Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 25 Οκτ 2018
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018
 
Ανατολή Ήλιου: 07:42 – Δύση Ήλιου: 18:35
  • Ευρωπαϊκή Ημέρα Πολιτικής Δικαιοσύνης
  • Παγκόσμια Ημέρα Ζυμαρικών
  • Γιορτάζουν:  Ταβιθά, Χρυσάφιος, Χρυσαφία

Σαν Σήμερα...

 

 
Αρχίζει η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή. Στο πλευρό των Οθωμανών βρίσκονται και οι έλληνες οπλαρχηγοί Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Ίσκος, Ράγκος και Βαλτινός.

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου

Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα για τους έλληνες επαναστάτες (4 Ιουλίου 1822), ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής, επικεφαλής 11.000 ανδρών, κατήλθαν χωρίς αντίσταση στην κοιλάδα του Μεσολογγίου, την οποία απέκλεισαν από ξηράς (25 Οκτωβρίου). Μαζί τους βρέθηκαν και οι οπλαρχηγοί Βάλτου και Ξηρομέρου, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γιαννάκης Ράγκος, Γώγος Μπακόλας, Γεωργάκης Βαλτινός και Ανδρέας Ίσκος, που είχαν δηλώσει υποταγή στους δύο πασάδες. Ο Γιουσούφ Πασάς με τον στόλο του συμπλήρωνε τον αποκλεισμό της πόλης από τη θάλασσα. Το Μεσολόγγι εκείνα τα χρόνια ήταν το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας (σημερινής Δυτικής Στερεάς Ελλάδας).
 

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης με τα λείψανα του εκστρατευτικού σώματος του Πέτα ανέλαβαν την υπεράσπιση της πόλης. Το Μεσολόγγι ήταν ευπρόσβλητο από ξηράς και προστατευόταν από ένα χαμηλό περιτείχισμα κατασκευασμένο στις αρχές της Επανάστασης. Η δύναμη των πολεμιστών δεν υπερέβαινε τους 700 άνδρες, ενώ χρειάζονταν τουλάχιστον επταπλάσιοι υπερασπιστές. Στους προμαχώνες δεν υπήρχαν παρά μόνο 14 πυροβόλα. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα μόλις έφθαναν για ένα μήνα. Η θέση των πολιορκουμένων ήταν απελπιστική.

Στο στρατόπεδο των πολιορκητών υπήρχε διχογνωμία για το σχέδιο ενεργειών. Ο Κιουταχής και ο Γιουσούφ υποστήριζαν την άμεση κατάληψη του Μεσολογγίου με έφοδο. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν της γνώμης να το καταλάβουν δια συμβιβασμού, προκειμένου να διατηρηθεί η πόλη αλώβητη για τις ανάγκες του στρατού, μετά την ερήμωση της Αιτωλοακαρνανίας.

Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Ομέρ. Οι πολιορκούμενοι εξέλαβαν ως θείο δώρο την εξέλιξη αυτή. Άρχισαν ατέρμονες συζητήσεις περί συμβιβασμού, αναμένοντας τη βοήθεια που είχαν ζητήσει από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Πράγματι, στα μέσα Νοεμβρίου στολίσκος από 11 πλοία υπό τον Ανδρέα Μιαούλη διέσπασε τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Αποβίβασε 1000 άνδρες υπό τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη και Κανέλλο Δεληγιάννη και προμήθευσε με τροφές και πολεμοφόδια τους υπερασπιστές του. Τότε, οι πολιορκούμενοι διαμήνυσαν στους Τούρκους πασάδες, ότι αν θέλουν το Μεσολόγγι να έλθουν να το πάρουν.

Η κατάσταση στο στρατόπεδο των πολιορκητών δεν ήταν καλύτερη από αυτή τον πολιορκουμένων. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα άρχισαν να ελαττώνονται και οι προμήθειες νέων κατέστησαν δυσχερείς. Έτσι, οι πασάδες αποφάσισαν έφοδο, αφού είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος με τις διαπραγματεύσεις. Η επίθεση προγραμματίστηκε για τη νύχτα της 24ης προς 25η Δεκεμβρίου, με την ελπίδα ότι οι μαχητές θα εγκατέλειπαν τους προμαχώνες και θα πήγαιναν στις εκκλησιές για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Όμως, το σχέδιο της επίθεσης είχε διαρρεύσει στους μαχητές του Μεσολογγίου από τον ελληνικής καταγωγής γραμματικό του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, κι έτσι η φρουρά παρέμεινε στις θέσεις της πανέτοιμη για την επίθεση.

Κατά την έφοδο, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία και οι δύο πασάδες αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου 1822, επειδή κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι έφθανε εναντίον τους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους στην Ήπειρο, νέα δοκιμασία περίμενε τους καταπονημένους Οθωμανούς. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τον πλημμυρισμένο Αχελώο, πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Τα υπολείμματα των δυνάμεων του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη έφθασαν σε κακή κατάσταση στις 21 Φεβρουαρίου 1823 στο Κραβασσαρά (σημερινή Αμφιλοχία) και στη συνέχεια πέρασαν με πλοία στην Πρέβεζα.

Η καταστροφή του οθωμανικού στρατού προκάλεσε την αποτυχία της εκστρατείας των δύο πασάδων κατά της Δυτικής Ελλάδας. Η επιτυχία των Ελλήνων έγινε μεγαλύτερη, καθώς μετά την αναχώρηση των Οθωμανών από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους επαναστάτες οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Γεωργάκης Βαλτινός, που είχαν προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με νωπά τα γεγονότα στο μυαλό του, αναφέρεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφική διάβαση του Αχελώου από τους Τούρκους στο ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», που έγραψε το Μάιο του 1823 (στροφές 88-121).

 

Γεγονότα

 
μ.Χ.
 
 
 
Η ανακριτική επιτροπή υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο παραπέμπει με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας τον πρώην αρχιστράτηγο της Στρατιάς της Μικράς Ασίας Γεώργιο Χατζηανέστη, τους πολιτικούς Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Θεοτόκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, τον υποστράτηγο ε.α. Ξενοφώντα Στρατηγό και τον υποναύαρχο ε.α. Μιχαήλ Γούδα.

Η Δίκη των Έξι

Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.

 

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».

Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.

Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 - 1922:

  • Δημήτριος Γούναρης (59 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
  • Νικόλαος Στράτος (50 ετών, πρώην Πρωθυπουργός )
  • Νικόλαος Θεοτόκης (44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
  • Γεώργιος Μπαλτατζής (56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
  • Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (53 ετών, Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη)
  • Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (54 ετών, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη)
  • Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης)

Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο.

Η απολογία Χατζηανέστη

Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο του Αλέξανδρου Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).

Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.

Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.

Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:

Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.

Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Ο ίδιος είχε αποσυρθεί της πολιτικής και ευρίσκετο στο εξωτερικό μη αναμιγνυόμενος, όπως έλεγε, στις κυβερνητικές υποθέσεις. Ένα τηλεγράφημά του προς την κυβέρνηση για τις δυσμενείς επιπτώσεις της εκτέλεσης έφθασε την επομένη (16 Νοεμβρίου).

Η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».

Η Επανάληψη της Δίκης

Στις 20 Ιανουαρίου 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μία επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932.

Στην επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος:

Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον.

Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων.

Στις 19 Νοεμβρίου 2009 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνελθών σε συμβούλιο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του αιτούντος με ψήφους 3 έναντι 2 και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την οριστική απόφαση (1533/2009). Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών και με εισήγηση του αντεισαγγελέα του δικαστηρίου Αθανασίου Κονταξή έκρινε ότι εσφαλμένα παραπέμφθηκε ενώπιόν της από το Ποινικό Τμήμα το ζήτημα της επανάληψης της «δίκης των έξι» και ότι κατά συνέπεια αναβιώνει η απόφαση 1533/2009 του Ζ' Ποινικού Τμήματος.

Στις 12 Μαΐου 2010 συνήλθε σε συμβούλιο το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό νέα σύνθεση, για να συμπληρώσει την απόφαση 1533/2009 και να διατυπώσει το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στη δίκη παρενέβη με δήλωση πολιτικής αγωγής η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, που εκπροσωπεί 185 σωματεία και πλέον των 300.000 απογόνων των προσφύγων του 1922, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, επειδή οι έξι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά 3.000 χρόνια παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η παράσταση πολιτικής αγωγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο.

Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

 
 

Δημήτριος Γούναρης
1867 – 1922

Αχαιός πολιτικός, που ηγήθηκε της αντιβενιζελικής παράταξης και διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (1915, 1921 - 1922). Ήταν ένας από τους «Έξι» που εκτελέστηκαν στο Γουδή, ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.

 

Ο Δημήτριος Γούναρης γεννήθηκε στην Πάτρα στις 5 Ιανουαρίου 1867. Γονείς του ήταν ο σταφιδέμπορος Παναγιώτης Γούναρης με καταγωγή από το Άργος και η Μαρία Αλεξοπούλου. Το ζεύγος Γούναρη είχε αποκτήσει και δύο θυγατέρες την Αμαλία και την Ιουλία. Φιλομαθής από νεαρή ηλικία, γνώριζε ήδη δύο γλώσσες (γαλλικά και γερμανικά), όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Πατρών το 1884.

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τελείωσε με άριστα το 1889 και κατόπιν αναγορεύτηκε διδάκτορας του Δικαίου. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Λειψίας, Χαϊδελβέργης, Γοτίγγης και Μονάχου. Παρακολούθησε, επίσης, παραδόσεις κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών στο Παρίσι και στο Λονδίνο.

Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του πατέρα του τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1892 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους της πόλης, εντυπωσιάζοντας με την ευρύτατη νομική του κατάρτιση, την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση και τη ρητορική του δεινότητα.

Παρά την αλματώδη επαγγελματική του ανέλιξη, παρέμεινε απλός, προσηνής και ταπεινός. Απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις και τα «γλέντια», μένοντας άυπνος μέχρι αργά τη νύχτα, παρέα με τα βιβλία του και λίγους εκλεκτούς φίλους. Δεν του άρεσε το ποτό και το καλό φαΐ, καθώς ήταν μάλλον χορτοφάγος. Η μόνη κατάχρηση που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το κάπνισμα. Στο σπίτι του, που ήταν γεμάτο βιβλία, δέσποζαν τα πορτρέτα του Μπίσμαρκ και του Τρικούπη.

Για πρώτη φορά αναμίχθηκε στην πολιτική το 1902, όταν εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Πατρών στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου. Στους λόγους του στη Βουλή, αναφορικά με το σταφιδικό ζήτημα, έπαιρνε πάντα το μέρος των σταφιδεμπόρων, ενώ σε άλλες αγορεύσεις του υποστήριξε ότι ο λαός οφείλει αγόγγυστα να πληρώνει τους φόρους. Οι θέσεις του αυτές τον αποξένωσαν από τις λαϊκές μάζας, με συνέπεια να μην εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου 1905.

Δ. Γούναρης - Γ. Μπαλτατζής

Εξελέγη, όμως, στις επόμενες εκλογές (20 Μαρτίου 1906), ως επικεφαλής του Θεοτοκικού συνδυασμού της Πάτρας. Λίγο μετά την εκλογή του, πήρε μέρος στη σύμπηξη ανεξάρτητης ομάδας με τους Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Xαράλαμπο Βοζίκη, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, Απόστολο Αλεξανδρή και Στέφανο Δραγούμη. Τα μέλη αυτής της ομάδας αποκλήθηκαν «Ιάπωνες» από τον δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος παρομοίωσε τη μαχητικότητα που επεδείκνυαν στη Βουλή με την ορμητικότητα των ιαπώνων στρατιωτών κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905).

Στις 21 Ιουνίου 1908, ο Γούναρης αποχώρησε από την ομάδα των «Ιαπώνων», αποδεχόμενος την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη, την οποία τόσο είχε πολεμήσει. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε οριστικά τη δικηγορία κι έκλεισε το γραφείο του στην Πάτρα. Στις 16 Φεβρουάριου 1909 παραιτήθηκε, επειδή η Βουλή ανέβαλε τη συζήτηση των οικονομικών νομοσχεδίων του, χωρίς όμως και ν’ αποχωρήσει από το Θεοτοκικό Κόμμα.

Μετά την Επανάσταση στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909), ο Γούναρης ηγήθηκε του παλαιού πολιτικού κόσμου, μολονότι εξακολούθησε να διατηρεί κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 προτίμησε να απόσχει, μαζί με τα παλαιά κόμματα. Στις εκλογές όμως της 11ης Μαρτίου 1912, στις οποίες μετείχαν τα παλαιά κόμματα, πήρε μέρος ως ανεξάρτητος και κατόρθωσε να εκλεγεί και πάλι βουλευτής Πατρών.

Στις 21 Φεβρουάριου 1915, εκδηλώθηκε η διαφωνία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, που οδήγησε στον «Εθνικό Διχασμό». Ο Βενιζέλος, θερμός φίλος της Αντάντ, υποστήριζε ανεπιφύλακτα την έξοδο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, ενώ ο Γούναρης επέμενε στη διατήρηση της ουδετερότητας, η οποία, ουσιαστικά, εξυπηρετούσε τους Γερμανούς. Αποτέλεσμα της διαφωνίας αυτής ήταν η παραίτηση του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία.

Τότε, ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση (24 Φεβρουάριου 1915), κρατώντας ο ίδιος και το υπουργείο Στρατιωτικών. Αφού ίδρυσε δικό του κόμμα («Κόμμα των Εθνικοφρόνων»), προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαΐου 1915, κατά τις οποίες ηττήθηκε. Δεν παραιτήθηκε, όμως, αμέσως. Με πρόσχημα την ασθένεια του βασιλιά Κωνσταντίνου, η σύγκληση της νέας Βουλής αναβλήθηκε για τις 3 Αυγούστου 1915 και η παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη υποβλήθηκε την επομένη, στις 4 Αυγούστου.

Την ίδια αμέσως ημέρα σχημάτισε κυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος κι άρχισε πολεμικές προετοιμασίες, προσέκρουσε όμως στην άρνηση του βασιλιά να δεχθεί την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα και γρήγορα παραιτήθηκε (23 Σεπτεμβρίου 1915). Την επομένη της παραίτησής του σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ο Γούναρης ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο διατήρησε και στην επόμενη κυβέρνηση, που σχημάτισε ο Στέφανος Σκουλούδης (25 Οκτωβρίου 1915).

Στις 6 Δεκεμβρίου 1915 έγιναν και πάλι εκλογές, κατά τις οποίες ο Βενιζέλος τήρησε αποχή και οι «Εθνικόφρονες» του Γούναρη πλειοψήφησαν. Ως αρχηγός της πλειοψηφίας, ο Γούναρης δεν ανέλαβε την πρωθυπουργία κι εξακολούθησε να κρατάει ουδετερόφιλη στάση σε όλες τις μετέπειτα βραχύβιες κυβερνήσεις. Με την έκρηξη του κινήματος της Θεσσαλονίκης (16 Αυγούστου 1916) και την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (29 Μαΐου 1917), ο Γούναρης, σύμφωνα με αξίωση των Συμμάχων, παραδόθηκε στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές (7 Ιουνίου 1917) και μεταφέρθηκε στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε στις 24 Νοεμβρίου 1918 και κατέφυγε στη Σιένα της Ιταλίας.

Ο Δ. Γούναρης στη Μικρά Ασία, Ιούνιος 1921

Επανήλθε στην Ελλάδα τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, μετονόμασε το κόμμα του σε «Λαϊκό» και κέρδισε τις εκλογές, υποσχόμενος κατάπαυση των επιχειρήσεων στο Μικρασιατικό μέτωπο. Δεν σχημάτισε, όμως, κυβέρνηση ο ίδιος, αλλά ο Δημήτριος Ράλλης (4 Νοεμβρίου 1920). Αρκέσθηκε στην ανάληψη του Υπουργείου Στρατιωτικών, όπως και στην κατοπινή κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου.

Στις 26 Μαρτίου 1921 ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση της χώρας, όταν η Μικρασιατική Εκστρατεία άρχισε να λαμβάνει δυσάρεστη τροπή για τα ελληνικά όπλα. Ο τουρκικός στρατός, υπό την ηγεσία του Κεμάλ, είχε ανασυνταχθεί. Η Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη και οι Σύμμαχοι δυσπιστούσαν σ’ αυτόν. Υποχρεωμένος από τα πράγματα να τηρήσει φιλοσυμμαχική στάση, υποσχέθηκε συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία. Κάλεσε στα όπλα νέες ηλικίες και το καλοκαίρι τού 1921 ο ελληνικός στρατός διενήργησε ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά απέτυχαν. Οι Σύμμαχοι, τότε, προσεταιρίστηκαν οριστικά πια τον Κεμάλ. Όταν και η προσπάθειά του να συνάψει εξωτερικό δάνειο απέτυχε επίσης, ο Γούναρης κατέφυγε σε εσωτερικό δάνειο, με διχοτόμηση του νομίσματος (25 Μαρτίου 1922). Όλες του οι προσπάθειες εξάλλου για πολιτική λύση του Μικρασιατικού σημείωναν την ίδια αποτυχία και, τέλος, στις 3 Μαΐου 1922 αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα (11 Σεπτεμβρίου 1922), και ο Γούναρης συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ασθένησε και μεταφέρθηκε σε κλινική. Μετά την έκδοση της απόφασης του έκτακτου στρατοδικείου, με την οποία αυτός και οι πέντε συγκατηγορούμενοί του (Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, και Γεώργιος Χατζανέστης) καταδικάστηκαν σε θάνατο, μεταφέρθηκε από την κλινική, όπου νοσηλευόταν, στις φυλακές Αβέρωφ. Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 οι «6» εκτελέστηκαν με τυφεκισμό στο Γουδή.

Σχετικά

  • Ανιψιός του Δημητρίου Γούναρη ήταν ο λόγιος και πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986), γιος της αδελφής του Αμαλίας.
  • Το Κόμμα των Εθνικοφρόνων, που ίδρυσε το 1913 ο Γούναρης και το 1920 το μετονόμασε σε Λαϊκό Κόμμα, είναι το πρώτο μαζικό κόμμα αρχών της Δεξιάς στην Ελλάδα. Διάδοχοί του θεωρούνται ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου, η Ε.Ρ.Ε. και η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
 
 
 

Γεώργιος Χατζανέστης
1863 – 1922

Έλληνας στρατιωτικός, που διετέλεσε αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας κατά την τελευταία φάση του Μικρασιατικού Πολέμου. Δικάστηκε και εκτελέστηκε στο Γουδή, ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής.

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1863 και ήταν γιος του Νικολάου Χατσόπουλου - Χατζανέστη, που διατέλεσε νομάρχης Αττικής και της Μαρίας Πιτσιπίου. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1884, ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού και τα επόμενα χρόνια συμπλήρωσε τις στρατιωτικές σπουδές σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Πυροβολικού του Γούλιτς. 'Ελαβε μέρος στην Γαλλική Χαρτογραφική Αποστολή στην Αλγερία και το 1893 υπηρέτησε στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ελλάδας.

Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διετέλεσε για μικρό διάστημα επιτελάρχης της 3ης Ταξιαρχίας του Σμολένσκη και στην συνέχεια διοικητής της 2ης Ορειβατικής Πυροβολαρχίας. Το 1904 εντάχθηκε στο νεοσύστατο Σώμα των Γενικών Επιτελών, αλλά το 1909, μετά το Κίνημα στο Γουδή, παραιτήθηκε από την στρατιωτική υπηρεσία. Ανακλήθηκε στο στράτευμα το 1912 και με τον βαθμό του έφεδρου ταγματάρχη υπηρέτησε στα επιτελεία της 5ης και 6ης Μεραρχίας, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους με ειδικό νόμο επανήλθε στις τάξεις του στρατεύματος και με τον βαθμό του Συνταγματάρχη τοποθετήθηκε Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1913. Κατά την επιστράτευση του 1915, ανέλαβε την διοίκηση της 5ης Μεραρχίας, όπου επέδειξε υπερβολική αυστηρότητα στους υφισταμένους του με αποτέλεσμα να στασιάσουν μονάδες του σχηματισμού του. Μετατέθηκε στην διοίκηση της 15ης Μεραρχίας, αλλά δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του. Ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.

Το 1921 ανακλήθηκε στην υπηρεσία και τον Απρίλιο του 1922 του ανατέθηκε η διοίκηση της Στρατιάς της Θράκης. Τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας με τον βαθμό του αντιστρατήγου και στις 23 Μαΐου έφθασε στην Σμύρνη. Έχοντας αντιληφθεί τα μειονεκτήματα της εκτεταμένης διάταξης που είχαν οι δυνάμεις του επιχείρησε να προπαρασκευάσει την σύμπτυξή τους σε στενότερο μέτωπο, αλλά η επελθούσα τουρκική επίθεση του Αυγούστου ανέτρεψε τα σχέδιά του. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της τουρκικής επίθεσης, καθηλώθηκε στην Σμύρνη και δεν μπόρεσε ουσιαστικά να ασκήσει την διοίκηση της Στρατιάς. Στις 24 Αυγούστου 1922, παρέδωσε την αρχιστρατηγία στον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο.

Η ανάθεση στον Χατζανέστη της αρχηγίας της Στρατιάς προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους των αξιωματικών. Ο αρχιστράτηγος αν και μορφωμένος αξιωματικός δεν είχε καμία πολεμική πείρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σύμφωνα με τους επικριτές του. Ιδιόρρυθμος στην συμπεριφορά του και λάτρης της αυστηρής πειθαρχίας στα όρια της μονομανίας είχε ελάχιστες συμπάθειες στο στράτευμα και δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του στρατού απέναντι στην ηγεσία του.

Μετά το κίνημα Πλαστήρα, συνελήφθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 και οδηγήθηκε σε δίκη («Δίκη των Εξ»). Καταδικάσθηκε σε θάνατο στις 15 Νοεμβρίου 1922 και εκτελέστηκε αυθημερόν δια τυφεκισμού στο Γουδή.

 

Νικόλαος Στράτος
1872 – 1922

Ο νομομαθής και πολιτικός Νικόλαος Στράτος διετέλεσε πρόεδρος της Β’ Αναθεωρητικής Βουλής το 1911 και πρωθυπουργός για λίγες ημέρες το 1922, κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Δικάστηκε και εκτελέστηκε στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922, ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής.

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1872 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Αιτωλοακαρνανίας. Ο παππούς του Νικόλαος Στράτος είχε λάβει μέρος στην Επανάσταση του 1821, ενώ επί Καποδίστρια είχε διατελέσει στρατηγός και επί Όθωνα γερουσιαστής. Ο πατέρας του Ανδρέας Στράτος (1834-1915) ήταν υποστράτηγος και βουλευτής στην Αιτωλοακαρνανία.

Ο Νικόλαος Στράτος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διακρίθηκε ως δικηγόρος. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε την δικηγορία για να εισέλθει στην πολιτική. Το 1902 πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής Βάλτου και επανεκλεγόταν συνεχώς έως και το 1920 ( από το 1910 ως βουλευτής Αιτωλίας και Ακαρνανίας). Προικισμένος με ευρυμάθεια και ρητορική δεινότητα διακρίθηκε για τις αγορεύσεις του στην Βουλή. Αρχικά συντάχθηκε με τον Γεώργιο Θεοτόκη και από το 1907 συνέπραξε με την παράταξη του Δημητρίου Ράλλη, στην κυβέρνηση του οποίου ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (7 Ιουλίου – 15 Αυγούστου 1909).

Μετά την Επανάσταση του 1909 εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχθηκε Πρόεδρος της Β Αναθεωρητικής Βουλής στη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 1911, εξασφαλίζοντας τεράστια πλειοψηφία (249 επί 276 ψήφων). Στην συνέχεια ανέλαβε του υπουργείο Ναυτικών (31 Μαΐου 1912 – 9 Νοεμβρίου 1913), διαδεχθείς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατά την διάρκεια της υπουργικής του θητείας διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση του Πολεμικού Ναυτικού, με αποτέλεσμα να το καταστήσει κυρίαρχο στο Αιγαίο, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Διαφώνησε όμως με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και παραιτήθηκε.

Το 1916 ίδρυσε το Εθνικόν Συντηρητικόν Κόμμα, στο οποίο προσχώρησαν δεκαέξι βουλευτές. Τον Μάιο του 1916 αποδέχθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν κατόρθωσε όμως να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της Βουλής, με αποτέλεσμα να μετάσχει στην κυβέρνηση συνασπισμού του Δημητρίου Γούναρη ως υπουργός Ναυτικών (25 Φεβρουαρίου – 10 Αυγούστου 1915).

Η πολιτική του στάση κατά την διάρκεια του Εθνικού Διχασμού ήταν αντιφατική. Αν και συντάχθηκε με την αντιβενιζελική παράταξη, πίστευε (όπως και, ο Βενιζέλος) στη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ. Είχε συντάξει μάλιστα και σχετικό υπόμνημα προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α', το οποίο δεν έγινε αποδεκτό.

Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας διετέλεσε πρωθυπουργός για λίγες ημέρες (3 -9 Μαΐου 1922), μετά την παραίτηση του Δημητρίου Γούναρη και παράλληλα υπουργός Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Εξωτερικών. Δεν έλαβε όμως ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή (154-170) και παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, στην κυβέρνηση του οποίου διατήρησε το Υπουργείο Εσωτερικών (9 Μαΐου – 28 Αυγούστου 1922). Από την θέση αυτή αντιμετώπισε τις άμεσες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, με την έλευση των πρώτων προσφύγων στον Πειραιά.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, συνελήφθη με εντολή της Επαναστατικής Επιτροπής και καταδικάστηκε σε θάνατο από το Επαναστατικό Δικαστήριο («Δίκη των Εξ») και εκτελέστηκε στο Γουδή δια τυφεκισμού στις 15 Νοεμβρίου 1922.

Ο Νικόλαος Στράτος ήταν νυμφευμένος με τη Μαρία Κορομηλά, κόρη του συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά, και είχε δύο παιδιά, τον νομικό και πολιτικό Ανδρέα Στράτο (1905- 1981) και την χορογράφο Δώρα Στράτου (1903-1988).

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης
1859 – 1922

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης

Ο Ναξιώτης Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης υπήρξε διακεκριμένος μηχανικός του 19ου αιώνα και από τους πρώτους καθηγητές του νεοσύστατου Σχολείου των Βιομηχάνων Τεχνών (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από το 1914). Ασχολήθηκε και με την πολιτική, εκλεγείς επανειλημμένα βουλευτής Παροναξίας και Κυκλάδων. Στο τελευταίο στάδιο του Μικρασιατικού Πολέμου ανέλαβε την πρωθυπουργία της Ελλάδας και χρεώθηκε πολιτικά την ήττα των ελληνικών όπλων. Εξ αυτού του λόγου, δικάστηκε από Έκτακτο Στρατοδικείο («Δίκη των Έξι»), καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922.

Γέννηση και σπουδές

 

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1859 στην Απείρανθο της Νάξου και ήταν γιος του εκπαιδευτικού Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του και τελείωσε το δημοτικό στη Χώρα της Νάξου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Σύρο, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του το 1878. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ένα μήνα μετά διέκοψε τις σπουδές του και μετέβη στο Παρίσι, χωρίς να υπολογίζει σε ουδεμία απολύτως υποστήριξη και με μοναδικό εφόδιο την ισχυρή του θέληση και τη πλήρη γνώση της ελληνικής γλώσσας, από τη διδασκαλία της οποίας για μεγάλο χρονικό διάστημα προσποριζόταν τα προς το ζην και χρηματοδοτούσε τις σπουδές του. Να σημειωθεί ότι παρά το αυστηρό γλωσσικό πνεύμα της εποχής του, υπήρξε θιασώτης της δημοτικής.

Επί δύο χρόνια (1879 - 1881) σπούδασε ανώτερα μαθηματικά, φυσική και χημεία ως εσωτερικός μαθητής του Λυκείου Σεν-Λουί, οικοδομική και μεταλλειολογία στην Πολυτεχνική Σχολή (1881-1883) και την Εθνική Σχολή Μεταλλείων των Παρισίων (1883-1887) και συγχρόνως σιδηροδρομική στην Εθνική Σχολή του Πον-ε-Σοσέ. Το 1885 διέκοψε τις σπουδές του και ήλθε στην Ελλάδα, λόγω της επιστράτευσης, και υπηρέτησε στο επιτελείο τού στρατηγού Βοσέρ, αρχηγού της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.

Ακαδημαϊκή και επαγγελματική καριέρα

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης

Από το 1887, οπότε επανήλθε οριστικά στην Ελλάδα, εργάστηκε ως καθηγητής της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων, όπου δίδαξε ατμομηχανική, υδραυλική και αντοχή της ύλης και από τον επόμενο χρόνο ως καθηγητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (1887-1890) στο μάθημα της Εφαρμοσμένης Μηχανικής. Παράλληλα, εργαζόταν ως αρχιμηχανικός των σιδηροδρόμων Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ). Το 1889 εξελέγη καθηγητής Λιμενικών και Υδραυλικών Έργων στο Σχολείο των Βιομηχάνων Τεχνών (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από το 1914). Κατά την περίοδο αυτή εξέδωσε τις παραδόσεις του στις στρατιωτικές σχολές και τη μελέτη του «Κινητική καί δυναμική του σημείου».

Το 1890 ανέλαβε διευθυντής των έργων τομής του Ισθμού της Κορίνθου και ήταν ο μόνος έλληνας μηχανικός, ο οποίος, κατά την εποχή εκείνη, μπορούσε να αναλάβει την εκτέλεση ενός τέτοιου σοβαρού και δυσχερούς έργου. Για την επιτυχή αποπεράτωσή του τού απονεμήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ ο Χρυσούς Σταυρός του Σωτήρος. Δικαίως θεωρείτο ως ο καλύτερος μηχανικός που διέθετε η χώρα εκείνη την περίοδο.

Το 1893 ανέλαβε την κατασκευή τμήματος του σιδηροδρόμου Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και το επόμενο έτος την απόφραξη και στερέωση επισφαλών τμημάτων του Ισθμού της Κορίνθου. Τις περιόδους 1899 – 1900 και 1914 – 1915 διετέλεσε διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων και συνέταξε μελέτες για την υδροδότηση της πρωτεύουσας.

Το 1899 ίδρυσε μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα, τον Γεώργιο Δροσίνη και άλλους τον Σύλλογον προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, στη σειρά των εκδόσεων του οποίου ξεχωριστή θέση κατείχαν τα βιβλία του «Ήλιος, Ζωή και Κίνησις» και «Η Γη».

Η πολιτική διαδρομή του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη

Στην πολιτική ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναμίχθηκε το 1902 και στις εκλογές εκείνης της χρονιάς εξελέγη βουλευτής Παροναξίας, παρότι ανεξάρτητος και παρά την εναντίον του πολεμική από το Δηληγιαννικό Κόμμα, το οποίο και δια του αρχηγού του ακόμη με φανατισμό υποστήριξε την υποψηφιότητα του στρατηγού Μυκωνίου. Επανεξελέγη το 1906, το 1915 και το 1920. Πολιτεύτηκε με την παράταξη του Γεωργίου Θεοτόκη και αργότερα με το Λαϊκό Κόμμα, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη.

Κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας του την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, συνέταξε εμπεριστατωμένη εισήγηση προς τη Βουλή για τη σμύριδα Νάξου, η οποία δημοσιεύτηκε τότε δαπάναις της Βουλής, παρότι ο ίδιος ανήκε στην αντιπολίτευση. Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την έκθεσή του επί του προϋπολογισμού του 1907, ως εισηγητής της μειοψηφίας. Η εισήγησή του αυτή, η οποία, κατά κοινή ομολογία, διακρινόταν για την πρωτοφανή για την εποχή εκείνην εμβρίθεια, αποτέλεσε τη βάση και τον οδηγό για τη μετέπειτα σύνταξη των προϋπολογισμών του Κράτους για σειρά ετών.

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, την ημέρα της ορκωμοσίας του ως πρωθυπουργός

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, την ημέρα της ορκωμοσίας του ως πρωθυπουργός

Υπήρξε συνιδρυτής μαζί με τον Στέφανο Δραγούμη, τον Δημήτριο Γούναρη και άλλους της «Ομάδας των Ιαπώνων» (1906 – 1908), που επιχείρησε να φέρει έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική πολιτική σκηνή. Για ένα εξάμηνο (25 Φεβρουαρίου – 10 Αυγούστου 1915) διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη.

Το 1917, όταν τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ιδιώτευσε και το 1919 αναχώρησε οικογενειακώς για την Ιταλία κι εγκαταστάθηκε για ένα χρόνο στη Σιένα, όπου διέμενε και ο εξόριστος Δημήτριος Γούναρης. Την περίοδο αυτή συνέγραψε έργα μαθηματικού περιεχομένου, με κυριότερο μια μελέτη για τις κωνικές τομές, την οποία μετέφρασε ο ίδιος στα γαλλικά.

Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας διετέλεσε υπουργός Επισιτισμού και προσωρινά Οικονομικών (24 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1921) στην κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου και διατήρησε τα δυο χαρτοφυλάκια και στις διαδοχικές κυβερνήσεις του Δημητρίου Γούναρη (26 Μαρτίου 1921 – 3 Μαΐου 1922). Στις 25 Μαρτίου 1922 πραγματοποίησε με εξαιρετική πολιτική τόλμη το αναγκαστικό δάνειο διχοτομώντας τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια.

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 9 Μαΐου 1922, μετά την αποτυχία του Νικολάου Στράτου να εξασφαλίσει υποστήριξη από τη Βουλή και παρέμεινε επικεφαλής της κυβέρνησης μέχρι τις 28 Αυγούστου 1922, οπότε είχε καταρρεύσει το μέτωπο στη Μικρά Ασία. Παράλληλα, εκτελούσε καθήκοντα υπουργού Στρατιωτικών (22 Μαΐου – 29 Αυγούστου), Συγκοινωνίας (4 – 28 Αυγούστου 1922) και Εθνικής Οικονομίας (13 – 28 Αυγούστου 1922).

Η σύλληψη και η καταδίκη σε θάνατο

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης συνελήφθη, κατόπιν διαταγής της Επαναστατικής Επιτροπής και δικάστηκε ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στην απολογία του υποστήριξε μεταξύ άλλων: «...Αντί απολογίας, κύριοι δικασταί, δια την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας, η οποία μάς απεδόθη, επιτρέψατε, μοι να εκφέρω μίαν, ευχήν, η οποία θα αποτελέση. και τας τελευταίας λέξεις του πολιτικού μου σταδίου. Επιτρέψατε μοι να ευχηθώ, όπως ο εξευτελισμός, τον οποίον υπέστησαν μέχρι σήμερον τα ανώτατα αξιώματα του Κράτους εν τω προσώπω μου και εν τω προσώπω των συναδέλφων μου, μη παρεμποδίση όσους , ακόμη δύνανται να προσφέρωσιν υπηρεσίας εις την Πατρίδα να τας προσφέρωσι».

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης καταδικάστηκε σε θάνατο στις 15 Νοεμβρίου 1922 και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού αυθημερόν στο Γουδή. Την πολιτική διαδρομή του ακολούθησαν ο γιος του Αριστείδης Πρωταπαπαδάκης (1906 – 1966), που εξελέγη βουλευτής Κυκλάδων με το Λαϊκό Κόμμα, τον Ελληνικό Συναγερμό και την ΕΡΕ και ο εγγονός του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης (γ. 1933), που εξελέγη βουλευτής Κυκλάδων με τη Νέα Δημοκρατία τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Η δικαίωση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη

Άγαλμα του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη στη Νάξο

Άγαλμα του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη στη Νάξο

Η πολιτική δικαίωση για τον Πρωτοπαπαδάκη ήλθε δέκα χρόνια αργότερα, από τον αρχηγό της αντίπαλης παράταξης, Ελευθέριο Βενιζέλο. Μιλώντας στη Βουλή, στις 31 Μαρτίου 1933, ο Βενιζέλος ανέφερε χαρακτηριστικά: «...Πρέπει δε να είπω ένα πράγμα, βέβαια, ότι από τους ανθρώπους εκείνους, επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσίς της αποφάσεως του Στρατοδικείου, ο αδικώτερον τυφεκισθείς είναι ο μακαρίτης Πρωτοπαπαδάκης. Φοβούμαι, ότι η καταδίκη και η εκτέλεσίς του ωφείλετο κυρίως εις μίαν ανδρικήν πράξιν, την οποίαν έκαμε, εις το να προτίμηση να κόψη το χαρτονόμισμα είς δύο, παρά ν’ αρχίση να εκτυπώνη χαρτονομίσματα και να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου. Θεωρώ, ότι σπανίως προσεφέρθη μεγάλη υπηρεσία εις μίαν χώραν, από εκείνην, την οποίαν προσέφερε τότε ο Πρωτοπαδάκης».

Χρόνια αργότερα, ο αρχηγός της Ενώσεως των Δημοκρατικών, Αριστερών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συνεδρίαση της 15ης Νοεμβρίου 1950, ανέφερε, μεταξύ άλλων, για τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη: «...Είχα γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τον ιδρυτήν του Λαϊκού Κόμματος Δημήτριον Γούναρην καί τον συνιδρυτήν του Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην καί έτρεφα προς αυτούς εκτίμησιν ως προς εντίμους πολιτικούς. Δεν θά είχα μάλιστα κάνενα δισταγμόν να χαρακτηρίσω τον Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην ως τον πλέον άσπιλον διαχειριστήν του δημοσίου χρήματος και τον πραγματικόν κέρβερον του δημοσίου θησαυρού...».

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης δικαιώθηκε δικαστικά, όπως και οι άλλοι πέντε εκτελεσθέντες της «Δίκης των Εξ», από τον Άρειο Πάγο. Στις 20 Ιανουαρίου 2008, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στο ανώτατο δικαστήριο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Στρατοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μια επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932. Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου εξέδωσε την απόφασή του κι έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο. Συγκεκριμένα, με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακύρωσε την απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

Εργογραφία Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη

  • Ατμομηχανική
  • Υδραυλική
  • Αντοχή της Ύλης
  • Κινητική και Δυναμική του Σημείου
  • Κωνικοί Τομαί
  • Άλγεβρα
  • Γεωμετρία
  • Περί Ναξίας σμύριδος
  • Ήλιος, Ζωή και Κίνησις
  • Η Γη
  • Εισήγησις Μειοψηφίας εις Προϋπολογισμόν.
 
 

Νικόλαος Θεοτόκης
1878 – 1922

Νικόλαος Θεοτόκης

Νικόλαος Θεοτόκης

Ο πολιτικός και διπλωμάτης Νικόλαος Θεοτόκης διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και εξ αυτού του λόγου δικάσθηκε («Δίκη των Εξ»), καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922.

 

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1878 και ήταν γιος του διακεκριμένου έλληνα πολιτικού Γεωργίου Θεοτόκη, ο οποίος διετέλεσε κατ’ επανάληψη πρωθυπουργός, αδελφός τού επίσης πρωθυπουργού Τζον Θεοτόκη και της Ζαΐρας Θεοτόκη, μητέρας του πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και το Βερολίνο.

Το 1899 ο Νικόλαος Θεοτόκης εισήχθη στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και υπηρέτησε ως υποπρόξενος στο Δεδέαγατς (νυν Αλεξανδρούπολη) και τη Μαγνησία. Το 1905 αποσπάστηκε ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι και στη συνέχεια της Βιέννης. Το 1909 τοποθετήθηκε ως πρώτος γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν στις πρεσβείες των Παρισίων και της Βέρνης.

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετήθηκε στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου και αργότερα ανέλαβε πρεσβευτής. Το 1917, μετά το κίνημα του Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, ως γερμανόφιλος και μοναρχικός ακολούθησε τον εκθρονισμένο βασιλιά Κωνσταντίνο στην Ελβετία.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1920 παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα, προκειμένου να πολιτευθεί. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου εξελέγη βουλευτής Κερκύρας με το Λαϊκό Κόμμα και στις 24 Ιανουαρίου 1921 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Νικόλαου Καλογερόπουλου και στη συνέχεια τα Υπουργεία Ναυτικών και Στρατιωτικών (20 Φεβρουαρίου – 26 Μαρτίου 1921). Στις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις του Δημητρίου Γούναρη που ακολούθησαν διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών (26 Μαρτίου 1921 – 3 Μαΐου 1922), όπως και στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (9 Μαΐου – 28 Αυγούστου 1922).

Στις 14 Σεπτεμβρίου ο ο Νικόλαος Θεοτόκης συνελήφθη με απόφαση της Επαναστατικής Επιτροπής, δικάστηκε ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922.

Γεώργιος Μπαλτατζής
1866 – 1922

Ο διπλωμάτης και πολιτικός Γεώργιος Μπαλτατζής διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών κατά την Μικρασιατική Καταστροφή και εξ αυτού του λόγου δικάσθηκε («Δίκη των Εξ»), καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922.

 

Γεννήθηκε το 1866 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του έμπορου και αργυραμοιβού Περικλή Μπαλτατζή (1830-1908) και της Αρτεμισίας Μωραϊτίνη. Απόφοιτος της Ευαγγελικής Σχολής της γενέτειράς του, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Γαλλία.

Μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα και υπηρέτησε στην Κωνσταντινούπολη. Δεν άργησε να αναμιχθεί στην πολιτική και στις εκλογές του 1902 εξελέγη βουλευτής Αλμυρού ως οπαδός του Γεωργίου Θεοτόκη και επανεξελέγη το 1905 και 1906. Το 1908 ανέλαβε για πρώτη φορά το υπουργείο Εξωτερικών (21 Ιουνίου 1908 - 7 Ιουλίου 1909), στην κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη

Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας πολιτεύθηκε στην Δράμα και εξελέγη βουλευτής στις διπλές εκλογές του 1915 και στις εκλογές του 1920. Το 1915 διετέλεσε υπουργός των Συγκοινωνιών (5 Φεβρουαρίου -10 Αυγούστου 1915), στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη.

Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ανέλαβε το υπουργεία Γεωργίας (24 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1921) και Εξωτερικών (27 Ιανουαρίου -26 Μαρτίου 1921) στην κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου. Παρέμεινε επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας (26 Μαρτίου 1921 – 3 Μαΐου 1922), ενώ ανέλαβε προσωρινά και το υπουργείο Ναυτικών (2 Μαρτίου – 3 Μαΐου 1922) και στις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις του Δημητρίου Γούναρη που ακολούθησαν. Μαζί με τον Γούναρη συμμετείχε στις διασκέψεις Παρισίων και Λονδίνου για τον διακανονισμό τού μικρασιατικού ζητήματος. Στις 9 Μαΐου επανήλθε στο υπουργείο Εξωτερικών στην κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και παρέμεινε στην θέση του μέχρι την παραίτησή της στις 28 Αυγούστου 1922.

Στις 14 Σεπτεμβρίου συνελήφθη με απόφαση της Επαναστατικής Επιτροπής, δικάστηκε ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στο Γουδή στις 15 Νοεμβρίου 1922. Ήταν νυμφευμένος με την Χαρίκλεια Μαυροκορδάτου, κόρη του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, με την οποία απέκτησε δύο τέκνα, τον Περικλή Μπαλτατζή και τον Νικόλαο Μπαλτατζή -Μαυροκορδάτο, που συνέχισε την πολιτική παράδοση της οικογένειας.

Ξενοφών Στρατηγός
1869 – 1927

Ξενοφών Στρατηγός

Ξενοφών Στρατηγός

Ο Ξενοφών Στρατηγός υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, που δικάστηκε ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής («Δίκη των Έξι») και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά.

 

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 7 Ιουλίου 1869 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1890 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Μηχανικού. Ήταν συμμαθητής και στενός φίλος του Ιωάννη Μεταξά. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου (1899-1903).

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) υπηρέτησε ως αξιωματικός του επιτελείου του Γενικού Αρχιστρατηγείου, με τον βαθμό του ταγματάρχη. Μετά το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε υπαρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (προκατόχου του ΓΕΣ).

Κατά την περίοδο 1917-1920, όταν στην εξουσία επανήλθε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ξενοφών Στρατηγός παρέμεινε εκτός στρατεύματος για πολιτικούς λόγους. Καταδιώχθηκε, καταδικάσθηκε και φυλακίστηκε ως κωνσταντινικός.

Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 εξελέγη βουλευτής Κερκύρας, αλλά σύντομα παραιτήθηκε, καθώς ανακλήθηκε στο στράτευμα και με τον βαθμό του υποστρατήγου υπηρέτησε ως σύνδεσμος της Κυβέρνησης με τη Στρατιά Μικράς Ασίας. Το 1921 αποστρατεύτηκε λόγω διαφωνιών του και ανέλαβε υπουργός Συγκοινωνιών (2 Μαρτίου – 3 Μαΐου 1922) στην τελευταία κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη και στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (9 Μαΐου – 28 Αυγούστου 1922).

Μετά την επικράτηση της Επανάστασης του 1922 διώχθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Δικαστήριο σε ισόβια δεσμά, στις 15 Νοεμβρίου.

Μετά την χορηγηθείσα αμνηστία του 1924 αναχώρησε στην Ελβετία για να αντιμετωπίσει την βαριάς μορφής φυματίωση από την οποία είχε προσβληθεί και τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Μαρτίου 1927, άφησε την τελευταία του πνοή στο Νταβός.

Ο Ξενοφών Στρατηγός υπήρξε στρατιωτικός μεγάλης μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας, διακρίθηκε και για τα ιστορικά συγγράμματα που εκπόνησε, αλλά και ως μηχανικός για πλούσιο τεχνικό έργο στρατιωτικής φύσεως.

 
 

Μιχαήλ Γούδας
1868 – 1931

Ο Μιχαήλ Γούδας ήταν στρατιωτικός, πολιτικός και ιστορικός. Δικάσθηκε ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής («Δίκη των Έξι») και καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά στις 15 Νοεμβρίου 1922.

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1868 και ήταν γιος του ιατρού και συγγραφέα Αναστασίου Γούδα. Κατατάχθηκε στη Σχολή Δοκίμων, μόλις αυτή ιδρύθηκε το 1884, και αποφοίτησε ως σημαιοφόρος το 1888. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 ως αξιωματικός του ευδρόμου «Ναύαρχος Μιαούλης» και στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) ως αντιπλοίαρχος, κυβερνήτης του πλοίου εφοδιασμού «Κανάρης». Αποστρατεύτηκε τη αιτήσει του με τον βαθμό του υποναυάρχου, στις 10 Μαρτίου 1915, προκειμένου να πολιτευθεί. Νωρίτερα είχε χρηματίσει νομάρχης Δράμας.

Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 εξελέγη βουλευτής Δράμας και στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πληρεξούσιος Δράμας στην Γ' Εθνική Συνέλευση (1920-1922). Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (2 Μαρτίου – 3 Μαΐου 1922) στη κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, Εθνικής Οικονομίας (9 Μαΐου – 16 Ιουνίου 1922) και Ταχυδρομείων – Τηλεγράφων - Τηλεφώνων (20 Μαΐου – 28 Αυγούστου 1922) στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη.

Μετά την εκδήλωση της Επανάστασης του 1922 παραπέμφθηκε στο Επαναστατικό Έκτακτο Στρατοδικείο, που δίκασε τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στις 15 Νοεμβρίου 1922. Αμνηστεύτηκε μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας (1924) και πολιτεύθηκε εκ νέου στις εκλογές της 7ης Ιανουαρίου 1926, εκλεγείς βουλευτής Ιωαννίνων.

Ο Μιχαήλ Γούδας υπήρξε εξαίρετος ιστορικός ερευνητής, ιδιαίτερα σε θέματα ναυτικής ιστορίας και ναυτικής ορολογίας. Μεταξύ των πολλών έργων του συγκαταλέγονται η «Ιστορία του Ναυτικού 1912-1913», «Η φρεγάτα Ελλάς», «Το ναυτικόν των Αρχαίων», «Εγχειρίδιον του χειριστού» και η επιμέλεια των ναυτικών όρων του «Γαλλοελληνικού Λεξικού» του Λεωνίδα Παλάσκα. Εκτός των ναυτικών έργων, εξέδωσε τα βιβλία «Λεξικογραφικά Σημειώματα» και «Βυζαντινά έγγραφα της εν Άθω Μονής Βατοπεδίου».

Ο Μιχαήλ Γούδας πέθανε στο Παρίσι στις 3 Νοεμβρίου 1931, σε ηλικία 63 ετών. Ήταν νυμφευμένος με την Ελένη Ζώτου, θυγατέρα του υποναυάρχου Κοσμά Ζώτου, αλλά δεν απέκτησε παιδιά.

 
 
 
 
 
 
1925
 
Δημοτικές εκλογές διεξάγονται στην Ελλάδα. Δήμαρχος Αθηναίων εκλέγεται ο Σπυρίδων Πάτσης, Πειραιώς ο Τάκης Παναγιωτόπουλος και Θεσσαλονίκης ο Μηνάς Πατρίκιος, ο οποίος είναι και ο πρώτος εκλεγμένος Δήμαρχος της συμπρωτεύουσας.

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη

Οι πρώτες εκλογές για τον δήμο της Θεσσαλονίκης έγιναν στις 25 Οκτωβρίου του 1925, δεκατρία χρόνια από την ενσωμάτωση της πόλης στον εθνικό κορμό. Πρώτος αιρετός δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν ο δικηγόρος Μηνάς Πατρίκιος (1888-1960), πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη.

 

Η πρώτη δημοτική αρχή εγκαταστάθηκε μόλις το 1869 στην τότε τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, με κύριο έργο την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων. Παράλληλα, λειτουργούσε και η Ελληνική Δημογεροντία, με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που επιλαμβανόταν των υποθέσεων των χριστιανών Ελλήνων υπηκόων του Σουλτάνου.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης από το ελληνικό στρατό (26 Οκτωβρίου 1912), οι νέες αρχές διατήρησαν στον δημαρχιακό θώκο τον τουρκοεβραίο (ντονμέ) Οσμάν Σαίτ Μπέη έως τις 23 Αυγούστου του 1916, οπότε, μετά το βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», αντικαταστάθηκε από τον γιατρό Κωνσταντίνο Αγγελάκη (1874-1965). Ο Οσμάν Σαίτ Μπέης επανήλθε στη δημαρχία στις 15 Νοεμβρίου του 1920, μετά την εκλογική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου και την άνοδο στην εξουσία του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Δημήτριο Γούναρη. Παρέμεινε δήμαρχος Θεσσαλονίκης έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε παύθηκε και εγκατέλειψε την Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Μέχρι τις δημαρχιακές εκλογές του 1924 καθήκοντα δημάρχου Θεσσαλονίκης άσκησαν κατά σειρά οι βενιζελικοί Αθανάσιος Καλλιδόπουλος και Πέτρος Συνδίκας.

Οι πρώτες εκλογές στο Δήμο Θεσσαλονίκης έγιναν στις 25 Οκτωβρίου του 1925, επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου. Την έκπληξη έκανε ο δικηγόρος Μηνάς Πατρίκιος, που επωφελήθηκε από την πολυδιάσπαση του βενιζελικού στρατοπέδου και αναδείχθηκε πρώτος αιρετός δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Ο Πατρίκιος υποστηρίχθηκε από το Εργατικό Κέντρο, το ΚΚΕ, το προσφυγικό στοιχείο της πόλης και μερίδα του Λαϊκού Κόμματος, που ήθελε πάση θυσία την ήττα του βασικού βενιζελικού υποψηφίου Κωνσταντίνου Αγγελάκη.

Επί 40.000 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, στις εκλογές της 25ης Οκτωβρίου 1925 ψήφισαν μόλις 17.449 άτομα σε 59 εκλογικά τμήματα. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι έλαβαν:

  • Μηνάς Πατρίκιος, 5.279 ψήφους (30%).
  • Κωνσταντίνος Αγγελάκης (βενιζελικός), 4.536 ψήφους (26%).
  • Παναγιώτης Οικονόμου, 3.327 ψήφους (18%). Υποστηρίχθηκε από το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά.
  • Πέτρος Συνδίκας (βενιζελικός), 2.640 ψήφους (12%).
  • Κωνσταντίνος Ζήσης, 829 ψήφους (5%). Υποστηρίχθηκε από μερίδα του Λαϊκού Κόμματος.
  • Γεώργιος Καρβωνίδης (βενιζελικός), 507 ψήφους (3%).
  • Νικόλαος Γερμανός (αντιβενιζελικός, ιδρυτής της ΔΕΘ), 283 ψήφους (1,5%).

Η εκλογή του «εργατοπρόσφυγος και κομμουνίζοντος» Πατρίκιου προκάλεσε αναταραχή στον αστικό κόσμο. Η βενιζελική εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα» κάλεσε «πολιτικούς και στρατιωτικούς να μην καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στον κίνδυνο που δημιούργησε η άλωση της δημαρχίας από κομμουνιστές». Ο δικτάτορας Πάγκαλος, με το αιτιολογικό ότι ο Πατρίκιος δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο 15% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ακύρωσε τις εκλογές και προκήρυξε νέες για τις 20 Δεκεμβρίου του 1925.

Το αποτέλεσμα της επαναληπτικής εκλογής ήταν θριαμβευτικό για τον Πατρίκιο. Συγκέντρωσε 7.335 ψήφους (50,6%), έναντι 4.504 ψήφων του Κωνσταντίνου Αγγελάκη (31,1%), που κατέβηκε αυτή την φορά με την υποστήριξη του δικτάτορα Πάγκαλου. Οι άλλοι δύο υποψήφιοι, ο αντιβενιζελικός Παναγιώτης Οικονόμου και ο βενιζελικός Γεώργιος Καρβωνίδης, συγκέντρωσαν, αντίστοιχα, 1.750 ψήφους (12,1%) και 900 ψήφους (6,2%).

 
1959
Αρχίζει επισήμως το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής Κατηγορίας στο ποδόσφαιρο. Τα αποτελέσματα της πρώτης αγωνιστικής: ΠΑΟΚ - Μέγας Αλέξανδρος 3-2, Πανιώνιος - ΑΕ Νικαίας 3-0, Δόξα Δράμας - Άρης Θεσσαλονίκης 2-2, Ηρακλής - Απόλλων Αθηνών 0-0, Προοδευτική - Απόλλων Καλαμαριάς 1-0, Παναθηναϊκός - Παναιγιάλειος 2-1, Παγκορινθιακός - Ολυμπιακός Π. 1-0 και Εθνικός Π. - ΑΕΚ 0-1.
 
1962
Ο αμερικανός συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
 
1983
 
1.800 αμερικανοί πεζοναύτες, υποστηριζόμενοι από 300 στρατιώτες αγγλόφωνων νήσων της Καραϊβικής, εισβάλουν στο νησί της Γρενάδας. Οι Αμερικανοί κατηγορούν την κυβέρνηση του μικροσκοπικού αυτού κράτους ότι επηρεάζεται από τους Κουβανούς και τους Σοβιετικούς.

Η εισβολή των Αμερικανών στη Γρενάδα

Μία από τις τελευταίες πράξεις του Ψυχρού Πολέμου. Στις 25 Οκτωβρίου 1983, αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο μικροσκοπικό νησί της Καραϊβικής Γρενάδα και ανέτρεψαν την κυβέρνηση του πραξικοπηματία στρατηγού Χάντσον Όστιν, που υποστηριζόταν από την Κούβα.

 

Η Γρενάδα είναι ένα μικρό νησιωτικό κράτος της Ανατολικής Καραϊβικής, με έκταση 348 τετραγωνικά χιλιόμετρα (λίγο μικρότερη από τη Ζάκυνθο) και πληθυσμό 103.000 κατοίκων. Γνωστό παλαιότερα ως νησί των μπαχαρικών, κέρδισε την ανεξαρτησία του από τη Μεγάλη Βρετανία στις 7 Φεβρουαρίου 1974.

Πέντε χρόνια αργότερα, το αριστερό κίνημα Νιου Τζούελ (New Jewel Movement), που έχαιρε λαϊκής υποστήριξης, οργάνωσε αναίμακτο πραξικόπημα και εγκαθίδρυσε επαναστατική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον χαρισματικό μαρξιστή ηγέτη Μόρις Μπίσοπ. Οι σχέσεις της Γρενάδας με τις γειτονικές λατινοαμερικάνικες χώρες γνώρισαν ένταση, καθώς το νέο καθεστώς προσανατολίστηκε προς την Κούβα και το σοβιετικό μπλοκ.

Γρήγορα, όμως, εκδηλώθηκαν αντιθέσεις στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα όταν ο Μπίσοπ επιδίωξε στενότερες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 12 Οκτωβρίου 1983 εκδηλώθηκε πραξικόπημα, κουβανικής εμπνεύσεως, με αρχηγό τον στρατηγό Χάντσον Όστιν. Ο Μπίσοπ συνελήφθη και επτά ημέρες αργότερα εκτελέστηκε.

Οι Αμερικανοί, τότε, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση συνεπικουρούμενοι από τον «Οργανισμό των Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής» (OECS). Ήταν μία ευκαιρία για τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν να αποδείξει την αποφασιστικότητα της χώρας του και την ισχύ των αμερικανικών όπλων μετά το στραπάτσο του Βιετνάμ (1975) και της διάσωσης των αμερικανών ομήρων στο Ιράν (1979).

Στις 25 Οκτωβρίου 1983 - δύο ημέρες μετά τη βομβιστική επίθεση στην Βηρυτό που στοίχισε τη ζωή σε 243 αμερικανούς πεζοναύτες - στρατεύματα των ΗΠΑ, μαζί με μία μικρή δύναμη στρατού και αστυνομίας από τον OECS, συνολικής δύναμης 8.000 ανδρών, εισέβαλαν στη Γρενάδα. Οι δυνάμεις εισβολής βρήκαν ισχυρή αντίσταση από τον στρατό της Γρενάδας (1.200 άνδρες) και τους κουβανούς στρατιώτες και εργαζόμενους στο νησί, περί τους 700 άνδρες.

Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, η αντίσταση εξασθένησε και οι αμερικανοί εισβολείς επικράτησαν ολοσχερώς. Ο γενικός κυβερνήτης της Γρενάδας σερ Πολ Σκουν ανακοίνωσε ότι τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ένα συμβουλευτικό όργανο μέχρι τ διεξαγωγή γενικών εκλογών, οι οποίες έγιναν τον επόμενο χρόνο κι έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση του κεντροαριστερού Χέρμπερτ Μπλέιζ.

Έως τις 15 Δεκεμβρίου 1983, όλες οι μάχιμες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών αποσύρθηκαν από τη Γρενάδα, ενώ οι Κουβανοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Οι απώλειες για τους Αμερικανούς ήταν 19 νεκροί και 116 τραυματίες και για τους Γρεναδίνους 45 νεκροί και 345 τραυματίες. Οι Κουβανοί έχασαν 25 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε 60.

Η εισβολή στη Γρενάδα επιδοκιμάστηκε από την αμερικανική κοινή γνώμη, ενώ ξεσήκωσε πλήθος διαμαρτυριών σε όλο τον κόσμο και από συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Μεγάλη Βρετανία και ο Καναδάς. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν κατηγορηματικά αντίθετη με την εισβολή στην πρώην αποικία του Στέμματος, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Ρίγκαν, ο οποίος της υπενθύμισε την αμερικανική συμπαράσταση στον πόλεμο των Φόκλαντς, ένα χρόνο νωρίτερα. Απόπειρα να εκδοθεί καταδικαστικό ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 28 Οκτωβρίου προσέκρουσε στο βέτο των ΗΠΑ.

ΠΟΛΥΜΕΣΑ

Η ιστορία της Bic

Γαλλική εταιρεία, που κατασκευάζει προϊόντα μιας χρήσης (στυλό, αναπτήρες, ξυριστικές μηχανές κ.ά). Ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1944 από τον βαρώνο Μαρσέλ Μπικ (14 Ιουλίου 1914 - 30 Μαΐου 1994) και τον Εντουάρ Μπιφάρ. Οι δύο φίλοι αγόρασαν ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο έξω από το Παρίσι και άρχισαν να κατασκευάζουν εξαρτήματα για μηχανικά μολύβια και πένες, επενδύοντας στην εμπειρία του Μπικ, που ήταν διευθυντικό στέλεχος σε ανάλογες επιχειρήσεις.

 

Το 1950 ο Μπικ αγοράζει τα δικαιώματα του στυλό διαρκείας (γραφίς με ένσφαιρον ακίδα, όπως είναι το επιστημονικό του όνομα) από τον ουγγρο-αργεντινό Λαζλό Μπιρό και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου λανσάρει στην αγορά το δικό του στυλό με την επωνυμία Bic, από τα τρία πρώτα γράμματα του επωνύμου του (BICH). Το τέταρτο γράμμα h απαλείφεται, καθώς η προφορά του επωνύμου του στα αγγλικά παραπέμπει σε λέξη που δεν ταιριάζει σε ονομασία προϊόντος.

Το προϊόν έρχεται την κατάλληλη στιγμή και αλλάζει τον τρόπο γραφής. Από τις δύσχρηστες πένες περνάμε σ' ένα φθηνό και αξιόπιστο στυλό συνεχούς γραφής, προσιτό στον καθένα. Η γραφή «εκδημοκρατικοποιείται». Το όνομα BIC ταυτίζεται με το προϊόν και αυτό αποτελεί το διαβατήριο για την επιτυχία, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του μάρκετινγκ. Σύντομα, η εταιρεία θα επεκταθεί σε όλο τον κόσμο και θα κερδίσει και τη δύσκολη αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Μαρσέλ Μπικ, σε μια επιστολή του προς τους μετόχους της εταιρείας του, αναφέρει κάποια από τα μυστικά της επιτυχίας του: «…Δεν είναι αποτέλεσμα σπουδών σε ένα πανεπιστήμιο της Αμερικής ή της Γαλλίας, αλλά αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς από τα 18 μου χρόνια στον επιχειρηματικό στίβο… Ο δρόμος για την επιτυχία βασίστηκε στην καλή πληροφόρηση, το ρίσκο, την καινοτομία και το επιθετικό μάρκετινγκ…».

Το 1973 η Societe Bic, όπως είναι ο πλήρης τίτλος της εταιρείας, επεκτείνει τις δραστηριότητές της στους αναπτήρες και δύο χρόνια αργότερα στις ξυριστικές μηχανές μίας χρήσης. Από το 1998 έως το 2003 σε συνεργασία με την αυτοκινητοβιομηχανία Ρενό κυκλοφορεί σε περιορισμένο αριθμό το μοντέλο Saxo Bic.

Σήμερα, η BIC είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής στυλό διαρκείας στον κόσμο, ενώ έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά στυλό διαρκείας, αναπτήρων και ξυριστικών μηχανών. To στυλό Bic θεωρείται ένα από τα κορυφαία σχεδιαστικά αντικείμενα του 20ου αιώνα και αποτελεί μέρος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

H Bic σε αριθμούς

  • Η οικογένεια Μπικ κατέχει το 40% των μετοχών της Societe Bic. (2006)
  • Τζίρος 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ και κέρδη 709 εκατομμύρια ευρώ. (2006)
  • Τα έσοδα προέρχονται από: Είδη γραφείου 43%, Αναπτήρες 49%, Λοιπά 8%.
  • Κάθε μέρα πωλούνται 24 εκατομμύρια είδη γραφείου, 5 εκατομμύρια αναπτήρες και 10 εκατομμύρια ξυριστικές μηχανές.
  • Η διάρθρωση της παραγωγής της είναι: 51% είδη γραφείου, 27% Αναπτήρες, 18% ξυριστικές μηχανές και 4% λοιπά προϊόντα.
  • Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2005 πουλήθηκε το εκατοστοδισεκατομμυριοστό στυλό διαρκείας.
  • Με ένα «Μπικ» μπορείς να γράψεις σε μία απόσταση έως και τρία χιλιόμετρα.

Γεννήσεις

μ.Χ.

 
Γιόχαν Στράους (υιός), αυστριακός συνθέτης. («Γαλάζιος Δούναβης») (Θαν. 3/6/1899)
 
 
Πάμπλο Πικάσο, ισπανός ζωγράφος. (Θαν. 8/4/1973)
 
 
Νίκος Νικολαΐδης, έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου και συγγραφέας. («Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα») (Θαν. 5/9/2007)

 

 

Θάνατοι

μ.Χ.

 
Εβαντζελίστα Τοριτσέλι, ιταλός φυσικός και μαθηματικός, εφευρέτης μεταξύ άλλων και του βαρόμετρου. (Γεν. 15/10/1608)
 
 
Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, ρώσος συνθέτης. («Ο Καρυοθραύστη», «Η Λίμνης των Κύκνων») (Γεν. 25/4/1840)
 
 
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, έλληνας συγγραφέας. (Γεν. 15/10/1850)
 
1973

Αμπέμπε Μπικίλα
1932 – 1973

Θρυλικός μαραθωνοδρόμος από την Αιθιοπία, με δύο σημαντικές πρωτιές στην ιστορία του αθλητισμού. Υπήρξε ο πρώτος αθλητής που κέρδισε τον Μαραθώνιο Δρόμο σε δύο συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες (1960 και 1964) και ο πρώτος μαύρος Αφρικανός, που κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

 

Ο Αμπέμπε Μπικίλα (Abebe Bikila) γεννήθηκε στο Γιάτο της Αιθιοπίας στις 7 Αυγούστου 1932, την ημέρα που γινόταν ο Μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Ήταν γιος ενός φτωχού βοσκού και σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να καταταγεί στον στρατό για να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του. Ξεκίνησε με τα πόδια για την πρωτεύουσα Αντίς Άμπαμπα και επιλέχθηκε για την Αυτοκρατορική Φρουρά του Χαϊλέ Σελασιέ, όπου υπηρέτησε ως στρατιώτης.

Η ζωή του άλλαξε ρότα, όταν τον ανακάλυψε ο σουηδός προπονητής της εθνική ομάδας Όνι Νισκάνεν και του πρότεινε να γίνει δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Μέχρι τα 28 χρόνια δεν είχε κάποια σημαντική διάκριση και ήταν παντελώς άγνωστος στο εξωτερικό. Ήταν η εποχή, που κανείς δεν υπολόγιζε τους μαύρους αφρικανούς αθλητές. Για καλή του τύχη θα επιλεγεί την τελευταία στιγμή για την ομάδα της Αιθιοπίας στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, όταν ο μαραθωνοδρόμος Βάμι Μπιράτου θα στραμπουλίξει τον αστράγαλό του, παίζοντας ποδόσφαιρο.

Την ημέρα διεξαγωγής του Μαραθωνίου στην Αιώνια Πόλη, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά για τον Μπικίλα. Η «Αντίντας», που ήταν η αποκλειστική χορηγός των αθλητικών υποδημάτων, δεν είχε το κατάλληλο ζευγάρι για τον αιθίοπα αθλητή. Δύο ώρες πριν από την έναρξη του αγώνα «επιστρατεύτηκε» και το τελευταίο διαθέσιμο ζευγάρι, που, όμως, τον στένευε. Έτσι αποφάσισε με τον προπονητή του Νισκάνεν να τρέξει ξυπόλητος, όπως το συνήθιζε στις προπονήσεις.

Όταν παρατάχθηκε το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1960 μπροστά στην Αψίδα του Κωνσταντίνου για την εκκίνηση του αγώνα, οι συναθλητές του δεν έκρυβαν την έκπληξή τους για την εμφάνιση του Μπικίλα, ενώ δεν έλειψαν τα ειρωνικά σχόλια. Αποφασιστικός ο Αιθίοπας άκουσε τις τελευταίες οδηγίες του προπονητή του, που του επεσήμανε τους κυριότερους αντιπάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο μαροκινός Ραντί με το νούμερο 26.

Η κούρσα ξεκίνησε και ο Μπικίλα «κατάπινε» τον ένα μετά τον άλλο τους αντιπάλους του σε αναζήτηση του αθλητή με το Νο 26. Μετά το 20ο χιλιόμετρο, αυτός και ένας αθλητής με το Νο 185 είχαν δημιουργήσει σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους. Ήταν ο Ραντί, που από λάθος πληροφόρηση έφερε τον αριθμό 185. Ο Μπικίλα δεν το γνώριζε και επιτάχυνε προς αναζήτηση του ανθρώπου με το Νο 26. Από κοντά και ο Μαροκινός, που τον ακολούθησε για μεγάλο διάστημα. 500 μέτρα πριν από τον τερματισμό και αφού ο Μπικίλα είχε ενημερωθεί ότι δεν υπήρχε προπορευόμενος αθλητής, «ξεκόλλησε» από τον Ραντί και τερμάτισε πρώτος με χρόνο 2:15:16 και 2 δέκατα, έχοντας μια διαφορά 26 δευτερολέπτων από τον μεγάλο του αντίπαλο.

Ο Μπικίλα επέστρεψε με το φωτοστέφανο του ήρωα στην πατρίδα του, ενώ η νίκη του χαιρετίστηκε σε όλη την Αφρική. Ο αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ τον παρασημοφόρησε και τον προήγαγε στον βαθμό του δεκανέα. Το 1961 κέρδισε μαραθωνίους στην Ελλάδα, την Ιαπωνία και την Τσεχοσλοβακία και στη συνέχεια αποσύρθηκε για δύο χρόνια από τους στίβους. Στο διάστημα αυτό παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν χωρίς τη θέλησή του πήρε μέρος σ' ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του αυτοκράτορα. Καταδικάσθηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού, αλλά σώθηκε με τη χάρη που του απένειμε ο Χαϊλέ Σελασιέ, λόγω των εξαιρετικών του υπηρεσιών προς την πατρίδα.

Ο Μπικίλα επανήλθε στους στίβους την προολυμπιακή χρονιά του 1963, όπου υπέστη και την πρώτη του ήττα, τερματίζοντας 5ος στον Μαραθώνιο της Βοστόνης. Τον επόμενο χρόνο προετοιμάστηκε εντατικά και μεθοδικά για να υπερασπίσει τον τίτλο του στους Ολυμπιακούς του Τόκιο. 40 μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων ένοιωσε πόνους στην κοιλιακή χώρα και οι γιατροί διέγνωσαν οξεία σκωληκοειδίτιδα. Υπεβλήθη αμέσως σε εγχείριση και κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης άρχισε να κάνει ελαφρά προπόνηση στην αυλή του νοσοκομείου, ξεγελώντας τα βράδια τους γιατρούς.

Με ελλειπή προετοιμασία το κρίσιμο διάστημα δεν είχε και πολλές ελπίδες να επαναλάβει το θαύμα της Ρώμης. Αυτή τη φορά έτρεξε κανονικά με παπούτσια, αφού η ιαπωνική Asics, που ήταν χορηγός του αθλητικού υλικού, φρόντισε να μην επαναλάβει το λάθος της Adidas. Στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών του Τόκιο, ο Μπικίλα ακολούθησε την ίδια τακτική με τη Ρώμη. Άλλαξε τον ρυθμό του μετά το 20ο χιλιόμετρο και εξαφανίστηκε, τερματίζοντας πρώτος, με διαφορά τεσσάρων λεπτών από τον δεύτερο βρετανό Χέιτλι και χρόνο 2:12:11 και 2 δέκατα. Προς έκπληξη όλων συνέχισε να τρέχει κι έκανε άλλα 10 χιλιόμετρα για χαλάρωμα.

Ο Μπικίλα επέστρεψε για δεύτερη φορά θριαμβευτής στην πατρίδα του και ο αυτοκράτορας του έδωσε μία ακόμη προαγωγή και του έκανε δώρο ένα αυτοκίνητο, ένα λευκό «σκαραβαίο» της Volkswagen, το οποίο για τα μέτρα της πάμφτωχης Αιθιοπίας ισοδυναμούσε με Πόρσε. Ο Μπικίλα επέστρεψε στους στίβους λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968. Πήρε μέρος για τρίτη συνεχόμενη φορά σε Μαραθώνιο Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά ήταν άτυχος, καθώς στο 17ο χιλιόμετρο της διαδρομής τραυματίστηκε και αποχώρησε. Η λύπη του μετριάστηκε από το γεγονός ότι ο συμπατριώτης και φίλος του Μάμο Βόλντε έκοψε πρώτος το νήμα, τριτώνοντας το καλό για την Αιθιοπία.

Η μοίρα, όμως, έπαιξε άσχημο παιγνίδι στον μεγάλο αθλητή, ένα χρόνο αργότερα. Στην προσπάθειά του να αποφύγει μια ομάδα διαδηλωτών, που εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά του, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, που έπεσε σε χαντάκι. Ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος από τον «σκαραβαίο» και έμεινε παράλυτος, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Στις 25 Οκτωβρίου 1973 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 41 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία, επιπλοκή από το αυτοκινητιστικό ατύχημα του 1969. Ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.

 

 

 

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου