινήματος του Πλαστήρα. Τον Νοέμβριο του 1923, με την αποφασιστική του συμβολή στην κατάπνιξη του κινήματος, έλαβε το βαθμό του υποστρατήγου και το προσωνύμιο «Κεραυνός» για την ταχεία καταστολή του.

Αμέσως μετά υπέβαλε την παραίτησή του και ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα, με πρώτο σταθμό την εκλογή του ως βουλευτή Ροδόπης με τη «Δημοκρατική Ένωση» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923. Στις 12 Μαρτίου 1924 ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών κι ένα χρόνο αργότερα το Υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου.

Στις 21 Αυγούστου 1926 συνετέλεσε καθοριστικά στην ανατροπή της οπερετικής δικτατορίας του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Ο δικτάτορας, που παραθέριζε στις Σπέτσες, προσπάθησε να αντιδράσει με το Ναυτικό, αλλά ο Κονδύλης είχε προσεταιρισθεί στρατιωτικούς φίλα προσκείμενους στον Πάγκαλο, που βρίσκονταν σε θέσεις - κλειδιά στον στρατό ξηράς. Τον Φεβρουάριο του 1926 ο Κονδύλης είχε επιχειρήσει να ανατρέψει τον Πάγκαλο, αλλά προδόθηκε και εκτοπίστηκε στη Σαντορίνη. Απελευθερώθηκε δύο μήνες αργότερα, όταν υποστήριξε την υποψηφιότητα Πάγκαλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Στις 26 Αυγούστου 1926 ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση και στις 9 Σεπτεμβρίου κατέστειλε με αιματηρό τρόπο κίνημα των «παγκαλικών» αξιωματικών Ναπολέοντα Ζέρβα και Βασιλείου Ντερτιλή, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στην ανατροπή του δικτάτορα. Στις 7 Νοεμβρίου οδήγησε τη χώρα σε ανόθευτες εκλογές με απλή αναλογική. Ο Κονδύλης και η παράταξή του δεν πήραν μέρος στις εκλογές, κάτι που συνέβη στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928, όταν το «Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα» έλαβε 9 έδρες και ο ίδιος εκλέχθηκε βουλευτής Καβάλας.

Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 ο Κονδύλης μετονόμασε το κόμμα του σε Εθνικοριζοσπαστικό κι έλαβε 6 έδρες, συνεργαζόμενος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, εκλεγείς ο ίδιος βουλευτής Τρικάλων. Καθώς κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε αυτοδύναμη πλειοψηφία, ο Κονδύλης έκανε τη μεγάλη στροφή και συνεργάστηκε με το αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα, λαβών το Υπουργείο Στρατιωτικών από τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάστηκε και πάλι με τους Λαϊκούς, αυξάνοντας τις έδρες του κόμματός του σε 11. Στην κυβέρνηση Τσαλδάρη που σχηματίστηκε ανέλαβε και πάλι το Υπουργείο Στρατιωτικών.

Παραμονές του κινήματος 1935. O πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης, συνοδευόμενος από τον υπουργό Στρατιωτικών Γ. Κονδύλη και τον διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Δ. Πετρίτη.

Ο Κονδύλης υπήρξε ο κύριος συντελεστής της καταστολής του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, που έγινε από βενιζελικούς αξιωματικούς, υπό τις ευλογίες του ευρισκομένου στη Γαλλία, Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια του κινήματος, ανακλήθηκε στο στράτευμα με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935, το κόμμα κέρδισε 35 έδρες και λίγες μέρες αργότερα τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας, απογοητευμένος από την εντεκάχρονη προβληματική πορεία της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στη χώρα.

Στις 10 Οκτωβρίου ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση μετά την εξαναγκαστική παραίτηση Τσαλδάρη. Κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα και έθεσε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, κυβερνώντας δικτατορικά. Αυτοανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς και στις 3 Νοεμβρίου διενήργησε δημοψήφισμα, στο οποίο το 97,8% των ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ της βασιλείας. Η βενιζελική παράταξη απείχε και τα ψηφοδέλτια του «ναι» βρέθηκαν περισσότερα από τους ψηφίσαντες. Παραιτήθηκε στις 30 Νοεμβρίου, διαφωνώντας με τον Γεώργιο Β' στο θέμα της αμνήστευσης των κινηματιών του 1935.

Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ο Κονδύλης συνέπραξε με την αντιβενιζελική «Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση» (Ι. Θεοτόκης, Ι. Ράλλης κ.ά) και εξέλεξε 15 βουλευτές. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου, πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Ο Γεώργιος Κονδύλης υπήρξε λαμπρός στρατιωτικός και ισχυρή πολιτική προσωπικότητα, που σημάδεψε με τρεις πράξεις της τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Κατήργησε τη Δικτατορία Πάγκαλου, διενήργησε τις αδιάβλητες εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 και αναστήλωσε τον ελληνικό θρόνο, έπειτα από 11 χρόνια Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ήταν θαυμαστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για τον οποίον επιθυμούσε κάποτε να γράψει ένα βιβλίο, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Το μαρτυρούν τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του.

Παναγής Τσαλδάρης
1868 – 1936

Νομικός και πολιτικός από την Κορινθία, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1932-1935. Ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, υπήρξε διακεκριμένη πολιτική φυσιογνωμία της συντηρητικής παράταξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

 

Ο Παναγής (Παναγιώτης) Τσαλδάρης γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας το 1868 από οικογένεια μικρασιατικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο περί το 1750. Ο πατέρας του, Επαμεινώνδας Τσαλδάρης, ήταν δικολάβος, έμπορος και καλλιεργητής γης.

Μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, στο Ελληνικό Σχολείο του Ξυλοκάστρου και στο Γυμνάσιο Κόρινθου. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1888) και αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ το 1889. Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και το ίδιο έτος αναχώρησε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Παρακολούθησε νομικά μαθήματα στα πανεπιστήμια Γοτίγγης, Λειψίας και Παρισίων.

Επανήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο τού 1893. Το ίδιο έτος μετατέθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Αρχικά, ο κύκλος των εργασιών του ήταν πολύ περιορισμένος και αναγκάστηκε να ιδρύσει νομικό φροντιστήριο για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές ανάγκες του. Ένας από πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης. Τελικά, η νομική του εμβρίθεια αναγνωρίστηκε και διορίστηκε γραμματέας της Επιτροπής Σύνταξης του Αστικού Κώδικα.

Ο Παναγής Τσαλδάρης πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1910. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 για την ανάδειξη της Α' Αναθεωρητικής Βουλής. Δεν έλαβε μέρος στις επόμενες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 (Β' Αναθεωρητική Βουλή), ακολουθώντας την τακτική των παλαιών κομμάτων, που απείχαν της εκλογικής διαδικασίας. Μετέσχε, όμως, στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες επανεξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας και από τότε εκλεγόταν συνεχώς.

Στη Βουλή ακολουθούσε ως ανεξάρτητος τον Δημήτριο Γούναρη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Στις 25 Φεβρουάριου 1915 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνησή του και παραιτήθηκε στις 10 Αυγούστου, όταν το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη αποδοκιμάστηκε στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915.

Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού εκτοπίστηκε στην Ύδρα και κατόπιν στη Σκόπελο. Εκεί γνωρίστηκε με τη Λίνα Λάμπρου (1887-1981), θυγατέρα τού διαπρεπούς βυζαντινολόγου και πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου, επίσης εκτοπισμένου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Κηφισιά στις 10 Ιουλίου 1919.

Στις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, υπό τους Δημήτριο Ράλλη, Νικόλαο Καλογερόπουλο και Δημήτριο Γούναρη, μετέσχε ως υπουργός Εσωτερικών και Συγκοινωνίας (4 Νοεμβρίου 1920 - 24 Ιανουαρίου 1921 και 24 Ιανουαρίου 1921 - 26 Μαρτίου 1921) και υπουργός Συγκοινωνίας (26 Μαρτίου 1921 - 2 Μαρτίου 1922).

Τον Μάρτιο του 1922 αναχώρησε για το εξωτερικό για λόγους υγείας και επανήλθε στην Ελλάδα τον Αύγουστο, όταν είχε αρχίσει να καταρρέει το Μέτωπο στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Επανάσταση του 1922, αποφυλακίστηκε όμως στις 8 Ιανουαρίου 1923, μετά τη χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα.

Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, όπως και το κόμμα του, για την εκλογή της Δ' Συντακτικής Συνέλευσης, διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις που ακολούθησαν το κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε την προσωρινή αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί από τον Νοέμβριο 1920 το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, και στις 4 Μαΐου 1924 την οριστική αρχηγία.

Εκ πεποιθήσεως βασιλόφρων, εργάστηκε για την επικράτηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας κατά το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 και δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα τούτου, που απέβη υπέρ της αβασίλευτης (προεδρευομένης) δημοκρατίας, διότι θεώρησε ότι αυτό δεν υπήρξε γνήσιο. Αντιτάχθηκε στη δικτατορία Πάγκαλου και στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα, το Λαϊκό Κόμμα, υπό την αρχηγία του, εξασφάλισε 60 έδρες. Επειδή κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (4 Δεκεμβρίου 1926 - 17 Αυγούστου 1927).

Στις εκλογές της 19 Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πέτυχε την εκλογή μόνο 19 βουλευτών, λόγω του εκλογικού νόμου, και στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929 μόνο 10 γερουσιαστών. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του εξέλεξε 95 βουλευτές και στις 4 Νοεμβρίου 1932 σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή των λοιπών κομμάτων και με τη σύμπραξη του αρχηγού του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, Γεωργίου Κονδύλη, του αρχηγού των Ελευθεροφρόνων, Ιωάννη Μεταξά, και του απόστρατου υποναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, που, εν τω μεταξύ, είχε αλλάξει στρατόπεδο.

Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης και πίσω του ο Γεώργιος Κονδύλης.

Πριν από την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, με έγγραφη δήλωσή του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το υφιστάμενο πολίτευμα της προεδρευομένης δημοκρατίας. Η κυβέρνησή του διατηρήθηκε στην εξουσία έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, οπότε ανατράπηκε από τα κόμματα και τις προσωπικότητες που τη στήριζαν.

Κατά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάστηκε με τους Γεώργιο Κονδύλη, Iωάννη Μεταξά και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και πλειοψήφησε με 135 βουλευτές. Τη νύκτα της 5ης προς 6η Μαρτίου 1933, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, εξερράγη στρατιωτικό κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το κίνημα, όμως, δεν επικράτησε και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση από τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, η οποία παραιτήθηκε μετά λίγες ημέρες, και ο Παναγής Τσαλδάρης ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία στις 10 Μαρτίου 1933.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργίας του έγινε η δεύτερη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 6 Μαρτίου 1933. Ο Τσαλδάρης ήταν αμέτοχος και μάλιστα την αποδοκίμασε. Παρά ταύτα, το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνησή του, καθώς η εγκληματική πράξη αποδόθηκε σε οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος. Εξάλλου, τρία επίλεκτα μέλη του κόμματός του, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Γεώργιος Στράτος και ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης, εκφράσθηκαν δημόσια υπέρ της βασιλείας. Παρότι ο Τσαλδάρης αποδοκίμασε τις δηλώσεις των στελεχών του, τα πνεύματα οξύνθηκαν και πάλι. Οι Φιλελεύθεροι ένιωσαν ότι απειλείται το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και προκάλεσαν το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το Κίνημα κατεστάλη και επακολούθησαν διώξεις κατά των ενεχόμενων πολιτικών και των μετασχόντων αξιωματικών.

Μία από τις αξιοσημείωτες πολιτικές ενέργειες του Παναγή Τσαλδάρη ήταν η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στην Αθήνα (9 Φεβρουαρίου 1934), με το οποίο η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Τουρκία εγγυήθηκαν την ασφάλεια και την ακεραιότητα των βαλκανικών συνόρων. Ανάλογη συμφωνία είχε υπογράψει με την Τουρκία κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα στις 14 Σεπτεμβρίου 1933.

Την Πρωταπριλιά του 1935 καταργήθηκε η Γερουσία και διαλύθηκε η Βουλή. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Ιουνίου 1935, με σκοπό την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής. Στις εκλογές, κατά το αντίστροφο προηγούμενο του Δεκεμβρίου του 1923, δεν έλαβαν μέρος τα κηρυγμένα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας κόμματα. Από τις εκλογές προέκυψε η Ε' Εθνική Συνέλευση, η οποία εξέδωσε ψήφισμα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, με σκοπό την επίλυση του πολιτειακού θέματος (10 Ιουλίου 1935) και διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου 1935.

Παναγής Τσαλδάρης - Ιωάννης Μεταξάς

Οι αδιάλλακτοι βασιλόφρονες Ιωάννης Μεταξάς, Iωάννης Ράλλης και Γεώργιος Στράτος συνέπηξαν την «Ένωσιν Βασιλοφρόνων» και δήλωσαν ότι σε περίπτωση υπερψήφισής τους θα κατέλυαν το πολίτευμα δια της Εθνικής Συνέλευσης. Αντίθετα, ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι για να τερματιστεί οριστικά το πολιτειακό θέμα έπρεπε να προηγηθεί δημοψήφισμα. Ο ίδιος με δήλωσή του στις 9 Σεπτεμβρίου 1935 τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (28 Σεπτεμβρίου 1935) για τις 3 Νοεμβρίου 1935.

Στις 10 Οκτωβρίου, όμως, οι αρχηγοί των τριών επιτελείων, ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο υποναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και ο υποστράτηγος αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Κονδύλη, εξανάγκασαν σε παραίτηση τον Τσαλδάρη, ο οποίος παραιτήθηκε για να αποφευχθεί αιματοχυσία, όπως δήλωσε. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη. Ο Παναγής Τσαλδάρης, ο πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης, Xαράλαμπος Βοζίκης, και ολιγάριθμοι βουλευτές αποχώρησαν από τη Βουλή, όταν παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Κονδύλης για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Με ψήφισμα της Ε' Εθνικής Συνέλευσης (10 Οκτωβρίου 1935) ανακηρύχθηκε η βασιλευομένη δημοκρατία, με αντιβασιλέα τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Γεώργιο Κονδύλη.

Στις 3 Νοεμβρίου διεξήχθη το δημοψήφισμα, που απέβη υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας και στις 25 Νοεμβρίου 1935 επανήλθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’. Στις 16 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους διαλύθηκε η Ε' Εθνική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές Αναθεωρητικής Βουλής για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στις εκλογές αυτές το Λαϊκό Κόμμα διασπάστηκε και αποσχίστηκε ομάδα υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη, η οποία ίδρυσε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία. Με την ανοχή των κομμάτων διατηρήθηκε την πρωθυπουργία ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, μέχρι του θανάτου του στις 13 Απριλίου 1936.

Ο Παναγής Τσαλδάρης πέθανε στην Αθήνα από ουραιμία στις 17 Μαΐου 1936, σε ηλικία 68 ετών. Νωρίτερα είχαν αποβιώσει δύο άλλοι από τους πρωταγωνιστές του Μεσοπολέμου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος (18 Μαρτίου 1936) και Γεώργιος Κονδύλης (1 Φεβρουαρίου).

Ο Παναγής Τσαλδάρης υπήρξε έγκριτος νομομαθής. Νουνεχής ως άνθρωπος, απέφευγε τις οξύτητες. Ως πολιτικός ήταν συνεπής και πιστός στην κοινοβουλευτική και συνταγματική τάξη. Με τη μετριοπαθή πολιτική του πέτυχε να ανασυντάξει το Λαϊκό Κόμμα, παρά τις δυσμενείς περιστάσεις. Διατήρησε τις πολιτειακές θέσεις του και τις διακήρυξε στην κατάλληλη κοινοβουλευτικά στιγμή. Ήταν μία ήρεμη φωνή μέσα στο Κοινοβούλιο και επιτύγχανε χωρίς οξύτητα τον επιδιωκόμενο σκοπό του, φυλάσσοντας το πλαίσιο των θεσμών.

Σχετικά

  • Η σύζυγός του, Λίνα Τσαλδάρη (1887-1981), υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα που ανέλαβε υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Από τις 29 Φεβρουαρίου 1956 έως τις 5 Μαρτίου 1958 χρημάτισε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στη δεύτερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
  • Ο ανιψιός του, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης (1884-1970), ανέλαβε την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
  • Τη δυναστεία Τσαλδάρη στην πολιτική έκλεισε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (1921-1997), γιος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ο οποίος πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ και τη Νέα Δημοκρατία. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής από το 1989 έως το 1993.
 
 
800 τσιγγανόπουλα εξολοθρεύονται από τους ναζί στο κολαστήριο του Άουσβιτς.
 
Εγκαινιάζεται στη Σύμη η πρώτη εγκατάσταση αφαλάτωσης θαλασσινού νερού στην Ελλάδα.

Γεννήσεις

μ.Χ.
 
Τζουζέπε Βέρντι, ιταλός συνθέτης. («Αΐντα», «Ναμπούκο», «Ριγκολέτο», «Τροβατόρε», «Τραβιάτα») (Θαν. 27/1/1901)
 
 
Χάρολντ Πίντερ, άγγλος θεατρικός συγγραφέας. («Πάρτι Γενεθλίων», «Ο Επιστάτης», «Η Προδοσία»). (Θαν. 24/12/2008)
 
 
Φερνάντο Σάντος, πορτογάλος ποδοσφαιριστής και προπονητής (ΑΕΚ, Παναθηναϊκός, Μπενφίκα, ΠΑΟΚ, Εθνική Ελλάδος, Εθνική Πορτογαλίας).
 

Θάνατοι

π.Χ.

 
413
Νικίας, αθηναίος πολιτικός ηγέτης και στρατηγός. Εκτελέστηκε στις Συρακούσες, συμμετέχοντας στην εκστρατεία των Συρακουσών υπό τον Αλκιβιάδη. (Γεν. 469 π.Χ.)
 

μ.Χ.

 
Τζάσπερ Νιούτον «Τζακ» Ντάνιελ, αμερικανός ποτοποιός, ιδρυτής της εταιρείας παραγωγής ουίσκι «Jack Daniel’s». (Γεν. 5/9/1850)
 
 1951

Γεώργιος Βλάχος
1886 – 1951

Δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής δημοσιογραφίας.

 

Ο Γεώργιος Βλάχος γεννήθηκε το 1886 στην Αθήνα, από ιστορική οικογένεια της πόλης, με δράση στην Επανάσταση του ‘21. Ήταν γιος του λογοτέχνη και πολιτικού Άγγελου Βλάχου (1838-1920).

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργαζόμενος παράλληλα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (1903-1904) και στη συνέχεια στην Εθνική Τράπεζα (1904-1918). Στο διάστημα αυτό, άρχισε να δημοσιογραφεί ως αρθρογράφος και χρονογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και να γράφει θεατρικά έργα. Τη διετία 1914 - 1915 είχε τη διεύθυνση του λογοτεχνικού περιοδικού «Παναθήναια», στο οποίο εισήγαγε σατιρική στήλη και γελοιογραφίες.

Τον Σεπτέμβριο του 1903 ανέβηκε το πρώτο του έργο στο θέατρο «Αθήναιο» με τίτλο «Τα κορόιδα μας», που ήταν διασκευή μιας γαλλικής φάρσας. Αργότερα, η Μαρίκα Κο­τοπούλη παρουσίασε τα έργα του «Δεσποινίς Κυκλών», «Κόμπρα», «Αλεύρι μία και είκοσι η οκά» και «Κόκκινα Γάντια».

Στην πολυτάραχη περίοδο του «Εθνικού Διχασμού», υπήρξε σφοδρός πολέμιος του Ελευθερίου Βενιζέλου, με αποτέλεσμα το 1917 να εξοριστεί για δύο χρόνια στη Σκύρο και τη Σκόπελο. Το 1919 επέστρεψε στην Αθήνα και στις 15 Σεπτεμβρίου εξέδωσε την πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή», η οποία έγινε ένα από τα κύρια δημοσιογραφικά όργανα της αντιβενιζελικής παράταξης.

Ο Γεώργιος Βλάχος με την κόρη του Ελένη

Τον Ιούλιο του 1920 αναγκάστηκε και πάλι, λόγω της αντιβενιζελικής πολεμικής του, να πάει στην Ιταλία, για να ξαναγυρίσει στην Αθήνα λίγο αργότερα. Μετά την Επανάσταση του 1922, υποχρεώθηκε και πάλι να καταφύγει στο εξωτερικό. Μετά την επιστροφή του ανέλαβε ολοκληρωτικά τη διεύθυνση της «Καθημερινής», στην οποία, εκτός από τα κύρια άρθρα, έγραφε χρονογραφήματα, ταξι­διωτικές εντυπώσεις και κριτική θεάτρου.

Από το 1933 έως το 1936 διατέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και με το πάθος που είχε για το θέατρο βοήθησε στην ανανέωση του δραματολογίου του και τη γενικότερη βελτίωσή του.

Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, εγκατέλειψε τη διεύθυνση της εφημερίδας και την ανέλαβε ξανά μετά την απελευθέρωση. Περίφημο υπήρξε το άρθρο του εν είδει ανοικτής επιστολής προς τον Αδόλφο Χίτλερ, που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» της 8ης Μαρτίου 1941, τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης και το οποίο αναδημοσιεύτηκε από τα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου.

Στην Κατοχή συνελήφθη από τους Γερμανούς και κλείστηκε, ένα διάστημα, στη φυλακή. Από τότε άρ­χισε ο κλονισμός της υγείας του, με αποτέλεσμα να γράφει μετά το τέλος του πολέμου όλο και λιγότερο.

Ο Γεώργιος Βλάχος πέθανε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 1951, σε ηλικία 65 ετών. Την έκδοση της «Καθημερινής» συνέχισε με επιτυχία η μοναχοκόρη του Ελένη Βλάχου (1911-1995).

Υπήρξε ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους αρθρογράφους του καιρού του. Φωνή της αντιβενιζελικής και εν γένει της συντηρητικής παράταξης, διακρινόταν για τον άμεσο και μαχητικό του λόγο, αλλά και για τη ζωντάνια και χάρη του ύφους του, που διανθιζόταν με ωραίες εικόνες και πνευματώδεις αποστροφές. Υπέγραφε τα άρθρα του με τα αρχικά του Γ.Α.Β.

Είχε σε μεγάλη υπόληψη τη δημοσιογραφία και συχνά απέρριπτε προτάσεις για κάθοδό του στην πολιτική, ακόμη και όταν ήταν σίγουρη η εκλογή του. Στους συνομιλητές του έλεγε ότι προτιμούσε να τον εκλέγουν καθημερινά οι αναγνώστες με τη δραχμή τους, παρά άπαξ με την ψήφο τους.

Ο Γεώργιος Βλάχος εξέδωσε δύο βιβλία με κείμενά του: «Άρθρα του Πολέμου 1940-1941» (1945) και «Πολιτικά άρθρα» (1961).

 
Εντίθ Πιαφ, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Εντίθ Τζιοβάνα Γκασιόν, γαλλίδα τραγουδίστρια. (Γεν. 19/12/1915)

 

 

πηγη: www.sansimera.gr

 

 
 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου