Γαλλίδα αριστοκράτισσα και ένθερμη φιλελληνίδα, που έφερε τον τίτλο ευγενείας «Δούκισσα της Πλακεντίας» (Duchesse de Plaisance στα Γαλλικά) και με τον οποίο ήταν γνωστή στην Αθήνα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και ήταν κόρη του μαρκήσιου Φρανσουά Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά (1745-1837), διακεκριμένου πολιτικού κατά την περίοδο της Α’ Αυτοκρατορίας (1804-1815) και της Παλινόρθωσης των Βουρβώνων (1815-1830), και της αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ (1765 - 1834), κόρης του κυβερνήτη της Πενσυλβάνιας Γουίλιαμ Μουρ.
Σε ηλικία 19 ετών η Σοφί παντρεύτηκε τον στρατηγό Αν - Σαρλ Λεμπρέν (1775-1859), υπασπιστή του Ναπολέοντα Α’. To 1824, χρονιά που ο σύζυγός της κληρονόμησε από τον πατέρα του το τίτλο του δούκα της Πλακεντίας, το ζευγάρι χώρισε, χωρίς να πάρει διαζύγιο. Η δούκισσα, πλέον, της Πλακεντίας αναχώρησε μαζί με τη μονάκριβη κόρη της Ελίζα, για την Ιταλία, συνοδευόμενη από τον θαυμαστή της, ποιητή και θερμό φιλέλληνα Καζιμίρ Ντελαβίν (1793 - 1843), τον οποίο εγκατέλειψε μόλις έφθασαν στη Γένοβα.
Ο Ντελαβίν πρόλαβε να της μεταδώσει τα φιλελληνικά του αισθήματα και η δούκισσα αποφάσισε το 1830 να ταξιδέψει στην Ελλάδα, μαζί με την κόρη της, την οποία υπεραγαπούσε. Την εποχή εκείνη η χώρα μας έκανε τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητο κράτος και η γαλλίδα αριστοκράτισσα προσέφερε διάφορα ποσά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης. Με δαπάνες της ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, ενώ χρηματοδότησε τη δεύτερη έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου. Προσέφερε σημαντικά ποσά για φιλανθρωπικά έργα και βοήθησε ιδιαίτερα τους χωρικούς της Πεντέλης, όπου είχε αγοράσει κτήματα.
Αρχικά υποστήριξε τον Καποδίστρια, αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του. Βρισκόταν στη Φλωρεντία, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Κυβερνήτη κι εξέδωσε φυλλάδιο, στο οποίο υποστήριζε την εγκληματική πράξη των Μαυρομιχαλαίων. Το 1834 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έγινε επίλεκτο μέλος της υψηλής κοινωνίας της ελληνικής πρωτεύουσας.
Το 1836 η κόρη της Ελίζα υπέστη νευρικό κλονισμό, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του μνηστήρα της Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, ταγματάρχη του στρατού και υπασπιστή του Όθωνα, από επιδημία χολέρας στο Μόναχο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νεαρή κοπέλα προσβλήθηκε από φυματίωση, που τότε ήταν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Η μητέρα της έκανε τα πάντα για να τη γλυτώσει από το «χτικιό». Την πήγε στη Βηρυτό, όπου όμως άφησε την τελευταία της πνοή το 1837.
Το πλήγμα για τη δούκισσα ήταν συντριπτικό. Αρνήθηκε την ταφή της κόρης της κι αφού ταρίχευσε τη σορό της, τη μετέφερε στην Αθήνα και την εναπόθεσε σ’ ένα δωμάτιο της προσωρινής της κατοικίας, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου (γωνία Μυλλέρου και Αγησιλάου). Από τότε, η συμπεριφορά της άρχισε να γίνεται αλλόκοτη (πρέσβευε τη δική της «θρησκεία», μείγμα ιουδαϊσμού και μωαμεθανισμού) κι εξελίχθηκε σε μισάνθρωπη, όταν το 1846 καταστράφηκε η προσωρινή της οικία και αποτεφρώθηκε η ταριχευμένη σορός της κόρης της. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε, εξαιτίας της υδρωπικίας από την οποία έπασχε και η οποία την είχε παραμορφώσει.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, έχοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αγόρασε διάφορα κτήματα στα περίχωρα της τότε Αθήνας και στην Πεντέλη κι έκτισε τρία μέγαρα σε σχέδια του στενού της φίλου, αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862). Επειδή, όμως, πίστευε σε μια προφητεία ότι θα πέθαινε, όταν θα ολοκληρωνόταν η οικοδόμηση της κατοικίας της, άφησε και τα τρία κτίρια ημιτελή.
Το ένα από αυτά, κτισμένο στις όχθες του Ιλισού, ονομαζόταν «Βίλα Ιλίσια» και αποτελούσε τη χειμερινή της κατοικία. Κτίστηκε κατά τα έτη 1840- 1848 και σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (οδός Βασιλίσσης Σοφίας 22). Τα άλλα δύο βρίσκονται στην Πεντέλη και άρχιζαν να κτίζονται το 1840. Το ένα ονομάστηκε «Σπιτάκι» (Maisonnette) και το άλλο «Καστέλο της Ροδοδάφνης», στο οποίο μέχρι πρόσφατα γίνονταν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Πεντέλης. Τον ίδιο χρόνο άρχισε η οικοδόμηση των κτιρίων «Πλακεντία» (Plaisance) και «Πυργάκι» (Tourelle) στο δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Πεντέλης (θέση Μυρτιές) , τα οποία προορίζονταν για ξενώνες. H «Πλακεντία» ολοκληρώθηκε το 1846, ενώ το «Πυργάκι» και το «Καστέλο», έμειναν ημιτελή.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, που έμεινε στην ιστορία ως «Δούκισσα της Πλακεντίας», πέθανε στις 2 Μαΐου 1854 στην Αθήνα, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε σε αρχαιοπρεπή τάφο σε σχήμα ναΐσκου από πεντελικό μάρμαρο, που χτίσθηκε σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, κοντά στο «Σπιτάκι» της Πεντέλης.
Μιχαήλ Μίνιν
1922 – 2008
Ρώσος στρατιωτικός. Υπήρξε ο πρώτος σοβιετικός στρατιώτης που ύψωσε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στη στέγη της γερμανικής Βουλής (Ράιχσταγκ), κατά τη διάρκεια της Μάχης του Βερολίνου (16 Απριλίου - 2 Μαΐου 1945).
Ο Μιχαήλ Μίνιν (Mikhail Minin) γεννήθηκε το 1922 στην πόλη Βανίνο της ρωσικής Άπω Ανατολής. Τον Ιούνιο του 1941 κατατάχθηκε εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό και πολέμησε τους Ναζί στο Λένινγκραντ, όπου τραυματίστηκε. Μετά την αποθεραπεία του, ακολούθησε τη μονάδα του ως το Βερολίνο.
Στις 30 Απριλίου 1945, μέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ, ο λοχίας Μίνιν ήταν μεταξύ των πρώτων που εισέβαλαν στο κτίριο του Ράιχασταγκ και ο πρώτος που ύψωσε τη σοβιετική σημαία με το σφυροδρέπανο στη στέγη του, μαζί με τους λοχίες Ζαγκίτοφ, Μπαμπρόφ και Λισιμένκο. Το ρολόι εκείνη την ώρα έδειχνε 22:40, αλλά δεν βρέθηκε μία κινηματογραφική ή φωτογραφική κάμερα να απαθανατίσει και να πιστοποιήσει τη σκηνή. Η ιστορική φωτογραφία του Χαλντέι τραβήχτηκε δύο μέρες αργότερα.
Την εντολή για την ανύψωση ακόμη κι ενός κόκκινου πανιού στο εμβληματικό κτίριο του Βερολίνου την είχαν δώσει οι ανώτεροί του (ίσως ο στρατάρχης Ζούκοφ), ως σύμβολο της νίκης των Σοβιετικών, παρά τη διαταγή του Στάλιν να μην αναρτηθεί καμία σημαία πριν από την 1η Μαΐου. Ίσως γι' αυτό το λόγο ο Μίνιν και οι τρεις συμπολεμιστές του (Ζαγκίτοφ, Μπαμπρόφ, Λισιμένκο), παρότι είχαν προταθεί δεν τιμήθηκαν με τον κορυφαίο τίτλο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης και δεν παρέλαβαν ποτέ το αστέρι που τον συνοδεύει.
Στην επίσημη ιστοριογραφία δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά του και η συμμετοχή του στη μάχη του Βερολίνου. Η ταυτότητά του έγινε γνωστή μόλις πριν από λίγα χρόνια, έπειτα από σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Ιστορίας του ρωσικού υπουργείου Άμυνας.
Τις τιμές και τη δόξα έκλεψαν οι στρατιώτες που εισήλθαν την επομένη μέρα στο Ράιχσταγκ και ύψωσαν επισήμως τη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης στο ψηλότερο σημείο του κτιρίου. Τη σκηνή απαθανάτισε με τον φακό του ο Γεβγκένι Χαλντέι, σε μία από τις ιστορικότερες φωτογραφίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (2 Μαΐου 1945). Στη φωτογραφία δεν εικονίζεται, όπως γενικώς πιστεύεται, ο Μίνιν, αλλά ο γεωργιανός λοχίας Μελίτων Καντάρια, συμπατριώτης του σοβιετικού ηγέτη.
Μετά τον πόλεμο, ο Μίνιν συνέχισε τη θητεία του στο στρατό και το 1969 αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Από τότε και ως τον θάνατό του στις 10 Ιανουαρίου 2008, έζησε στην πόλη Πσκοφ της Δυτικής Ρωσίας.