Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 06 Φεβ 2018
Σαν Σήμερα... Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Σαν Σήμερα... Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

 

 
Ανατολή Ήλιου: 07:23 – Δύση Ήλιου: 17:55

 

Σαν Σήμερα...

Γεγονότα

 


μ.Χ.
Ξεκινά η πρώτη προσπάθεια επαναπροώθησης των μαύρων από την Αμερική στην Αφρική, με τη δημιουργία του κράτους της Λιβερίας.
Η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη καταρρέει, εξαιτίας του επεισοδίου Νίκολσον και της βαριάς φορολογίας.
Κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Ελεύθερο Βήμα» (σήμερα «Το Βήμα»), που πρόσκειται στο κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζελική παράταξη). Μεταξύ των ιδρυτών της, ο Δημήτριος Λαμπράκης.
Η Αλίκη Διπλαράκου εκπροσωπεί τη χώρα μας στον διαγωνισμό ομορφιάς «Μις Ευρώπη», που διεξάγεται στο Παρίσι. Επιβεβαιώνοντας τα προγνωστικά, αναδεικνύεται η ομορφότερη γυναίκα της Ευρώπης για το 1930.
Επτά ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σκοτώνονται σε αεροπορικό δυστύχημα στο Μόναχο.
Το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας καταργεί τις ποδιές των μαθητριών στα σχολεία.

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
Γιόχαν Άνταμ Βάισχαουπτ, γερμανός φιλόσοφος και ιδρυτής της μυστικής σέχτας των Ιλουμινάτι (Πεφωτισμένοι). (Θαν. 18/11/1830)
Ρόναλντ Ρίγκαν, αμερικανός ηθοποιός και 40ος πρόεδρος των ΗΠΑ. (Θαν. 5/6/2004)
Μπομπ Μάρλεϊ, τζαμαϊκανός τραγουδιστής της ρέγγε. (Θαν. 11/5/1981)

Θάνατοι

 


μ.Χ.
Άλδος Μανούτιος, ιταλός τυπογράφος, που διέσωσε μεγάλο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. (Γεν. 1449)

Ούγος Φώσκολος
1778 – 1827

Ιταλός ποιητής και μυθιστοριογράφος, ελληνικής καταγωγής. Με το έργο του εξέφρασε τα πατριωτικά εθνικά συναισθήματα των Ιταλών κατά την ταραγμένη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων και της επανόδου των Αυστριακών στη βόρεια Ιταλία. Τα ποιήματά του συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ιταλικής λογοτεχνίας.

Ο Ούγος Φώσκολος (Ugo Foscolo) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1778 στη Ζάκυνθο, που τότε ήταν κτήση της Βενετίας. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος (Niccolò), το οποίο αργότερα άλλαξε σε Ούγος (Ugo). Πατέρας του ήταν ο βενετός γιατρός Ανδρέας Φώσκολος (Andrea Foscolo), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα. Μητέρα του ήταν η Ζακυνθινή Διαμαντίνα Σπαθή.

Έζησε για ένα διάστημα, κατά τα παιδικά του χρόνια, στο Σπαλάτο (σημερινό Σπλιτ Κροατίας), όπου υπηρέτησε ο πατέρας του ως διευθυντής νοσοκομείου. Μετά τον θάνατο του πατέρα το 1788, η οικογένεια επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμενε ως το 1794, οπότε εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Δάσκαλός του στη Ζάκυνθο ήταν ο ποιητής Αντώνιος Μαρτελάος, ο οποίος του εμφύσησε την αγάπη για την Ελλάδα, την οποία ο Φώσκολος διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στη Βενετία, φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών κι επιδόθηκε στη μελέτη των κλασικών γραμμάτων και της ρητορικής. Εκεί γνωρίστηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους, στους οποίους πρωταγωνιστούσε η κόμισσα Ιζαμπέλα Θεοτόκη Αλμπρίτσι, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά. Σε ηλικία 19 ετών παρουσίασε την τραγωδία «Θυέστης», η οποία ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία σε θέατρο της Βενετίας.

Στην αρχή αισθανόταν μεγάλο θαυμασμό για τον Ναπολέοντα και όταν ο τελευταίος ανέτρεψε τη βενετική ολιγαρχία, ο Φώσκολος έγραψε την ωδή «Στον Ελευθερωτή Βοναπάρτη» («A Bonaparte liberatore», 1797). Γρήγορα, όμως, απογοητεύθηκε, όταν ο Ναπολέων παραχώρησε τη Βενετία στους Αυστριακούς με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797). Κατήγγειλε με θάρρος αυτή τη συναλλαγή στο μυθιστόρημά του «Οι τελευταίες επιστολές του Ιάκωβου Όρτις («Le ultime lettere di Jacopo Ortis», 1798).

Πάντως, όταν οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ιταλία το 1799, ο Φώσκολος και άλλοι ιταλοί πατριώτες πολέμησαν στο πλευρό των Γάλλων. Έπειτα από τη μάχη του Μαρένγκο (14 Ιουνίου 1800), ονομάστηκε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού.

Μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε για ένα διάστημα σε διάφορες θέσεις στο Μιλάνο, στη Μπολόνια και στη Φλωρεντία, όπου παράλληλα ζούσε έντονη και κάπως έκλυτη ζωή. Η συγκίνησή του από τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805) εκφράστηκε με ένα εγκώμιο του Νέλσωνα, το οποίο περιέλαβε στο αριστουργηματικό ποίημά του «Οι τάφοι» («I sepolcri», 1807), το οποίο ενέπνευσε το κίνημα του Ριζορτζιμέντο (το κίνημα για την ιταλική ενοποίηση, 1815-1871) και εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητό στο ιταλικό κοινό.

Το 1807, μετά από σύντομη παραμονή στη Γαλλία, επέστρεψε στην Ιταλία και το 1808 τοποθετήθηκε καθηγητής της Ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, αλλά στο τέλος του χρόνου η έδρα καταργήθηκε και ο Φώσκολος μετέβη στο Μιλάνο. Θεωρήθηκε ξανά ύποπτος, λόγω κάποιων σατιρικών αναφορών του στον Ναπολέοντα στην τραγωδία του «Αίας» («Ajace», 1811) και το 1812 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου έγραψε το μεγάλο μέρος του περίφημου ποιήματός του «Οι Χάριτες» («Le Grazie»), το οποίο έμεινε ημιτελές. Το 1813 επανήλθε στο Μιλάνο.

Έπειτα από την πτώση του Ναπολέοντα, ο Φώσκολος αρνήθηκε να υπηρετήσει τους Αυστριακούς. Kατέφυγε εξόριστος στην Ελβετία και το 1816 στην Αγγλία, μαζί με τον φίλο του Ανδρέα Κάλβο. Ως ιταλός πατριώτης, έτυχε θερμής υποδοχής από τους φιλελεύθερους κύκλους του Λονδίνου. Τελικά, όμως, ο δύσκολος χαρακτήρας του και η άσωτη ζωή του τον αποξένωσαν από πολλούς άγγλους φίλους του. Για να κερδίζει τα προς το ζην, παρέδιδε μαθήματα και συνεργαζόταν με περιοδικά, όπου δημοσίευσε σημαντικά άρθρα για την ιταλική λογοτεχνία.

Το 1824, με επιστολή του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γραμμένη στα ελληνικά, εξέφρασε την επιθυμία να κατέλθει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πλην, όμως, η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε από τις στερήσεις και τις κακουχίες και δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

Ο Ούγος Φώσκολος πέθανε στο Λονδίνο στις 10 Σεπτεμβρίου 1827, σε ηλικία 49 ετών. Το 1871 η σορός του μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία και τάφηκε στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού, πλάι στους τάφους επιφανών Ιταλών, όπως του Μιχαήλ Άγγελου, του Μακιαβέλι και του Γαλιλαίου. Το 1927 γιορτάσθηκε στη Ζάκυνθο η εκατονταετηρίδα του ποιητή, με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του και την έκδοση αναμνηστικού λευκώματος.

Τζόζεφ Πρίστλεϊ, άγγλος κληρικός, πολιτικός επιστήμονας και φυσικός, που συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανακάλυψη του οξυγόνου. (Γεν. 13/3/1733)
Γκάρι Μουρ, άγγλος κιθαρίστας και τραγουδιστής, μέλος -μεταξύ άλλων- του συγκροτήματος Thin Lizzy. (Γεν. 4/4/1952)

Μπομπ Μάρλεϊ
1945 – 1981

Τραγουδοποιός από την Ιαμαϊκή (Jamaica), που διεθνοποίησε τη μουσική ρέγκε και την κουλτούρα των Ρασταφάρι.

Ο Μπομπ Μάρλεϊ (Bob Marley) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ. Ήταν γιος του πενηντάχρονου άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ και της δεκαοκτάχρονης Σιντέλα Μπούκερ, μιας ντόπιας μαύρης. Ο πατέρας του ζούσε στο Λίβερπουλ, αλλά βοηθούσε οικονομικά τον μικρό του γιο και τη μητέρα του, μέχρι τον θάνατό του το 1955. Τότε, ο Μπομπ και η μητέρα του αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν στον τενεκοδομαχαλά Τρέντσταουν του Κίνγκστον, ελλείψει χρημάτων. Εκεί ο μικροσκοπικός Μπομπ (δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,63 μ. σε ύψος), αναγκάσθηκε να ατσαλώσει τον χαρακτήρα του για να επιβιώσει, καθώς αντιμετώπιζε την προκατάληψη τόσο των λευκών όσο και των μαύρων.

Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζο Χιγκς, έναν εκκολαπτόμενο τραγουδιστή και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, ένα περίεργο κράμα από βιβλικές προφητείες, φιλοσοφία της επιστροφής στη φύση και μαύρου εθνικισμού, που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας και τη νοσταλγία επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (γνωστός αργότερα ως Πίτερ Τος). Το 1962 ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ Judge Not και One Cup of Coffee, που πέρασαν απαρατήρητα και τα γνωρίσαμε από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του.

Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία The Teenagers. Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία The Wailers. H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ.

Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.

Bob Marley & The Wailers

Από το 1968 έως το 1972 οι Γουέιλερς ξαναηχογράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Catch A Fire (Stir It Up, Kinky Reggae), που κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το Burnin' με τραγούδια όπως τα Get Up, Stand Up και το I shot the Sheriff, που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.

Το 1974 οι Γουέιλερς διαλύθηκαν, λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο I Threes, που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.

Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι No Woman, No Cry από το άλμπουμ Natty Dread. Τον επόμενο χρόνο το Rastaman Vibration γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.

Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει δόξη και τιμή στην Ιαμαϊκή για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το Exodus (Exodus, Waiting in Vain, Jammin', One Love) και το Kaya (Is this Love, Sun is shinning). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως One Love Peace Concert.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ Babylon by Bus και το πολιτικά φορτισμένο Survival, με τραγούδια όπως τα Zimbabwe, Africa Unite, Wake Up and Live και Survival. Το 1980, το Uprising είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα Redemption Song και Forever Loving Jah.

Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.

Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.

Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ Legend, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου