Ιταλός ζωγράφος και δάσκαλος της ζωγραφικής, που εμπνεύστηκε από τον ξεσηκωμό των Ελλήνων το 1821.
Ο Λουντοβίκο Λιπαρίνι (Ludovico Lipparini) γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1800 στην Πολωνία (Μπολόνια) και σπούδασε ζωγραφική στη γενέτειρά του. Το 1825 εγκαταστάθηκε στη Βενετία και από το 1831 άρχισε να διδάσκει ζωγραφική στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Ο Λιπαρίνι διακρίθηκε ως ζωγράφος προσωπογραφιών και ιστορικών θεμάτων και ανήκει στη νεοκλασσική σχολή. Μαθητής του υπήρξε ο ζακυνθινός ζωγράφος Διονύσιος Τσόκος (1820-1862), που επηρεάστηκε καθοριστικά από την τεχνική και τη θεματολογία του δασκάλου του.
Ο πιο γνωστός πίνακάς του είναι η προσωπογραφία του αρχαιολόγου κόμη Λεοπόλντο Τσικονιάρα (1825, Πινακοθήκη Βενετίας), ενώ πίνακές του με θέματα από την ελληνική μυθολογία και ιστορία βρίσκονταν στις μεγαλύτερες ιδιωτικές συλλογές της Ιταλίας. Επηρεασμένος από ρομαντικό πνεύμα της εποχής του και τον ξεσηκωμό των Ελλήνων το 1821, ζωγράφισε μία σειρά από πίνακες με ελληνικά θέματα, όπως «Ο όρκος του Λόρδου Βύρωνα στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη» (1850, Δημοτικό Μουσείο Τρεβίζο), «Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη» (1841, Δημοτικό Μουσείο Τεργέστης) και «Ο Αρχιεπίσκοπός Γερμανός μπήγει το λάβαρο με τον σταυρό στον γκρεμό των Καλαβρύτων» (1838, Πινακοθήκη Μιλάνου, λιθογραφία του πίνακα στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών). Πηγή έμπνευσης για τον ζωγράφο στάθηκε η τετράτομη «Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος» του γάλλου φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ.
Ο Λουντοβίκο Λιπαρίνι πέθανε στη Βενετία στις 19 Μαρτίου 1856, σε ηλικία 56 ετών.
Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος, με πολυτάραχο και τραγικό βίο.
Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.
Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).
Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.
Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.
Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη:«Ελένη ή ο κανένας», εκδ. Άγρα, 1998) κι ενός θεατρικού έργου (Κώστας Ασημακόπουλος «Ελένη Αλταμούρα», εκδ Δωδώνη, 2005).