Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μεταβαίνει από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη και μιλά στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας για παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 1974, ήταν αιματηρό και χρειάστηκε δύο ημέρες για να επικρατήσει πλήρως. Σε συνδυασμό με τη διαφυγή του Μακαρίου, δεν άφησε τους χουντικούς συνωμότες να χαρούν τον «θρίαμβό» τους. Την αρχική ευφορία διαδέχθηκε η αμηχανία και στη συνέχεια η ανησυχία και η αναστάτωση. Τα γεγονότα είχαν λάβει διαφορετική τροπή απ’ ότι υπολόγιζαν.
Στις 16 Ιουλίου ο Μακάριος πέταξε με βρετανικό αεροπλάνο στη Μάλτα και από εκεί στο Λονδίνο το βράδυ της ίδιας ημέρας. Την επομένη, 17 Ιουλίου, ο Μακάριος έγινε δεκτός από τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον και τον υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν, ηγετικά στελέχη του Εργατικού Κόμματος, που κυβερνούσε εκείνη την περίοδο τη Μεγάλη Βρετανία. Και οι δύο τον διαβεβαίωσαν ότι η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθεί να τον αναγνωρίζει ως τον νόμιμο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, την ίδια ημέρα, δέχονται για διαβουλεύσεις και τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος τους προτείνει να αναλάβουν κοινή δράση Τουρκία και Μεγάλη Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο. Οι Βρετανοί απορρίπτουν την εισήγηση Ετσεβίτ και ταυτόχρονα τον αποτρέπουν να αναλάβει οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Η δήλωσή τους ήταν σε επίπεδο ευχολογίου, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, δηλαδή την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Κίσινγκερ
Στις 17 Ιουλίου δραστηριοποιείται έντονα και ο αμερικανικός παράγων, που φαίνεται αρχικά να έχει υποτιμήσει το θέμα, καθώς είναι απασχολημένος με σοβαρότερα πράγματα (Σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, σχέσεις με Σοβιετική Ένωση, ασφάλεια Ισραήλ κ.ά). Ο Υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ αναθέτει στον υφυπουργό του Τζόζεφ Σίσκο να μεταβεί στο Λονδίνο, την Άγκυρα και την Αθήνα, για την αποφυγή πολεμικών ενεργειών. Τον συνοδεύει ο βοηθός Υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Έλσγουορθ. Το κατεστημένο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής είχε πάρει την απόφαση να μην παρέμβει δυναμικά. «Δεν θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε την Τουρκία, αν σημειωθεί και νέα ανάφλεξη στο νησί» είχε δηλώσει στις 23 Ιανουαρίου του 1968 ο Σάιρους Βανς, σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου.
Στις 18 Ιουλίου ο Σίσκο και η συνοδεία του φθάνουν στην Αθήνα και συναντώνται με τον άχρωμο πρωθυπουργό της χούντας Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, πρωί και απόγευμα. Στην πρωινή σύσκεψη παρών ήταν και ο ισχυρός ανήρ του καθεστώτος, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ο οποίος αποχώρησε οργισμένος με τη φράση «Αν οι Τούρκοι θέλουν πόλεμο θα τον έχουν», όταν δέχθηκε πιέσεις από τον Σίσκο για παραχωρήσεις στους Τουρκοκυπρίους. Το βράδυ της ίδιας ημέρας φθάνει η πληροφορία στην Αθήνα για στρατιωτικές κινήσεις στις τουρκικές ακτές απέναντι από την Κύπρο. Η πληροφορία αυτή δεν ανησυχεί την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, η οποία την εντάσσει στα συνήθη για την εποχή στρατιωτικά γυμνάσια των Τούρκων. Πάντως, λαμβάνει κάποια πρώτα μέτρα, με την αποστολή δύο υποβρυχίων στ' ανοιχτά της Ρόδου κι ενός σμήνους αεροσκαφών F-84 στην Κρήτη. Στην Άγκυρα, οι εφημερίδες καλλιεργούν κλίμα πολεμικό. Στη μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Χουριέτ δημοσιεύεται το ανθελληνικό ποίημα Kin (Το Μίσος):
Το Μίσος
Όσο υπάρχει ο πρόστυχος ο Έλληνας σ’ αυτό τον κόσμο
δε βγαίνει μα τον Αλλάχ αυτό το μίσος από μέσα μου.
Σαν στέκομαι και τον κοιτάζω τον σκύλο
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Εκδίκηση να πάρω είναι ο μοναδικός μου στόχος
σαν αναμετρηθώ στης μάχης το πεδίο
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια να κλαδέψω σε μια μέρα
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Τα κεφάλια τριάντα χιλιάδων να πολτοποιούσα
Τα δόντια δέκα χιλιάδων με την τανάλια να έβγαζα
εκατό χιλιάδων τα πτώματα να σκορπούσα στις ρεματιές
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Ο κόσμος όλος ξέρει πόσο ανώτερος είναι ο Τούρκος
και πόση κακοήθεια φωλιάζει στο μυαλό του Έλληνα
πέντε χιλιάδων τα πτώματα να έκαιγα στους κλιβάνους
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Σαράντα χιλιάδες τους να σούβλιζα με την λόγχη μου,
ογδόντα χιλιάδες τους να έστελνα στη κόλαση
εκατό χιλιάδες τους να κρεμούσα στο σκοινί
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος!
Ο Μακάριος στο Σ.Α. του ΟΗΕ
Στις 19 Ιουλίου, ο Μακάριος φθάνει στη Νέα Υόρκη και το απόγευμα της ίδιας ημέρα απευθύνεται ενώπιον του συνεδριάζοντος Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και αναφέρεται στη διαμορφωθείσα κατάσταση στη Κύπρο.
Ο Μακάριος καταγγέλλει το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών για παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και, μεταξύ άλλων, τονίζει:
Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να χρησιμοποιήσει όλους τους τρόπους και εις την διάθεσίν του μέσα, ώστε η συνταγματική τάξις εν Κύπρω και τα συνταγματικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου να αποκατασταθούν άνευ καθυστερήσεως […] Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή και εκ των συνεπειών της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου, αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι […] Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέση εκ Κύπρου τους Έλληνας αξιωματικούς […] και να θέση τέρμα εις την εισβολήν αυτού εις Κύπρον…
Την ίδια περίπου ώρα που ο Μακάριος μιλούσε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο Σίσκο συναντούσε στην Άγκυρα την τουρκική ηγεσία. Ο Ετσεβίτ του επισημαίνει ότι συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο για τη λήψη αποφάσεων. Ο Σίσκο καταλαβαίνει ότι οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να δράσουν και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Στις 4 το πρωί της 20ης Ιουλίου ο Τούρκος πρωθυπουργός του ανακοινώνει ότι η Τουρκία θα επέμβει στην Κύπρο. Τα τουρκικά αποβατικά ήδη έχουν ξεκινήσει από τη Μερσίνα, με προορισμό την περιοχή της Κερύνειας...
Αμερικανός πολιτικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος και ήταν υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ στις εκλογές του 1972, στις οποίες υπέστη συντριπτική ήττα από τον αμερικανό πρόεδρο και υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο Τζορτζ Στάνλεϊ ΜακΓκόβερν (George Stanley McGovern) γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1922 στο Έιβον της Νότιας Ντακότας. Ο πατέρας του Τζόζεφ ΜακΓκόβερν ήταν πάστορας στην τοπική εκκλησία των Μεθοδιστών και πρώην ανθρακωρύχος. Η μητέρα του Φράνσις ΜακΚλιν καταγόταν από τον Καναδά και εργαζόταν ως γραμματέας. Ο Τζορτζ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, που ζούσε στο όριο της φτώχειας τα δύσκολα χρόνια του '20 και του '30.
Η έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε πρωτοετή φοιτητή στο Γουεσλεϊανό Πανεπιστήμιο της Ντακότα (Dakota Wesleyan University). Διέκοψε τη φοίτησή του το 1942 για να καταταγεί στην Αεροπορία, καθότι κατείχε δίπλωμα πιλότου. Το είχε αποκτήσει για να θεραπεύσει τις φοβίες, που τον κατέτρυχαν από τα γυμνασιακά του χρόνια, όταν δεν μπορούσε να κάνει ούτε μια τούμπα στο μάθημα της γυμναστικής και αποτελούσε συχνά στόχο λοιδορίας των καθηγητών και των συμμαθητών του.
Το 1943 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Έλινορ Στέγκεμπεργκ (1921-2007), με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι), και στη συνέχεια υπηρέτησε ως πιλότος στα θέατρα επιχειρήσεων της Ευρώπης. Τον Ιούλιο του 1945 επέστρεψε παρασημοφορημένος για τη δράση του στην πατρίδα και ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του σπουδές τον Ιούνιο του 1946. Το 1949 έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ιστορία και άρχισε να διδάσκει ιστορία και πολιτικές επιστήμες σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Από το 1948 άρχισε να αναμιγνύεται στην πολιτική, μέσα από τις γραμμές του Δημοκρατικού Κόμματος. Η ανέχεια των παιδικών του χρόνων τον οδήγησε στο πλευρών των αναξιοπαθούντων εργατών και αγροτών που μάχονταν για το μεροκάματο. Το κίνημα του λαϊκισμού, έντονο στην αμερικάνικη πολιτική ζωή, και τα διδάγματα του Τζον Γουέσλεϊ (ιδρυτή της Εκκλησίας των Μεθοδιστών) κατά της φτώχειας, της αδικίας και της αμάθειας, σφυρηλάτησαν την πολιτική του σκέψη.
Στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1956 εξελέγη μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων με φιλαγροτική ατζέντα, σε μια εποχή που η κατ’ εξοχήν αγροτική πολιτεία της Νότιας Ντακότας πληττόταν από τις πολιτικές του ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Επανεξελέγη το 1958 και παρέμεινε βουλευτής έως τη λήξη της θητείας του στις 3 Ιανουαρίου του 1961. Στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 1960 έθεσε υποψηφιότητα για τη μία από τις δύο έδρες της Νότιας Ντακότας στη Γερουσία. Ηττήθηκε, όμως, από τον Ρεπουμπλικάνο ανθυποψήφιό του και διορίστηκε από τον νεοκλεγέντα πρόεδρο Τζον Κένεντι διευθυντής του προγράμματος «Τροφή για την Ειρήνη», που στόχευε στην εξάλειψη της πείνας και την κακής διατροφής στις φτωχές χώρες του κόσμου.
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 1962 εξελέγη γερουσιαστής της Νότιας Ντακότας, έχοντας την υποστήριξη των πολυπληθών αγροτικών στρωμάτων της πολιτείας και επανεξελέγη το 1968. Ήδη είχε οικοδομήσει ένα αριστερό προφίλ («φιλελεύθερο», σύμφωνα με την αμερικάνικη πολιτική ορολογία) και είχε αναδειχθεί σε έναν από τους κυριότερους πολέμιους της στρατιωτικής ανάμιξης των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα. Ως πρόεδρος της Επιτροπής Οργανωτικού του Δημοκρατικού Κόμματος συνέβαλε καθοριστικά σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, που έδωσαν φωνή στις μειοψηφικές ομάδες του κόμματος.
Υποστηριζόμενος από τις ομάδες αυτές εξασφάλισε το χρίσμα του υποψηφίου του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 1972, αλλά προκάλεσε την εχθρότητα πολλών από τα παραδοσιακά στελέχη των Δημοκρατικών. Ο ΜακΓκόβερν δεν κατόρθωσε να ενώσει το κόμμα του και σε συνδυασμό με το προοδευτικό πρόγραμμα που παρουσίασε (τερματισμός του πολέμου του Βιετνάμ και προωθημένες κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις) ήταν εύκολος στόχος για τον αμερικανό πρόεδρο και υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ρίτσαρντ Νίξον.
Στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1972 συγκέντρωσε μόλις το 37,5% των ψήφων, έναντι 60,7% του Νίξον. Σε επίπεδο εκλεκτόρων, που κρίνουν την προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, συγκέντρωσε μόνον 17, έναντι 520 του αντιπάλου του. Από τις 50 πολιτείες που συγκροτούν τις ΗΠΑ, ο ΜακΓκόβερν κατόρθωσε να κερδίσει μόνο μία, την πολιτεία της Μασαχουσέτης. Να σημειώσουμε ότι στο επιτελείο της προεκλογικής του εκστρατείας στο Τέξας συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και η σύζυγός του Χίλαρι Ρόνταμ-Κλίντον.
Μετά τη συντριπτική ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 1972, ο ΜακΓκόβερν επέστρεψε στα καθήκοντά του στη Γερουσία. Επανεξελέγη για τρίτη θητεία στις ενδιάμεσες εκλογές του 1974, αλλά ηττήθηκε το 1980 από τον ρεπουμπλικάνο ανθυποψήφιό του και αποχαιρέτισε οριστικά το αμερικανικό κογκρέσο, το οποίο υπηρέτησε για 23 χρόνια. Στη συνέχεια επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, αλλά το 1984 διεκδίκησε εκ νέου το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία των ΗΠΑ, αλλά αποσύρθηκε μετά την τρίτη θέση που κατέλαβε στις προκριματικές εκλογές της Μασαχουσέτης, που ήταν και η μοναδική πολιτεία στην οποία είχε επικρατήσει στις εκλογές του 1972. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι σκοπός του δεν ήταν να διεκδικήσει το χρίσμα, αλλά να προσανατολίσει την πολιτική του κόμματος προς προοδευτικότερες κατευθύνσεις.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε διάφορες δεξαμενές σκέψης, ενώ συνεπής με τα πιστεύω του αντιτάχθηκε τόσο στον Πόλεμο του Κόλπου (1991), όσο και στον πόλεμο του Ιράκ (2003). Δοκίμασε και την τύχη του στον επιχειρηματικό στίβο, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα χρήματα που κέρδιζε από τις ομιλίες του τα επένδυσε σ’ ένα ξενοδοχείο, το οποίο χρεοκόπησε. Το 1998 διορίστηκε από τον πρόεδρο Κλίντον πρεσβευτής των ΗΠΑ στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO).
Το 1994 απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα των ΗΠΑ, όταν η ηλικίας 45 ετών κόρη του Τερέζα έχασε τη ζωή της, σε μια περίοδο που έδινε μάχη να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Την ίδια τύχη είχε στις 27 Ιουλίου 2012 και ο μοναχογιός του Στίβεν, ηλικίας 60 ετών, που αντιμετώπιζε χρόνιο πρόβλημα με τον αλκοολισμό. Το 2007 είχε χάσει τη σύζυγό του Έλινορ, σε ηλικία 86 ετών. Καταβεβλημένος από τα γηρατειά, ο Τζορτζ ΜακΓκόβερν πέθανε σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων στο Σιου Φολς της Νότιας Ντακότας στις 21 Οκτωβρίου 2012, σε ηλικία 90 ετών.
Ο Τζορτζ ΜακΓκόβερν «έζησε μια μακρά, επιτυχημένη και παραγωγική ζωή, υπερασπιζόμενος τους αδυνάτους, όντας μια προοδευτική φωνή για εκατομμύρια ανθρώπους και πολεμώντας για την ειρήνη», όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της η οικογένειάς του. Υπήρξε ένα από τα σύμβολα της Αριστεράς στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα τις ταραγμένες δεκαετίες του '60 και του '70 και η «φωνή της συνείδησης» του Δημοκρατικού Κόμματος.