Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 05 Οκτ 2018
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018
 
Ανατολή Ήλιου: 07:23 – Δύση Ήλιου: 19:03
  • Διεθνής Ημέρα κατά της Πoρνείας
  • Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών
  • Παγκόσμια Ημέρα Χαμόγελου
  • Γιορτάζουν:  Ερμογένης, Χαριτίνη

Σαν Σήμερα...

1912
Η Ελλάδα κηρύσσει τον πόλεμο κατά των Οθωμανών. Ο Ελληνικός Στρατός διαβαίνει τα σύνορα και εισέρχεται στο έδαφος της Μακεδονίας.

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος

Πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και της θνήσκουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τυπικά ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 με την κήρυξη πολέμου από το Μαυροβούνιο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ολοκληρώθηκε στις 17 Μαΐου 1913 με τη συνθήκη του Λονδίνου.

Αφορμή στάθηκε η πολιτική των Νεοτούρκων για τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση των προαναφερθέντων βαλκανικών κρατών, που συνέπηξαν συμμαχία με σειρά συμφωνιών, με στόχο τον διαμοιρασμό των εδαφών της στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912, με επιθετικές ενέργειες προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Την ίδια ημέρα, ο Βουλγαρικός Στρατός κινήθηκε προς την Ανατολική Θράκη και ο Σερβικός προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι.

Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού απώθησε τα τουρκικά τμήματα, κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το πολεμικό υλικό τους.

H IV Μεραρχία, αφού καταδίωξε τους Τούρκους το πρωί στις 10 Οκτωβρίου, εισήλθε το απόγευμα στα Σέρβια, ενώ τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου την Κοζάνη. Έτσι, η νίκη του Ελληνικού Στρατού στο Σαραντάπορο ενίσχυσε το ηθικό του και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων στη Μακεδονία.

Ελληνικό πεζικό στα Γιαννιτσά

Ακολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης. Μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την παράδοση της πόλης και του στρατού τους, που τον αποτελούσαν περίπου 26.000 άντρες, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 κτήνη. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), την Καστοριά (10 Νοεμβρίου) και την Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου).

Το Ελληνικό Ναυτικό, που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Βαλκανικής Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο Στόλος, με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων (απόμαχοι του Μακεδονικού Αγώνα) και αγήματα πεζοναυτών τη Χαλκιδική (26 Οκτωβρίου) και το ένα μετά το άλλο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς: Λήμνος και Θάσος (8 Οκτωβρίου), Ίμβρος, Τένεδος και Άγιος Ευστράτιος (18 Οκτωβρίου), Σαμοθράκη (19 Οκτωβρίου), Ψαρά (22 Οκτωβρίου), Λέσβος (7 Δεκεμβρίου), Χίος (21 Δεκεμβρίου), Σάμος (2 Μαρτίου 1913).

Με τις ιστορικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», το ελληνικό ναυτικό όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στις 18 Οκτωβρίου το τορπιλλοβόλο «Τ-11» ανατίναξε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέν», που απειλούσε με τα κανόνια του την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου το υποβρύχιο «Δελφίν» επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ», γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του ελληνικού ναυτικού ήταν η ποιοτική υπεροχή του έναντι του τουρκικού, η ναυτική παράδοση των πληρωμάτων του και η εμπνευσμένη ηγεσία του.

Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά το ελληνικό αεροπορικό σμήνος, που συνέβαλε σοβαρά στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Οι Έλληνες πιλότοι ανέλαβαν και εκτέλεσαν σημαντικές αποστολές αναγνώρισης, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Στις 24 Ιανουαρίου 1913, ελληνικό υδροπλάνο με πλήρωμα τον υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση και τον σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια, κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια, συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.

Στα μέτωπα των Συμμάχων, ο Σερβικός στρατός είχε καταλάβει στις αρχές Νοεμβρίου του 1912 μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής των Σκοπίων, φθάνοντας μέχρι το Μοναστήρι. Την ίδια περίοδο, ο Βουλγαρικός στρατός, ο μεγαλύτερος των Συμμάχων, είχε καταλάβει σχεδόν όλη την Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης (Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ανδριανούπολη).

Η θέση της Τουρκίας ήταν δυσχερής και μετά από μακρές συζητήσεις ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μετά την υπογραφή της ανακωχής, αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης. Εξαιτίας, όμως, της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912, χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.

Στο μέτωπο της Ηπείρου, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε περιορισμένες δυνάμεις. Ήταν, όμως, υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Γι’ αυτό και δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, γιατί το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.

Με την έναρξη του πολέμου, η αμυντική αποστολή του Στρατού Ηπείρου, που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, μεταβλήθηκε σε επιθετική. Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό και μετά από σύντομο αγώνα, κατέλαβαν την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου) και το Μέτσοβο (10 Νοεμβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν αρκετά ενισχυθεί με νέες, από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, κυρίως εξαιτίας αυτού, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε.

Η απόφαση της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν να απελευθερωθεί η Ήπειρος πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με μία μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια. Μετά, όμως, από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες (1-3 Δεκεμβρίου), οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρις ότου ο Στρατός Ηπείρου να ενισχυθεί και με άλλες μεραρχίες από τη Μακεδονία, καθότι είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 έως τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια την κατάληψη της οχυρωματικής γραμμής του Μπιζανίου, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις. Η τελική επίθεση, που εκδηλώθηκε στις 19 Φεβρουάριου, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων και την άνευ όρων παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουάριου 1913, από τον διοικητή της Εσσάτ Πασά. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό από τον ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής.

Μετά από αρκετές παλινωδίες και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής υπογράφηκε η οριστική ειρήνης στο Λονδίνο (17/30 Μαΐου 1913), με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπάσθηκαν τα ευρωπαϊκά της εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου - Μηδείας εκτός της Αλβανίας και εκχωρήθηκαν στους νικητές του πολέμου. Σε εκκρεμότητα παρέμεινε το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και του Αγίου Όρους. Στην Κρήτη, ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Δεν αποφασίστηκε η τύχη των Δωδεκανήσων, τα οποία κατείχαν οι Ιταλοί προσωρινά.

Η Συνθήκη του Λονδίνου δημοσιεύτηκε, αλλά δεν κυρώθηκε, εξαιτίας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, που εξερράγη μετά από λίγες ημέρες. Πάντως, το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, ολόκληρη τη Θεσσαλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου.

Γεγονότα

 


μ.Χ.
610
Ο έξαρχος της Αφρικής Ηράκλειος αναγορεύεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά την ανατροπή του διεφθαρμένου Φωκά.

1949
38 μέρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, συνέρχεται η 6η ολομέλεια του ΚΚΕ στο Μπουρέλι της Αλβανίας και αποφασίζει την επίσημη παύση του πυρός. Στα νέα καθήκοντα του κόμματος περιλαμβάνονται η ίδρυση ενός νόμιμου πλατιού αριστερού δημοκρατικού κόμματος και η έκδοση μιας αριστερής νόμιμης αθηναϊκής εφημερίδας.
1951
Το Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας, μετά από τριήμερη σφοδρή επίθεση, καταλαμβάνει το ύψωμα 313 (Σκοτς) κοντά στον ποταμό Ιμτζίν. Πρόκειται για την πλέον αιματηρή επιχείρησή του (πεσόντες 28, τραυματίες 87). (Πόλεμος της Κορέας)

Ο Πόλεμος της Κορέας

Μάχη στους δρόμους της Σεούλ

Μάχη στους δρόμους της Σεούλ

Η σύρραξη που έφερε αντιμέτωπα τα δύο κορεατικά κράτη από τον Ιούνιο του 1950 έως τον Ιούλιο του 1953 και αποτελεί ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα του Ψυχρού Πολέμου.

Στην μακραίωνη ιστορία της, η Χερσόνησος της Κορέας, που βρίσκεται ανατολικά της Κίνας και βορειοδυτικά της Ιαπωνίας, αποτέλεσε το μήλο της έριδας μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων δυνάμεων της περιοχής. Το 1895, η Κορέα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Κίνα, αλλά στις αρχές του 20ου αιώνα Ρωσία και Ιαπωνία ενεπλάκησαν σε ένα αιματηρό πόλεμο (Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος 1904-1905) για τη διεκδίκησή της. Οι Ιάπωνες επικράτησαν και με τη Συνθήκη του Πόρτσμουθ (5 Σεπτεμβρίου 1905) κατόρθωσαν να θέσουν υπό την κυριαρχία τους την Κορέα.

Η Συνδιάσκεψη της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945) αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ιστορία της χώρας. Σοβιετική Ένωση και ΗΠΑ ως σύμμαχοι και νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αποφάσισαν να αναλάβουν τις τύχες της Κορέας από την ηττημένη Ιαπωνία. Η χερσόνησος χωρίστηκε τεχνητά στον 38ο Παράλληλο και δημιουργήθηκαν δύο κράτη: Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας ή Βόρεια Κορέα με ηγέτη τον κομμουνιστή Κιμ Ιλ Σουνγκ και η Δημοκρατία της Κορέας ή Νότια Κορέα με επικεφαλής τον αυταρχικό δεξιό Σίνγκμαν Ρι.

Στην πορεία του χρόνου τα δύο κράτη, που εκπροσωπούσαν δύο διαφορετικούς κόσμους, επιζητούσαν την επανένωση της Κορέας το καθένα προς όφελός του. Η Σοβιετική Ένωση είχε καταστήσει πανίσχυρο τον βορεοκορεατικό στρατό με σύγχρονα άρματα μάχης και αεροπλάνα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν παραμελήσει σημαντικά τον στρατό των Νοτιοκορεατών.

Η Σύρραξη

Στις 4 π.μ. της 25ης Ιουνίου 1950 ο βορειοκορεατικός στρατός πέρασε τη μεθόριο του 38ου παραλλήλου από 11 σημεία, αιφνιδιάζοντας πλήρως Νοτιοκορεάτες και Αμερικανούς. Μέσα σε τρεις μέρες, τα στρατεύματα του Κιμ Ιλ Σουγκ είχαν καταλάβει τη Σεούλ και σχεδόν όλο το νοτιοκορεατικό έδαφος, με εξαίρεση την περιοχή γύρω από το λιμάνι του Πουσάν στα ανατολικά της χώρας.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επελήφθη αμέσως της υποθέσεως και διέταξε την κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση των δυνάμεων της Βόρειας Κορέας στον 38ο παράλληλο. Με αμερικανική παρέμβαση, κάλεσε τα κράτη - μέλη του Οργανισμού να στείλουν στρατιωτική βοήθεια στη Νότιο Κορέα. Η Σοβιετική Ένωση έχασε την ευκαιρία να θέσει βέτο, αφού εκείνη την περίοδο απείχε από τις εργασίες του Οργανισμού.

Δεκαπέντε κράτη ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΟΗΕ και έστειλαν δυνάμεις τους στη Νότιο Κορέα για την απόκρουση της «ερυθράς απειλής» (Ελλάδα, Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Κολομβία, Αιθιοπία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Νότιος Αφρική, Ταϊλάνδη, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ). Πέντε αρκέστηκαν στην παροχή ιατρικού και υγειονομικού υλικού (Δανία, Ιταλία, Σουηδία, Νορβηγία, Ινδία), ενώ η γειτονική Ιαπωνία παρείχε στρατιωτικές διευκολύνσεις στις αμερικανικές δυνάμεις, που στάθμευαν στο έδαφός της.

Το εκστρατευτικό σώμα της χώρας μας αποτελείτο από ένα τάγμα πεζικού αυξημένης δύναμης, ένα σμήνος μεταγωγικών αεροπλάνων και μικρά βοηθητικά κλιμάκια, συνολικής δύναμης 1263 ανδρών. Οι Αμερικανοί επενέβησαν πρώτοι με τις δυνάμεις τους που στάθμευαν στην Ιαπωνία. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο στρατηγός Ντάγκλας ΜακΆρθουρ.

Ο Πόλεμος της Κορέας χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους:

  • 25 Ιουνίου - 15 Σεπτεμβρίου 1950: Χαρακτηρίζεται από την Βορειοκορεατική προέλαση και τις ανασχετικές κινήσεις Νοτιοκορεατών και Αμερικανών.
  • 16 Σεπτεμβρίου - 25 Νοεμβρίου 1950: Στις 16 Σεπτεμβρίου 1950, οι Αμερικανοί αποβιβάζουν ένα ολόκληρο σώμα στρατού στο Ίντσον, στα νώτα των βορειοκορεατικών δυνάμεων και τις αποκόπτουν. Η Σεούλ επανακαταλαμβάνεται στις 26 Σεπτεμβρίου 1950 και επιτυγχάνεται η σύνδεση με τις δυνάμεις του Πουσάν. Γρήγορα, οι Βορειοκορεάτες υποχωρούν στον 38ο παράλληλο. Οι Αμερικανοί τους καταδιώκουν και εισέρχονται στο έδαφός τους, με στόχο τώρα την επανένωση της Κορέας προς όφελός τους. Ο Μακάρθουρ είχε εντολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν να μην επιχειρήσει κατά της γειτονικής Κίνας και να παραμείνει αυστηρά εντός του κορεατικού εδάφους.
  • 26 Νοεμβρίου 1950 - 10 Ιανουαρίου 1951: Στον πόλεμο μπαίνουν και οι Κινέζοι, που ενισχύουν με 189.000 άνδρες τον Βορειοκορεατικό Στρατό. Εξοντώνουν μια αμερικανική μεραρχία και αναγκάζουν τους Αμερικανούς να αποτραβηχτούν στον 38ο παράλληλο. Η επιμονή του Μακάρθουρ να μεταφέρει τον πόλεμο στην Κίνα προκαλεί την αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ και την αντικατάστασή του από τον στρατηγό Ρίτζγουεϊ τον Απρίλιο του 1951. Από τις αρχές του 1951 αρχίζει να επιχειρεί και το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα.
  • Απρίλιος 1951 - 27 Ιουλίου 1953: Έπειτα από πέντε μηνών σκληρές μάχες, το μέτωπο σταθεροποιείται στον 38ο παράλληλο, γεγονός που επέτρεψε στην έναρξη διαπραγματεύσεων ειρήνευσης και την υπογραφή ανακωχής στις 27 Ιουλίου 1953.

Οι συνολικές απώλειες και των δύο στρατοπέδων έφθασαν τα 2 εκατομμύρια ψυχές, ενώ κάποιοι αναλυτές τις ανεβάζουν σε 4 εκατομμύρια. Στο πεδίο της μάχης έχασαν τη ζωή τους περίπου 100.000 άνδρες των Νοτιοκορεατών και των Συμμάχων τους και 280.000 τραυματίστηκαν, ενώ για τους Βορειοκορεάτες και τους Συμμάχους τους οι νεκροί ξεπέρασαν τους 400.000 και οι τραυματίες τους 486.000. Το ελληνικό εκστρα- τευτικό σώμα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, με 187 νεκρούς και 614 τραυματίες.

Παρά τη μεγάλη της διάρκεια και τις ισχυρές δυνάμεις που ενεπλάκησαν, η σύρραξη αυτή, που έγινε σε μια περίοδο κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου, είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας «περιορισμένης σύρραξης». Στην πραγματικότητα ήταν μια έμμεση αναμέτρηση Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ. Ο Πόλεμος της Κορέας θεωρητικά δεν έχει λήξει μέχρι τις μέρες μας, καθώς δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης. Οι αμερικανικές δυνάμεις παραμένουν κατά χιλιάδες στη Νότιο Κορέα, κυρίως στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη του 38ου παραλλήλου.

1959
Την τελευταία του πνοή αφήνει ο ποδοσφαιριστής του Εθνικού Πειραιά Θοδωρής Ιωάννου, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε συγκρουστεί με τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού, Μιχάλη Βουτσαρά, σε φιλικό παιγνίδι μεταξύ των δύο ομάδων.
1962
Οι Beatles κυκλοφορούν το πρώτο τους τραγούδι «Love Me Do».

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
1713
Ντενί Ντιντερό, γάλλος εγκυκλοπαιδιστής, απ’ τους κυριότερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. (Θαν. 31/7/1784)

1936
Βάτσλαβ Χάβελ, θεατρικός συγγραφέας και πρώην πρόεδρος της Τσεχίας. (Θαν. 18/12/2011)
1951
Μπομπ Γκέλντοφ, ιρλανδός τραγουδοποιός (The Boomtown Rats), συγγραφέας, ηθοποιός και πολιτικός ακτιβιστής (Live Aid).

Θάνατοι

 


μ.Χ.
1850
Λογγίνος Χέυδεν, ολλανδικής καταγωγής ρώσος ναύαρχος. Ήταν ο διοικητής της ρωσικής ναυτικής μοίρας στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. (Γεν. 6/9/1772)

Λογγίνος Χέυδεν
1772 – 1850

Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής, γνωστός στη χώρας μας από τη συμμετοχή του στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου ως αρχηγός της ρωσικής ναυτικής μοίρας.

Ο Λογγίνος Χέυδεν - Λόντεβαϊκ Σίχισμουντ Βίνσεντ Χούσταφ φαν Χέιντεν (Lodewijk Sigismund Vincent Gustaaf van Heiden) στα ολλανδικά και Λόγκιν Πετρόβιτς Γκίντεν (Ло́гин Петро́вич Ге́йден) στα ρώσικα - γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1772 στο Ζαντλάρεν της Βόρειας Ολλανδίας από οικογένεια ευγενών. Νεώτατος κατατάχθηκε στο ολλανδικό ναυτικό και διακρίθηκε στη δίωξη της πειρατείας στη Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό.

Το 1795, όταν κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων ο γαλλικός στρατός εισέβαλε στην Ολλανδία, επέστρεψε στη χώρα του και αγωνίστηκε στο πλευρό του γενικού κυβερνήτη της Ολλανδικής Δημοκρατίας, Γουλιέλμου Ε', τον οποίο βοήθησε να καταφύγει στην Αγγλία. Μετά την επιστροφή του, ο Χέυδεν φυλακίστηκε ως αντιδραστικός από τις γαλλικές αρχές, κατόρθωσε όμως να δραπετεύσει και κατέφυγε στη Ρωσία, όπου το 1810 πολιτογραφήθηκε Ρώσος.

Έλαβε μέρος στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα και το 1817 ο τσάρος Αλέξανδρος Α' τον προήγαγε σε ναύαρχο. Μετά τη συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827, με την οποία οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ζητούσαν άμεση ανακωχή μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των επαναστατημένων Ελλήνων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη διαπραγματεύσεων, ναυτικές μοίρες των χωρών αυτών διατάχθηκαν να πλεύσουν στις ελληνικές θάλασσες για να επιτηρήσουν την εφαρμογή των όρων της συνθήκης.

Ο Χέυδεν έφυγε με τη ναυαρχίδα «Αζόφ» από το λιμάνι της Κρονστάνδης με άλλα επτά πολεμικά πλοία κι έφτασε στις αρχές Οκτωβρίου στο Ναυαρίνο, όπου βρίσκονταν οι Κόδριγκτον και Δεριγνύ, επικεφαλής των ναυτικών μοιρών της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι τρεις ναύαρχοι, μετά τις παρασπονδίες του Iμπραήμ και την παρελκυστική τακτική του, επισήμαναν με διακοίνωσή τους τις συνέπειες των ενεργειών του και αποφάσισαν να δράσουν, υποχρεώνοντάς τον να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των χωρών τους. Ο Χέυδεν έπεισε τους άλλους ναυάρχους να πλεύσουν στο λιμάνι του Ναβαρίνου και στη ναυμαχία που ακολούθησε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατατροπώθηκε (8 Οκτωβρίου 1827), ανοίγοντας το δρόμο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Ο Χέυδεν παρέμεινε στην Ελλάδα και μετά την άφιξη του Καποδίστρια, με τον οποίο συνεργάστηκε και τον βοήθησε στην προσπάθειά του για την καταστολή της πειρατείας στο Αιγαίο. Στη Ρωσία, όπου επέστρεψε το 1831, διορίστηκε υπασπιστής του τσάρου Νικολάου Α'. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε για τελευταία φορά τη γενέθλια χώρα του Ολλανδία, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον βασιλιά Γουλιέλμο Α'.

Ο Λογγίνος Χέυδεν πέθανε στο Ρεβάλ (νυν Ταλίν Εσθονίας) στις 5 Οκτωβρίου 1850, σε ηλικία 78 ετών.

Σχετικά

  • Οδούς προς τιμήν του ναυάρχου Χέυδεν συναντάμε στην Αθήνα, στο Περιστέρι Αττικής, στα Νέα Λιόσια Αττικής, στην Ηλιούπολη Αττικής, στον Πειραιά, στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, στις Νέες Παγασές Βόλου και το Βασιλικό Ευβοίας.

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου

Μετά την πτώση της Ακρόπολης (24 Μαΐου 1827) η Επανάσταση του '21 έπνεε τα λοίσθια. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχε κατασταλεί και μόνο στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου παρέμενε ζωντανή. Κι εκεί, όμως, απειλείτο από τον Ιμπραήμ, που σκόπευε να εκστρατεύσει κατά του Ναυπλίου και της Ύδρας.

Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση και άρχισε να διάκειται ευμενώς προς την Επανάσταση. Συνέβαλε σε αυτό και ο νέος Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Γεώργιος Κάνινγκ, που έδωσε μια πιο φιλελεύθερη τροπή στην εξωτερική πολιτική της Γηραιάς Αλβιόνας. Έτσι, στις 24 Ιουνίου 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, ιδρυόταν ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Στη Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος υπήρχε κι ένα μυστικό άρθρο, που προέβλεπε την επέμβαση των τριών δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης.

Προς τούτο, ο αγγλικός στόλος υπό τον αντιναύαρχο Κόδριγκτον, ο γαλλικός υπό τον υποναύαρχο Δεριγνύ και ο ρωσικός υπό τον υποναύαρχο Χέυδεν, κατέπλευσαν στην Πελοπόννησο για να επιβάλουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η ελληνική πλευρά δέχτηκε με προθυμία την πρόταση των τριών Συμμάχων, ενώ ο Σουλτάνος δυσανασχέτησε και απέκρουσε οποιαδήποτε επέμβαση στην επικράτειά του.

Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, υπό τους Ταχίρ Πασά, Μουχαρέμ Μπέη και Μουσταφά Μπέη, πρόλαβε να προσορμισθεί στη λιμνοθάλασσα του Ναβαρίνου (σημερινή Πύλος), προτού προλάβει ο Δεριγνύ να τον εμποδίσει. Στόχος, τώρα, των τριών ναυάρχων ήταν να παρεμποδίσουν τη μεταφορά αιγυπτιακών στρατευμάτων σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 ο Κόδριγκτον, που είχε το γενικό πρόσταγμα, διαμήνυσε στον Ιμπραήμ ότι ο στόλος του βρισκόταν εκεί για να επιβάλει ανακωχή και τον προειδοποίησε ότι τυχόν άρνησή του θα τον υποχρέωνε να την επιβάλει δια της βίας.

Ο Ιμπραήμ, που συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, πήρε μάλλον αψήφιστα την απειλή του Κόδριγκτον και τις επόμενες μέρες δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου εξήλθαν από το Ναβαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και αναγκάσθηκαν να προσορμιστούν και πάλι στο Ναβαρίνο.

Οι παρασπονδίες του Ιμπραήμ ανάγκασαν τους τρεις ναυάρχους να αλλάξουν γραμμή πλεύσης. Αποφάσισαν τα πλοία τους να εισπλεύσουν στον κόλπο του Ναβαρίνου για να επιτηρούν αποτελεσματικότερα τις κινήσεις του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που τον αποτελούσαν συνολικά 89 σκάφη και 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 αυστριακά. Η συμμαχική δύναμη ήταν αριθμητικά πολύ μικρότερη. Αποτελείτο από 12 βρετανικά πλοία με επικεφαλής τη ναυαρχίδα Ασία, 7 γαλλικά με ναυαρχίδα τη φρεγάτα Σειρήνα και 8 ρωσικά με ναυαρχίδα το πλοίο Αζόφ.

Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναβαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα Ασία. Ο Κόδριγκτον ήλπιζε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα έσπευδε να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ανακωχή. Αντί απάντησης, οι Αιγύπτιοι πέρασαν στη δράση και άρχισαν τους πυροβολισμούς κατά της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο έλληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. Ταυτόχρονα, εκανονιοβολούντο η αγγλική και η γαλλική ναυαρχίδα.

Ο Κόδριγκτον, μη έχοντας άλλη λύση, έδωσε το παράγγελμα της επίθεσης. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας (το νησάκι που σχεδόν φράζει τον κόλπο του Ναβαρίνου), η ναυμαχία αμέσως έκλινε υπέρ του συμμαχικού στόλου, που είχε μεγαλύτερη δύναμη πυρός. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Οι Σύμμαχοι έχασαν 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.

Η είδηση για τη ναυμαχία έτυχε διαφορετικής υποδοχής στις πρωτεύουσες των δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση. Στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός δούκας του Ουέλινγκτον χαρακτήρισε τη ναυμαχία «ατυχές και απαίσιο γεγονός», ενώ μία μερίδα πολιτικών υποστήριξε ότι ο Κόδριγκτον έπρεπε να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο για ανυπακοή, επειδή δεν είχε εντολή να δράσει. Αντίθετα, στο Παρίσι και τη Μόσχα η είδηση προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Ο εμπνευστής της Ιεράς Συμμαχίας και μέγας εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης πρίγκηπας Μέτερνιχ χαρακτήρισε την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ως «αρχή της βασιλείας του χάους».

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας, παρά τη συνεχιζόμενη σφοδρή άρνηση του Σουλτάνου. Οι τρεις δυνάμεις επέβαλαν τελικά τη θέλησή τους και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1829 που δόθηκε η τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας, το ελληνικό κράτος είχε σχηματισθεί με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού.

1885
Λύσανδρος Καυταντζόγλου, έλληνας αρχιτέκτονας και εθνικός ευεργέτης. (Γεν. 1811)
2011
Στίβεν Πολ Τζομπς, αμερικανός επιχειρηματίας, συνιδρυτής με τον Στιβ Βόσνιακ της Apple Computer. (Γεν. 24/2/1955)

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου