Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 28 Μάρ 2018
Σαν Σήμερα... Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Σαν Σήμερα... Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018Σαν Σήμερα... Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018Σαν Σήμερα... Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018Σαν Σήμερα... Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018
 
Ανατολή Ήλιου: 07:14 – Δύση Ήλιου: 19:45

 

Σαν Σήμερα...

  Ο Γιώργος Σεφέρης στηλιτεύει τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.

Η δήλωση Σεφέρη κατά της χούντας


Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα.

Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».

Η Δήλωση Σεφέρη

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.

Γεγονότα


μ.Χ.
Οι Βίκινγκς καταλαμβάνουν το Παρίσι, με αρχηγό τον Ράγκναρ Λόντμπροκ. Για να αποχωρήσουν, ο βασιλιάς των Φράγκων, Κάρολος ο Φαλακρός, τους δίδει τρεις τόνους ασήμι, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή.
Ο Αθανάσιος Διάκος, επικεφαλής ελλήνων επαναστατών, φθάνει στον Προφήτη Ηλία Λιβαδειάς και απαιτεί την παράδοση της πόλης από τον διοικητή της Χασάν Αγά.
  Εγκαθίσταται η Κομμούνα του Παρισιού, μία μορφή σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, που θα διαρκέσει έως τις 28 Μαΐου 1871.

Η Παρισινή Κομμούνα

Επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της σε τοπικό επίπεδο, καταργώντας τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους. Το πολιτικό πείραμα έλαβε χώρα στο Παρίσι και αποδείχτηκε θνησιγενές. Διήρκεσε 72 ημέρες (18 Μαρτίου - 28 Μαΐου 1871) και πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση του Λουί Τιερ (γνωστός και με το εξελληνισμένο επίθετο Θιέρσος).

Η Κομμούνα αναπτύχθηκε από το πολιτικό κενό που προέκυψε μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο με την Πρωσία (19 Ιουλίου 1870 - 10 Μαΐου 1871). Στις αρχές του 1871 οι Πρώσοι πολιορκούσαν το Παρίσι και μάλιστα στις 17 Φεβρουαρίου έκαναν θριαμβευτική πορεία στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Την ίδια μέρα, ο μετριοπαθής δημοκράτης Λουί Τιερ, που είχε αντιταχθεί στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και είχε κατηγορηθεί ως προδότης, κέρδισε τις εκλογές, μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'.

Το Παρίσι εκείνη την περίοδο ξεχώριζε από την υπόλοιπη Γαλλία για την πολυπληθή του εργατική τάξη, που διεκδικούσε μαχητικά τα δικαιώματά της και το 1864 είχε κερδίσει το δικαίωμα της απεργίας. Το 1866 το Παρίσι αριθμούσε 1.799.980 κατοίκους, το 57% των οποίων εργαζόταν στη βιομηχανία.

Το βράδυ της 17ης προς τη 18η Μαρτίου, σε μια προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του στο ανυπότακτο Παρίσι, ο Τιερ αποφάσισε να αφοπλίσει την πόλη για τον φόβο εργατικής εξέγερσης. Στη Μονμάρτη και την Μπελβίλ υπήρχαν 227 κανόνια για την άμυνα της πόλης υπό τον έλεγχο της ριζοσπαστικοποιημένης Εθνοφρουράς. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν δεν κατόρθωσαν να τα καταλάβουν, καθώς κυκλώθηκαν από εθνοφρουρούς και πολίτες. Οι στρατιώτες δεν πυροβόλησαν κατά του πλήθους, αλλά συνέλαβαν τους επικεφαλής τους στρατηγούς Λεκόντ και Τομά, τους οποίους εκτέλεσαν δια τυφεκισμού.

Ο Τιερ, που είχε συνθηκολογήσει με τους Πρώσους, διέταξε το στρατό να εκκενώσει την πόλη, ενώ ο ίδιος κατέφυγε σε ασφαλές καταφύγιο, στο οχυρό των Βερσαλιών, για να μην συλληφθεί. Η Εθνοφρουρά, που είχε εξελιχθεί σε επαναστατική δύναμη, αποφάσισε οι προαποφασισμένες δημοτικές εκλογές να διεξαχθούν στις 26 Μαρτίου. Όλο αυτό το διάστημα ενεργούσε ως κυβέρνηση, με τη βοήθεια των μαρξιστών εργατών της Α' Διεθνούς. Στις 26 Μαρτίου 1871 έγιναν με υποδειγματικό τρόπο οι δημοτικές εκλογές, στις οποίες πήρε μέρος το 50% των Παριζιάνων.

Το Δημοτικό Συμβούλιο που εκλέχθηκε ήταν 92μελές και εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Μέγαρο στις 28 Μαρτίου. Έλαβε την ονομασία «Κομμούνα των Παρισίων» («Commune de Paris») και ανέλαβε τις εξουσίες τις Εθνοφρουράς, εκπροσωπώντας ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα: Δημοκράτες και ριζοσπάστες αστούς, σοσιαλιστές, ανεξάρτητους επαναστάτες, σοσιαλιστές, μαρξιστές και αναρχικούς. Από τη σύνθεσή της είναι προφανές ότι η ηγεσία της Κομμούνας δεν είχε σαφές ιδεολογικό περίγραμμα κι έτσι δεν κατάφερε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ένα από τα ηγετικά μέλη της Κομμούνας ήταν κι ένας Έλληνας, ο δικηγόρος Παύλος Αργυριάδης από την Καστοριά.

Λουί Μπλανκί

Πρόεδρος της Κομμούνας εξελέγη ο πολιτικός ακτιβιστής Λουί Μπλανκί, ο οποίος, όμως, είχε συλληφθεί στις 17 Μαρτίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι κομουνάροι προσπάθησαν πολλές φορές ανεπιτυχώς να τον απελευθερώσουν, συλλαμβάνοντας ομήρους από την άλλη πλευρά, μεταξύ αυτών και τον αρχιεπίσκοπο των Παρισίων, Ζορζ Νταρμπουά.

Παρά τις αδυναμίες της, το έργο που επιτέλεσε ήταν σημαντικό, ιδιαίτερα στους τομείς της εργασίας και της παιδείας. Στον τομέα της εργασίας είχε τοποθετηθεί επικεφαλής ένας ούγγρος μαρξιστής, ο Λέον Φράνκελ, που πήρε μια σειρά από μέτρα για να ανακουφίσει τους εργάτες και τους μικροαστούς: κολλεκτιβοποίηση βιομηχανιών, χρεοστάσιο στο εμπόριο και τα ενοίκια, κατάργηση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, απαγόρευση τοκογλυφικών γραφείων και καθιέρωση της δεκάωρης ημερήσιας εργασίας.

Η Επιτροπή Παιδείας υπό τον Βαγιάν προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ενώ έλαβε μέτρα φεμινιστικού χαρακτήρα. Στην Επιτροπή Οικονομικών τοποθετήθηκε ένας έντιμος λογιστής, ο Φρανσουά Ζουρντ, ο οποίος αρνήθηκε να «εθνικοποιήσει» την Τράπεζα της Γαλλίας, στερώντας από τους κομμουνάρους πολύτιμο χρήμα για την επιτυχία του αγώνα τους.

Πολύ γρήγορα, η προσπάθεια της Κομμούνας αφιερώθηκε στον αγώνα εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχαν ενισχυθεί σημαντικά, μετά την αποχώρηση των Πρώσων. Διέθεταν 200.000 άνδρες απέναντι στους 60.000 άνδρες της Κομμούνας. Ο στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του Παρισιού στις 3 Απριλίου με την πολιορκία της πόλης. Μετά τις πρώτες στρατιωτικές αποτυχίες, η Κομμούνα σκλήρυνε τη στάση της, με την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που συνέστησε την Πρωτομαγιά του 1871, παρά την αντίδραση των αναρχικών.

Στις 21 Μαΐου οι δυνάμεις του Τιερ μπήκαν στο Παρίσι, όπου συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους κομμουνάρους. Σκληρές μάχες διεξάγονταν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά. Τα ανάκτορα του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Μέγαρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο στρατός προέβη σε μαζικές σφαγές αμάχων και οι Κομμουνάροι απάντησαν με την εκτέλεση 52 επιφανών Παριζιάνων, τους οποίους κρατούσαν ως ομήρους. Ανάμεσά τους, ο αρχιεπίσκοπος της πόλης Ζορζ Νταρμπουά.

Οι κυβερνητικές δυνάμεις επικράτησαν πλήρως στις 28 Μαΐου 1871, έπειτα από μια εβδομάδα άγριων μαχών, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ματωμένη Εβδομάδα» («La semaine sanglante»). Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων 30.000 - 40.000 κομμουνάροι σκοτώθηκαν, ενώ οι απώλειες για τους κυβερνητικούς ανήλθαν σε 1000 άνδρες. Μετά έπιασαν δουλειά τα στρατοδικεία, που εξέδωσαν 10.137 καταδικαστικές αποφάσεις: 93 σε θάνατο, 251 σε καταναγκαστικά έργα και 4586 σε εξορία στο υπερπόντιο νησί της Νέας Καληδονίας. Χιλιάδες, εξάλλου, από τους ηττημένους αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν.

Πτώματα μαχητών της Παρισινής Κομμούνας

Η Γαλλία έζησε υπό στρατιωτικό νόμο έως το 1876, ενώ αμνηστία για όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας δόθηκε το 1880. Καταπνίγοντας στο αίμα την επανάσταση των λαϊκών τάξεων του Παρισιού και εξουδετερώνοντας τους μοναρχικούς, το αστικό καθεστώς σταδιακά σταθεροποιείται και επιβάλλεται.

Η Γαλλική Δεξιά θεωρεί την Παρισινή Κομμούνα ως ένα κλασσικό παράδειγμα οχλοκρατίας και τρομοκρατίας. Η παγκόσμια αριστερά την αποθεώνει και τη θεωρεί ως δείγμα ωριμότητας της εργατικής τάξης, η οποία για πρώτη φορά αναλαμβάνει την εξουσία.

Ο Καρλ Μαρξ ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα ως σύμβολο της εργατικής εξέγερσης κατά της αστικής τάξης. Στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (εκδόσεις «Στοχαστής») γράφει: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ' όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».

Ασκεί, όμως, κριτική στους επικεφαλής της, γιατί έχασαν πολύτιμο χρόνο, εφαρμόζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, αντί να επιτεθούν και να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τιερ. Ο Λένιν μελέτησε προσεκτικά την Παρισινή Κομμούνα, προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία του για τη δικτατορία του προλεταριάτου και να εφαρμόσει τα διδάγματά της στην Οκτωβριανή Επανάσταση.

Για τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν η «καθαρή άρνηση του κράτους», ενώ αντίθετη ήταν η άποψη ενός άλλου εξέχοντος αναρχικού, του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος τη θεωρεί ως μια μικρογραφία του κράτους σε τοπικό επίπεδο, αφού δεν τόλμησε να καταργήσει τους θεσμούς του.

Ο αντίκτυπος της Παρισινής Κομμούνας έφθασε και στην Ελλάδα. Το σύνολο των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής τάχθηκε εχθρικά στην Κομμούνα και μόνο η εφημερίδα «Μέλλον» του Δήμου Παπαθανασίου την υπερασπίστηκε. Γράφει ο εκδότης της στις 11 Μαΐου 1871: «Ναι, χαίρετε οι πρόμαχοι και οσονούπω μάρτυρες των αρχών εφ' ων μόνον δύναται να θεμελιωθή η αληθής, η ακράδαντος, η λαοσώτηρα ελευθερία. Αι αρχαί σας θέλουν καταπνιγή εν τω αίματι και τω πυρί υπό των διαπλέων εκ της απορροφήσεως και του δεσποτισμού κιβδήλων δημοκρατών, αλλ' αι αρχαί σας εισί προωρισμέναι να αναπλάσσουν τα έθνη και τους λαούς».

Την Παρισινή Κομμούνα αποδοκίμασε και η Βουλή, στη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου 1871. Ο βουλευτής Λομβάρδος ανέφερε στην ομιλία του: «Μικρά και αδύνατος η Ελλάς αλλ' υπέρ της ελευθερίας πάντοτε αγωνισθείσα και αγωνιζόμενη δεν ημπορεί παρά να υψώσει δυνατά την φωνήν της αγανακτήσεώς της εναντίον εκείνων οι οποίοι εν τη καταχρήσει του ονόματος της ελευθερίας, την ελευθερίαν εσχάτως εν Παρισίοις επολέμησαν. Η Ελλάς μικρά και αδύνατος έλαβε την πείραν ότι ουδέν πολεμιώτερον της ελευθερίας όσον η αταξία. Εάν δεν εξασφαλίζη τι την ελευθερίαν, την εξασφαλίζει ο σεβασμός των νόμων και των δικαιωμάτων εκάστου».

Κοντσέρτο για Τρομπέτα του Χάιντν

Μία από τις πιο γνωστές συνθέσεις του σπουδαίου αυστριακού Γιόζεφ Χάιντν (1732-1809) και έργο αναφοράς για το πνευστό αυτό όργανο.

Το Κοντσέρτο για Τρομπέτα του Χάιντν γράφτηκε το 1796, όταν ο συνθέτης ήταν 64 ετών, για τον φίλο και συμπατριώτη του τρομπετίστα Άντον Βάιντιγκερ (1766-1852), που μεσουρανούσε εκείνο το διάστημα στο καλλιτεχνικό στερέωμα και συνεισέφερε αρκετά στην εξέλιξη του οργάνου. Εκείνη την περίοδο η τρομπέτα παιζόταν με κλειδιά και όχι με βαλβίδες, όπως σήμερα. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 28 Μαρτίου του 1800, με τον Βάιντιγκερ ως σολίστ.

Το έργο, που διαρκεί γύρω στα 15 λεπτά, αποτελείται από τρία μέρη:

  1. Allegro
  2. Andante
  3. Allegro

Είναι ενορχηστρωμένο, εκτός από τη σόλο τρομπέτα, για 3 φλάουτα, 2 όμποε, 2 φαγκότα, 2 γαλλικά κόρνα, 2 τρομπέτες, τύμπανα και έγχορδα.

Η Κωνσταντινούπολη μετονομάζεται και επίσημα σε Ιστανμπούλ.
Λήγει ο ισπανικός εμφύλιος, με την κατάληψη της Μαδρίτης από τις δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο.

 

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
Σπύρος Σκούρας, μεγαλοπαράγων του Χόλιγουντ, πρόεδρος της «20th Century - Fox» από το 1942 έως το 1962. (Θαν. 16/8/1971)
Μάριο Βάργκας Λιόσα, περουβιανός συγγραφέας και πολιτικός, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2010.
Παναγιώτα Βλαντή, ελληνίδα ηθοποιός.

Θάνατοι

 


μ.Χ.

Αγγελής Γοβγίνας
1780 – 1822

Αγωνιστής του '21 από την Εύβοια.

Ο Αγγελής Τζουτζάς ή Τζοτζάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1780 στη Λίμνη Ευβοίας. Το Γοβγίνας ή Γοβιός είναι παρατσούκλι και παρέπεμπε στο γνωστό ψάρι του γλυκού νερού, ίσως εξαιτίας της προϋπηρεσίας του στη θάλασσα.

Παλιός κλέφτης και παλληκάρι, ο Γοβγίνας είχε αγνό χαρακτήρα και έντονη την αίσθηση του δικαίου. Γι’ αυτό και δεν ανεχόταν να βλέπει τους φτωχούς συμπατριώτες του να καταπιέζονται, όχι μόνο από τον Τούρκο δυνάστη, αλλά και από τους ισχυρούς κοτζαμπάσηδες της περιοχής. Γρήγορα ήλθε σε προστριβή μαζί τους και η παραμονή του στη Λίμνη κατέστη αδύνατη. Έτσι, το 1817 κατέφυγε στην Αυλή του Αλή Πασά, όπου μυήθηκε στη στρατιωτική τέχνη.

Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ακολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τον οποίο είχε γνωριστεί στα Ιωάννινα και μαζί του πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και τις στρατιωτικές του ικανότητες.

Στη συνέχεια κλήθηκε από τους προκρίτους της Βόρειας Εύβοιας να αναλάβει τη διοίκηση τον τοπικών επαναστατικών σωμάτων, που βρίσκονταν σε κατάσταση αποσυνθέσεως, εξαιτίας των αποτυχιών του οπλαρχηγού Βερούση Μουτσανά (εξαδέλφου του Οδυσσέα Ανδρούτσου) και της ισχυρής παρουσίας των Οθωμανών στο νησί. Οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι πριν από τέσσερα χρόνια τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί, τώρα τον έβλεπαν ως σωτήρα.

Ο Γοβγίνας οργάνωσε το ελληνικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια, κοντά στη Χαλκίδα και κατέστρωσε σχέδιο για την αναστροφή της κατάστασης. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή του επιτέθηκε κατά των Τούρκων στα Ψαχνά και τους καταδίωξε ως τη Χαλκίδα, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατών. Κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών γύρω από τη Χαλκίδα σκοτώθηκε ο επικίνδυνος οθωμανός Οσμάν Χατζαράκης από την Κάρυστο, ο μπέης της οποίας Ομέρ εξουσίαζε όλη τη νότια Εύβοια.

Στις 14 Ιουλίου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης βρέθηκε στη Χαλκίδα, αποφασισμένος να καταπνίξει κάθε επαναστατική κίνηση στην Εύβοια. Την επομένη επιτέθηκε κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια, αλλά αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα και τους 300 άνδρες του, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 70 νεκρούς στρατιώτες του και υπερδιπλάσιους τραυματίες. Στη μάχη, που διάρκεσε επτά ώρες, αναγνωρίστηκε η προσωπικότητα και ο στρατηγικούς νους του Γοβγίνα. Ο Ομέρ Βρυώνης επανήλθε στις 18 Ιουλίου στα Βρυσάκια, αλλά και πάλι αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα, που είχε καταφύγει στις γύρω ορεινές περιοχές. Έτσι, αναγκάσθηκε ταπεινωμένος να εγκαταλείψει την Εύβοια και να βαδίσει κατά της Αθήνας.

Στα μέσα Αυγούστου του 1821 πληροφορήθηκε ότι ο Βερούσης Μουτσανάς βάδιζε κατά της πατρίδας του Λίμνης, αποφασισμένος να την κάψει για να εκδικηθεί τους προκρίτους που τον είχαν καθαιρέσει. Τον συνόδευαν αρκετοί άνδρες, στους οποίους είχε υποσχεθεί λεηλασίες και διαρπαγές. Ο Γοβγίνας ξεκίνησε αμέσως κατά του προκατόχου του στην αρχηγία του αγώνα στη Βόρεια Εύβοια. Τον συνάντησε έξω από τη Λίμνη και αφού τον χτύπησε, τον εξανάγκασε να φύγει από την Εύβοια.

Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1822 ο Αγγελής Γοβγίνας ανέλαβε τη διοίκηση όλων των ευβοϊκών στρατιωτικών σωμάτων, μετά την ανεξήγητη ανάκληση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την περιοχή, με διαταγή του Αρείου Πάγου (κυβερνητικό σώμα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος). Στόχος του Γοβγίνα ήταν πρώτα να αποκλείσει του Τούρκους της Χαλκίδας και στη συνέχεια να βαδίσει απερίσπαστος κατά της Καρύστου.

Το σχέδιό του έγινε αντιληπτό από τους Τούρκους της Χαλκίδας, οι οποίοι συγκρότησαν στρατιωτικό σώμα εκ 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κενάν Αγά και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1822. Στη μάχη που επακολούθησε, ο Γοβγίνας παρασύρθηκε σε μία καλοστημένη ενέδρα και τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα στην πλάτη. Λίγη ώρα αργότερα εξέπνευσε. Την επομένη, οι Τούρκοι βρήκαν τον νεκρό Γοβγίνα και αφού του έκοψαν το κεφάλι, το περιέφεραν θριαμβευτικά επί οκτώ ημέρες στους δρόμους της Χαλκίδας υπό τους κανονιοβολισμούς των φρουρίων της πόλης.

Η λαϊκή μούσα θρήνησε στον Γοβγίνα με τους ακόλουθους στίχους:

Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι
που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.
Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι
μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι;
Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.
Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.

Μαρκήσιος Κοντορσέ, (Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά Καριτά, Μαρκί ντε Κοντορσέ), γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και πολιτικός επιστήμονας, από τους θεμελιωτές του Διαφωτισμού. (Γεν. 17/9/1743)
Τζίμι Θορπ, ινδιάνος αθλητής του στίβου. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 κατέκτησε χρυσά μετάλλια στο πένταθλο και το δέκαθλο, τα οποία όμως του αφαιρέθηκαν επειδή έπαιξε επαγγελματικό μποξ και του επιστράφηκαν μετά θάνατον, το 1982. (Γεν. 28/5/1888)
Μορίς Ζαρ, γάλλος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής, βραβευμένος με Όσκαρ, πατέρας του Ζαν Μισέλ Ζαρ. («Λόρενς της Αραβίας», «Δόκτωρ Ζιβάγκο») (Γεν. 13/9/1924)

Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν
1920 – 2012

Διακεκριμένος αρμένιος συνθέτης, γνωστός στους κύκλους της κλασικής μουσικής για το έργο του Κοντσέρτο για τρομπέτα και ορχήστρα (1950).

Ο Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν (Alexander Arutiunian) γεννήθηκε στο Ερεβάν στις 23 Σεπτεμβρίου 1920. Ο πατέρας του Γκριγκόρ ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του Ελεωνόρα ασχολείτο με τα οικιακά. Σε ηλικία επτά ετών έγινε δεκτός στο παιδικό τμήμα του Κρατικού Ωδείου του Ερεβάν και σε ηλικία 14 ετών άρχισε να μαθαίνει πιάνο και σύνθεση. Αποφοίτησε το 1941 και μετά τον πόλεμο μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη σύνθεση, με καθηγητή τον Γκένριχ Λιτίνσκι (1946-1948).

Το 1948 επέστρεψε στο Ερεβάν, όπου δίδαξε στο τοπικό Ωδείο και τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Στάλιν για την «Καντάντα για την πατρίδα», έργο που έκανε γνωστό το όνομά του και εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Τον επόμενο χρόνο συνέθεσε την Εορταστική Εισαγωγή, η οποία παρουσιάστηκε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λένινγκραντ, υπό τη διεύθυνση του Εβγκένι Μραβίνσκι.

Το 1950 παρουσίασε το «Κοντσέρτο για τρομπέτα και ορχήστρα», που απογείωσε τη φήμη του και σήμερα θεωρείται έργο ρεπερτορίου για το όργανο. Είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους τρομπετίστες, εξαιτίας των δεξιοτεχνικών περασμάτων του. Αποτελείται από πέντε μέρη, που παίζονται χωρίς διακοπή (ατάκα):

  • Αντάντε - Αλέγκρο Ενέρτζικο
  • Μένο Μόσο
  • Τέμπο 1
  • Μένο Μόσο
  • Τέμπο 1- (Καντέντσα) Κόντα

Το έργο άρχισε να το γράφει το 1943 για τον Ζόλακ Βαρτασαριάν, τρομπετίστα της Κρατικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Αρμενίας. Όταν ο Βαρτασαριάν σκοτώθηκε στον πόλεμο, ο συνθέτης το έβαλε στο συρτάρι του και το ολοκλήρωσε το 1950, αφιερώνοντας το στον τρομπετίστα Αϊκάζ Μεσλαγιάν, ο οποίος ήταν και ο πρώτος σολίστας του κοντσέρτου. Το έργο οφείλει τη φήμη του και στον διάσημο ρώσο τρομπετίστα Τιμοφέι Νταξίτζερ, ο οποίος το διέδωσε στη Δύση.

Το 1950 ο Αρουτιουνιάν παντρεύτηκε την Ιρίνα Οντένοβα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: την πιανίστρια και δικηγόρο Ναρίνε (1951) και τον σχεδιαστή Σούρεν (1953). Το 1954 διορίσθηκε καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Αρμενίας και το 1970 ανακηρύχθηκε Καλλιτέχνης του Λαού της ΕΣΣΔ.

Το μουσικό ύφος του Αρουτιουνιάν, διαμορφωμένο από τα αρμενικά λαϊκά τραγούδια και τους αυτοσχεδιασμούς των λαϊκών βάρδων (ashughner), παρουσίαζε αρχικά συγγένεια με εκείνο του Αράμ Χατσατουριάν, αλλά αργότερα έγινε διαυγέστερο, τείνοντας προς τις κλασικές μορφές. Εκτός από το Κοντσέρτο για τρομπέτα, σημαντικά έργα του είναι:

  • «Συμφωνία για μεγάλη ορχήστρα» (1957)
  • «Ένας θρύλος για τον Αρμενικό Λαό» (1960)
  • «Σαγιάτ-Νοβά» (1967), όπερα με θέμα τη ζωή ενός φημισμένου Αρμένιου βάρδου του 18ου αιώνα.
  • «Σινφονιέτα» (1966)
  • «Ωδή στον Λένιν» (1967)
  • «Ύμνος στην αδελφοσύνη» (1970)
  • «Αρμενικές Σκηνές» (1984)
  • «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα εγχόρδων» (1988). Από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του.
  • «Κοντσέρτο για τούμπα και ορχήστρα» (1994)

Ο Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν πέθανε σε βαθύ γήρας, στο Ερεβάν, στις 28 Μαρτίου 2012.

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου