Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 05 Ιαν 2018
Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα...Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

 

 
Ανατολή Ήλιου: 07:39 – Δύση Ήλιου: 17:21

 

Σαν Σήμερα...

Γεγονότα

 


μ.Χ.
  Η Ναυμαχία της Λήμνου. Τρία ελληνικά θωρηκτά και οκτώ αντιτορπιλικά, με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό Αβέρωφ, καταναυμαχούν τον τουρκικό στόλο και τον αναγκάζουν να κρυφτεί οριστικά στα Στενά. Οι Τούρκοι μετρούν μεγάλες υλικές και ανθρώπινες απώλειες, ενώ από την πλευρά της Ελλάδας υπάρχει μόνο ένας τραυματίας.

Η Ναυμαχία της Λήμνου


Αποφασιστική ναυμαχία για την έκβαση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο. Διεξήχθη στις 5 Ιανουαρίου 1913 στη γραμμή Λήμνου - Στενών κι έληξε με περιφανή νίκη του ελληνικού ναυτικού. Με την επικράτησή του, που ήλθε ως συνέχεια της ναυμαχίας της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912), ο ελληνικός στόλος σταθεροποίησε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, ενώ ο τουρκικός δεν τόλμησε μέχρι το τέλος του πολέμου να εξέλθει από τα Στενά των Δαρδανελλίων.

Το πρωί της 5ης Ιανουαρίου το καταδρομικό «Μετζιντιέ, τα θωρη­κτά «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», «Τοργκούτ-Ρεΐς» και «Μεσουντιέ» και οκτώ ακόμη αντιτορπιλλικά βγήκαν από τα Δαρδανέλια και κατευθύνθηκαν προς τη Λήμνο. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Λέων» και «Ασπίς» ανέφεραν την εμφάνιση του εχθρικού στόλου στον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος ήταν ήδη ενήμερος για τις κινήσεις του από την προηγουμένη.

Ο Κουντουριώτης διέταξε την έξοδο του ελληνικού στόλου από το λιμάνι του Μούδρου προς αντιμετώπιση του εχθρού. Τον αποτελούσαν τα θωρηκτά «Αβέρωφ» (μακράν το πιο αξιόπιστο πλοίο του στόλου), «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά», τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Αετός» και τα αντιτορπιλλικά «Σφενδόνη», «Νίκη» και «Ναυκρατούσα».

Στο μεταξύ, τα τουρκικά πλοία έφθασαν σε απόσταση λίγων μιλίων από το ανατολικό άκρο της Λήμνου και στις 11:34 άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 μέτρων, τα οποία απάντησαν αμέσως. Το τουρκικό πυροβολικό αποδείχθηκε και πάλι άστοχο, ενώ από την ελληνική πλευρά οι βολές ήταν πιο εύστοχες σε σχέση με τη Ναυμαχία της Έλλης.

Η παρουσία του «Αβέρωφ» στη μάχη ήταν έκπληξη για την τουρκική πλευρά, η οποία πίστευε ότι βρισκόταν σε καταδίωξη του θωρηκτού «Χαμιδιέ», το οποίο είχαν βγάλει στο Αιγαίο για αντιπερισπασμό, λίγες ημέρες νωρίτερα. Όμως, ο ναύαρχος Κουντουριώτης, έχοντας αντιληφθεί το σχέδιό τους, που αποσκοπούσε στην απο­μάκρυνση του ελληνικού στόλου από τα Στενά, παρέμεινε με τα άλλα θωρηκτά στο Μούδρο, περιμένοντας την πιθανή έξοδο του τουρκικού στό­λου από τα Δαρδανέλλια, όπως κι έγινε.

Στις 11:50 οι δύο στόλοι βρίσκονταν σε απόσταση 6.700 μέτρων. Στις 11:54, ενώ το «Μεσουντιέ» είχε υποστεί σοβαρές βλάβες, ομοβροντία του «Αβέρωφ» προκάλεσε σημαντικές ζημιές και απώλειες στο θωρηκτό «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», που αποσύρθηκε από τη μάχη. Το ακολούθησε το σχετικά άθικτο «Τοργκούτ-Ρεΐς». Έτσι, ύστερα από μία εικοσάλεπτη ναυμαχία, ο τουρκικός στόλος τράπηκε σε φυγή.

Στις 12:02, το θωρηκτό «Αβέρωφ» άρχισε την καταδίωξη του εχθρού και τις 13:50 βλήμα του βρή­κε το «Τοργκούτ-Ρεΐς» και προκάλε­σε ρήγμα, από το οποίο τα νερά μπήκαν στο λεβητοστάσιό του. Και τα τρία τουρκικά θωρηκτά, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, διέφυγαν τελικά προς την είσοδο των Στενών και δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο τουρκικός στόλος έριξε συνολικά 800 βολές, όσες περίπου και ο ελληνικός. Όμως, οι έλληνες πυροβολητές ήταν πιο εύστοχοι και προκάλεσαν πολλά θύματα στον εχθρό (πάνω από 100 νεκρούς). Από την ελληνική πλευρά αναφέρθηκε μόνο ένας τραυματισμός, του δίοπου - σαλπιγκτή του «Αβέρωφ».

Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας της Λήμνου συνέβαλε αναμφισβήτητα στην απόφαση της κυβέρνησης Κιαμήλ να προχωρήσει στην υπογραφή ειρήνης. Ο αρχηγός τού τουρκικού ναυτικού Ραμίζ μπέης αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Ταχήρ μπέη και παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, το οποίο όμως τον αθώωσε. Τα τουρκικά πολεμικά, ακατάλληλα λόγω των ζημιών για επιχειρήσεις ανοιχτής θάλασσας, ανέλαβαν την προστασία της Κωνσταντινούπολης από ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση.

Η εξέγερση των Σπαρτακιστών

Η ηττημένη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανία, αλλάζει σελίδα στα τέλη του 1918, με την εκθρόνιση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' και την εγκαθίδρυση της λεγόμενης «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Ξεκίνησε με την προσπάθεια οικοδόμησης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και κατέληξε με την επιβολή της ναζιστικής θηριωδίας το 1933.

Σ' όλο αυτό το διάστημα το καθεστώς βρισκόταν κάτω από την πίεση των άκρων. Η πρώτη αμφισβήτηση ήρθε από τ' αριστερά. Στις 5 Ιανουαρίου του 1919 ξεσπά στο Βερολίνο η εξέγερση των «Σπαρτακιστών», με σκοπό την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής διακυβέρνησης στο πρότυπο της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι «Σπαρτακιστές» ήταν μία επαναστατική οργάνωση, που δημιουργήθηκε στ' αριστερά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) στα τέλη του 1914, από την πολωνοεβραία Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον δικηγόρο Καρλ Λίμπκνεχτ, γιο του ιδρυτή του κόμματος. Πήραν το όνομά τους από τον διάσημο σκλάβο της αρχαιότητας Σπάρτακο.

Ήταν αντίθετοι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδίκαζαν τον ιμπεριαλισμό και υποστήριζαν την ταξική πάλη και την επαναστατική δράση των μαζών. Ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη των γερμανικών μεγαλουπόλεων (Βερολίνο, Στουτγκάρδη, Αμβούργο κ.ά.).

Στις 18 Ιανουαρίου 1917 τέθηκαν εκτός SPD και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου μαζί με άλλους διαγεγραμμένους σοσιαλιστές ίδρυσαν το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Όταν το SPD και το USPD συνεργάστηκαν για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά την εκθρόνιση του κάιζερ Γουλιέλμου Β' (9 Νοεμβρίου 1918), οι «Σπαρτακιστές» αποχώρησαν και την 1η Ιανουαρίου 1919 ίδρυσαν μαζί με άλλους ανεξάρτητους κομμουνιστές το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD).

Πέντε μέρες αργότερα εξεγείρονται, παρά την αντίθεση της Λούξεμπουργκ, που πιστεύει ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για προλεταριακή επανάσταση. Η εξέγερση συντρίβεται μέσα σε δέκα μέρες από τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Φρίντριχ Έμπερτ, που είχαν τη συνδρομή υπολειμμάτων του αυτοκρατορικού στρατού και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων.

Εκατοντάδες «Σπαρτακιστές» εκτελούνται. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ συλλαμβάνονται και δολοφονούνται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (15 Ιανουαρίου 1919). Οι επιχειρήσεις καταστολής συνεχίστηκαν έως τον Μάρτιο, με τη δολοφονία και άλλων ηγετικών στελεχών των «Σπαρτακιστών».

Παρά την εγκαθίδρυση μιας βραχύβιας Δημοκρατίας των Σοβιέτ στη Βαυαρία (6 Απριλίου - 1 Μαΐου 1918), με την αποτυχία της εξέγερσης των «Σπαρτακιστών» το γερμανικό επαναστατικό κίνημα υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα.

Τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Βασίλισσα Όλγα», «Βασιλεύς Γεώργιος», «Σπέτσες», «Ψαρά» και «Κουντουριώτης» περνούν από το στενό του Οτράντο, που ελέγχεται από τον ιταλικό στόλο, και βομβαρδίζουν τις ιταλικές θέσεις στον κόλπο του Αυλώνα.
Στην Ελλάδα, αποκαλύπτεται σκάνδαλο μεταφοράς καυσίμων, που εμπλέκει στελέχη του Λαϊκού Κόμματος.
Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ διαδέχεται τον Αντονίν Νοβότνι στην προεδρία του Κομουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας. Θα πάρει φιλελεύθερα μέτρα, που θα οδηγήσουν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην εισβολή των στρατιωτικών και την «εκπαραθύρωσή» του. (Άνοιξη της Πράγας).
Ο Βασίλειος Λυμπέρης πυρπολεί την οικία της εν διαστάσει συζύγου του, προκαλώντας το θάνατο αυτής, της μητέρας της και των δύο παιδιών του, ηλικίας δυόμιση κι ενός έτους. Θα καταδικασθεί σε θάνατο και θα εκτελεσθεί.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αντώνης Σαμαράς, με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, χαρακτηρίζει την έκδοση ευρωομολόγου ως τη μόνη διέξοδο από την κρίση χρέους, όχι μόνο για τα κράτη - μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά και για την ευρωζώνη συνολικά.

Γεννήσεις

 


μ.Χ.

Ότο Βίλχελμ φον Κένιξμαρκ
1639 – 1688

Γερμανός ευγενής, στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης, ο οποίος ευθύνεται για τις ανεπανόρθωτες ζημιές που υπέστη η Ακρόπολη κατά τη διάρκεια του ΣΤ' Ενετοτουρκικού Πολέμου και οι οποίες αποδίδονται στον επικεφαλής των Ενετικών δυνάμεων Φραντσέσκο Μοροζίνι.

Ο Ότο Βίλχελμ κόμης του Κένιξμαρκ (Otto Wilhelm Graf von Königsmarck) γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1639 στην πόλη Μίντεν της Βεστφαλίας, την οποία τότε κατείχαν οι Σουηδοί. Ο πατέρας του Χανς Κρίστοφ φον Κένιξμαρκ (1600-1668) ήταν στρατιωτικός στην υπηρεσία της Σουηδίας και έφθασε μέχρι τον βαθμό του στρατάρχη. Η μητέρα του Αγκάτε φον Λίστεν καταγόταν κι αυτή από αριστοκρατική οικογένεια.

Ο Ότο υπήρξε άριστος μαθητής και έλαβε τη μεγαλύτερη διάκριση που απένειμε το πανεπιστήμιο της Ιένας. Από το 1661 τέθηκε στην υπηρεσία της Σουηδικής Αυλής και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές σε Αγγλία και Γαλλία. Το 1668 ευρισκόμενος στο Παρίσι αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα, όπως και ο πατέρας του, και διακρίθηκε σε σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις του γαλλικού στρατού.

Το 1672 ανακλήθηκε στη Σουηδία, όπου πολέμησε κατά των Γερμανών, με αποτέλεσμα να τιμηθεί με τον τίτλο του δούκα της Πομερανίας, της οποίας διατέλεσε πολιτικός διοικητής έως το 1686, οπότε κλήθηκε από την Ενετική Δημοκρατία να αναλάβει επικεφαλής των μισθοφορικών της στρατευμάτων, που θα συμμετείχαν υπό τις διαταγές του Φραντσέσκο Μοροζίνι στον ΣΤ'  Ενετοτουρκικό Πόλεμο (1684-1699). Την ίδια χρονιά οι Ενετοί ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Πελοποννήσου, εκτός της Μονεμβασιάς και τον Αύγουστο του 1687 οι δυο ηγέτες της εκστρατείας Μοροζίνι και Κένιξμαρκ εξέτασαν τη δυνατότητα κοπής του Ισθμού της Κορίνθου για την καλύτερη άμυνα της Πελοποννήσου.

Τελικά, το κοστοβόρο και το χρονοβόρο του εγχειρήματος τους οδήγησε τον Σεπτέμβριο του 1687 στην απόφαση να εκστρατεύσουν κατά της Αθήνας. Η πόλη παραδόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου και δυο ημέρες αργότερα ξεκίνησε η πολιορκία της Ακρόπολης, με αρχηγό του πυροβολικού τον Κένιξμαρκ. Από τα πυροβολεία που είχε στήσει στον Λόφο των Μουσών, στην Πνύκα και τον Άρειο Πάγο εβλήθη η Ακρόπολη, με αποτέλεσμα να καταστραφεί μέρος των Προπυλαίων (25 Σεπτεμβρίου) και να ανατιναχθεί ο Παρθενώνας (26-27 Σεπτεμβρίου), τον οποίο οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη.

Οι Ενετοί κατέλαβαν την Ακρόπολη, αλλά τον Απρίλιο του 1688 αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα για λόγους ασφαλείας. Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου 1688 ο Ότο φον Κένιξμαρκ πέθανε από πανώλη, είτε στη Μεθώνη, είτε στη Χαλκίδα, κατά την πολιορκία της πόλης από τους Ενετούς. Ο Κένιξμαρκ άφησε ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ποιήματα.

Ζαν-Μπατίστ Σε
1767 – 1832

Γάλλος οικονομολόγος και επιχειρηματίας, γνωστός για τον περί αγορών νόμο του («Νόμος του Σε»), σύμφωνα με τον οποίο η προσφορά δημιουργεί αντίστοιχη ζήτηση. Υπήρξε διαπρύσιος κήρυκας της ελεύθερης αγοράς και πολέμιος του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία.

Ο Ζαν Μπατίστ Σε (Jean-Baptiste Say) γεννήθηκε στη Λιόν στις 5 Ιανουαρίου 1767. Μετά την περάτωση των σπουδών αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στο εμπόριο και πήγε στην Αγγλία, όπου θήτευσε κοντά σε δύο Άγγλους εμπόρους. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Γαλλία και δούλεψε σε ένα γραφείο ασφαλειών ζωής. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στην οποία έλαβε ενεργό μέρος, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1794 εξέδωσε το περιοδικό «La Decade philosophique, litteraire, et politique» («Η Δεκαετία, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και πολιτικά»), στο οποίο προπαγάνδιζε τις θέσεις του Άνταμ Σμιθ.

Το 1799 διορίστηκε σε ανώτατη δημόσια θέση, αλλά αργότερα απολύθηκε από τον Ναπολέοντα. Το 1807 ίδρυσε μία νηματουργία βάμβακος, την οποία όμως πούλησε το 1813. Δίδαξε Οικονομία της Βιομηχανίας στη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων από το 1817 έως το 1830. Το έτος αυτό έγινε καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Κολλέγιο της Γαλλίας, θέση την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του στις 15 Νοεμβρίου 1832.

Κυριότερο έργο του υπήρξε η «Πραγματεία περί της Πολιτικής Οικονομίας» («Traite d’ economie politique»), που εκδόθηκε το 1803. Στο βιβλίο του αυτό διατυπώνει την άποψη ότι η προσφορά δημιουργεί και την αντίστοιχη ζήτηση («Περί αγορών Νόμος» ή «Νόμος του Σε»). Ως εκ τούτου απέδιδε τη βαθιά ύφεση της οικονομίας, όχι σε μια γενική ανεπάρκεια της ζήτησης, αλλά σε παροδική υπερπαραγωγή κάποιων αγαθών και υποπαραγωγή κάποιων άλλων.

Ο «Νόμος του Σε» παρέμεινε βασική αρχή της ορθόδοξης φιλελεύθερης οικονομικής σχολής μέχρι τη μεγάλη ύφεση του 1930. Μια προφανής συνέπειά του είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα αυτοδιαρθρώνεται και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος κυβερνητικής παρέμβασης στη λειτουργία της οικονομίας. Ο «Νόμος του Σε» δέχθηκε την έντονη κριτική του Τζον Κέινς στο κλασικό έργο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» (1936).

Κινγκ Καμπ Ζιλέτ, αμερικανός εφευρέτης του ξυραφιού με λεπίδα ασφαλείας και ιδρυτής της βιομηχανίας ξυριστικών ειδών «Gillette». (Θαν. 9/7/1932)

Κινγκ Καμπ Ζιλέτ
1855 – 1932


Αμερικανός επιχειρηματίας και οραματιστής, στον οποίον ο ανδρικός πληθυσμός της υφηλίου οφείλει χάριτες για τις καινοτομίες που επέφερε στο ξύρισμα.

Ο Κινγκ Καμπ Ζιλέτ (King Camp Gillette) γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1855 και από μικρός μπήκε στη βιοπάλη, δουλεύοντας ως πλασιέ για να βοηθήσει την οικογένειά του, που είχε πέσει θύμα της Μεγάλης Πυρκαγιάς του Σικάγου το 1871. Στα αμέτρητα ταξίδια που έκανε ανά την αμερικανική επικράτεια συνέλαβε την ιδέα για την κατασκευή μιας λεπτής ασφαλούς ξυριστικής λεπίδας, που δεν θα χρειάζεται τρόχισμα και θα είναι προσιτή σε κάθε βαλάντιο.

Ο Ζιλέτ συνειδητοποίησε ότι θα είχε κέρδος από την κατασκευή μιας ξυριστικής λαβής, την οποία θα διέθετε σε τιμή κάτω του κόστους και θα κέρδιζε από τη διάθεση των ανταλλακτικών λεπίδων. Όταν το ξυραφάκι θα έχανε τη δραστικότητά του ο χρήστης θα το αντικαθιστούσε από ένα καινούργιο, πάνω στην ίδια ξυριστική λαβή.

Αφού κατόρθωσε να επιλύσει μια σειρά από τεχνικά προβλήματα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1901 ιδρύει την American Safety Razor Company για την υλοποίηση των επιχειρηματικών του σχεδίων, η οποία ένα χρόνο αργότερα μετονομάζεται σε Gilette Safety Razor Company. Τον πρώτο χρόνο της παραγωγικής της δραστηριότητας το 1903 η «Ζιλέτ» πουλά 51 ξυριστικές λαβές και 168 λεπίδες. Τον επόμενο χρόνο διαθέτει 90.884 ξυριστικές λαβές και 123.648 λεπίδες, χάρις στις αυτοματοποιημένες τεχνικές παραγωγής, τις φθηνές τιμές και την έξυπνη διαφημιστική εκστρατεία.

Το 1908 η «Ζιλέτ» ήταν πλέον μια πολυεθνική εταιρεία με εργοστάσια στον Καναδά, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1915 η παραγωγή της έφθανε τις 450.000 ξυριστικές λαβές και τις 70.000.000 λεπίδες. Το 1918 με την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε αμερικανός στρατιώτης είχε το δικό του σετ ξυριστικών της «Ζιλέτ».

Ο Κινγκ Κάμπελ Ζιλέτ, εκτός από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, διακρίθηκε και ως πολιτικός συγγραφέας, ενταγμένος στο ρεύμα του ουτοπικού σοσιαλισμού. Πίστευε ότι η βιομηχανία θα έπρεπε να ελέγχεται από μία και μόνη επιχείρηση, η οποία θα ήταν υπό λαϊκό έλεγχο και ότι όλοι οι Αμερικανοί θα έπρεπε να ζουν σε μια γιγαντιαία πόλη, τη Μητρόπολη, η οποία θα ηλεκτροδοτείτο από τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Έγραψε τρία βιβλία: «Η ανθρώπινη εξέλιξη» (1894), «Παγκόσμια Επιχείρηση» (1910) και «Λαϊκή Επιχείρηση» (1924) μαζί με τον συγγραφέα και ομοϊδεάτη του Άπτον Σινκλέρ. Πέθανε στις 9 Ιουλίου 1932, σχεδόν χρεοκοπημένος, θύμα του οικονομικού κραχ.

Η Gilette Safety Razor Company συνέχισε την επιτυχημένη διαδρομή της και σήμερα ως The Gillette Company είναι ο «λίντερ» στον τομέα προϊόντων ανδρικής περιποίησης, με τζίρο δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από το 2005 ανήκει στην εταιρία - κολοσσό των καταναλωτικών ειδών Procter & Gamble, η οποία την αγόρασε έναντι 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Νικόλαος Δηλιγιάννης
1841 – 1910

Διπλωματικός υπάλληλος, γόνος της ιστορικής αρκαδικής φαμίλιας των Δεληγιανναίων και εξάδελφος του πολιτικού Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Υπηρέτησε ως πρεσβευτής στις ελληνικές πρεσβείες του Βελιγραδίου και των Παρισίων.

Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής κρίσης, που ακολούθησε την παραίτηση του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη στις 11 Ιανουαρίου 1895, διορίσθηκε από τον Γεώργιο Α' διαβατικός πρωθυπουργός (σήμερα τον αποκαλούμε υπηρεσιακό), με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ο ίδιος και τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησής του δεν είχαν ενεργό ανάμιξη στην πολιτική, αλλά ήταν πιστοί φιλοβασιλικοί.

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 16ης Απριλίου 1895 και σήμαναν το τέλος της πολιτικής καριέρας του Χαρίλαου Τρικούπη, καθώς το κόμμα του υπέστη συντριβή και ο ίδιος δεν εξελέγη βουλευτής. Ο Νικόλαος Δηλιγιάννης παρέδωσε την εξουσία στις 31 Μαΐου 1895 στον νικητή των εκλογών, εξάδελφό του Θεόδωρο Δηλιγιάννη, που ανέλαβε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία.

Πέθανε το 1910, σε ηλικία 69 ετών.

 Δημήτριος Γούναρης, έλληνας πολιτικός, που διετέλεσε και πρωθυπουργός, ένας από τους 6 που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. (Θαν. 15/11/1922)

Δημήτριος Γούναρης
1867 – 1922

Αχαιός πολιτικός, που ηγήθηκε της αντιβενιζελικής παράταξης και διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (1915, 1921 - 1922). Ήταν ένας από τους «Έξι» που εκτελέστηκαν στο Γουδή, ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ο Δημήτριος Γούναρης γεννήθηκε στην Πάτρα στις 5 Ιανουαρίου 1867. Γονείς του ήταν ο σταφιδέμπορος Παναγιώτης Γούναρης με καταγωγή από το Άργος και η Μαρία Αλεξοπούλου. Το ζεύγος Γούναρη είχε αποκτήσει και δύο θυγατέρες την Αμαλία και την Ιουλία. Φιλομαθής από νεαρή ηλικία, γνώριζε ήδη δύο γλώσσες (γαλλικά και γερμανικά), όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Πατρών το 1884.

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τελείωσε με άριστα το 1889 και κατόπιν αναγορεύτηκε διδάκτορας του Δικαίου. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Λειψίας, Χαϊδελβέργης, Γοτίγγης και Μονάχου. Παρακολούθησε, επίσης, παραδόσεις κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών στο Παρίσι και στο Λονδίνο.

Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του πατέρα του τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1892 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους της πόλης, εντυπωσιάζοντας με την ευρύτατη νομική του κατάρτιση, την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση και τη ρητορική του δεινότητα.

Παρά την αλματώδη επαγγελματική του ανέλιξη, παρέμεινε απλός, προσηνής και ταπεινός. Απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις και τα «γλέντια», μένοντας άυπνος μέχρι αργά τη νύχτα, παρέα με τα βιβλία του και λίγους εκλεκτούς φίλους. Δεν του άρεσε το ποτό και το καλό φαΐ, καθώς ήταν μάλλον χορτοφάγος. Η μόνη κατάχρηση που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το κάπνισμα. Στο σπίτι του, που ήταν γεμάτο βιβλία, δέσποζαν τα πορτρέτα του Μπίσμαρκ και του Τρικούπη.

Για πρώτη φορά αναμίχθηκε στην πολιτική το 1902, όταν εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Πατρών στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου. Στους λόγους του στη Βουλή, αναφορικά με το σταφιδικό ζήτημα, έπαιρνε πάντα το μέρος των σταφιδεμπόρων, ενώ σε άλλες αγορεύσεις του υποστήριξε ότι ο λαός οφείλει αγόγγυστα να πληρώνει τους φόρους. Οι θέσεις του αυτές τον αποξένωσαν από τις λαϊκές μάζας, με συνέπεια να μην εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου 1905.

Δ. Γούναρης - Γ. Μπαλτατζής

Εξελέγη, όμως, στις επόμενες εκλογές (20 Μαρτίου 1906), ως επικεφαλής του Θεοτοκικού συνδυασμού της Πάτρας. Λίγο μετά την εκλογή του, πήρε μέρος στη σύμπηξη ανεξάρτητης ομάδας με τους Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Xαράλαμπο Βοζίκη, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, Απόστολο Αλεξανδρή και Στέφανο Δραγούμη. Τα μέλη αυτής της ομάδας αποκλήθηκαν «Ιάπωνες» από τον δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος παρομοίωσε τη μαχητικότητα που επεδείκνυαν στη Βουλή με την ορμητικότητα των ιαπώνων στρατιωτών κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905).

Στις 21 Ιουνίου 1908, ο Γούναρης αποχώρησε από την ομάδα των «Ιαπώνων», αποδεχόμενος την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη, την οποία τόσο είχε πολεμήσει. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε οριστικά τη δικηγορία κι έκλεισε το γραφείο του στην Πάτρα. Στις 16 Φεβρουάριου 1909 παραιτήθηκε, επειδή η Βουλή ανέβαλε τη συζήτηση των οικονομικών νομοσχεδίων του, χωρίς όμως και ν’ αποχωρήσει από το Θεοτοκικό Κόμμα.

Μετά την Επανάσταση στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909), ο Γούναρης ηγήθηκε του παλαιού πολιτικού κόσμου, μολονότι εξακολούθησε να διατηρεί κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 προτίμησε να απόσχει, μαζί με τα παλαιά κόμματα. Στις εκλογές όμως της 11ης Μαρτίου 1912, στις οποίες μετείχαν τα παλαιά κόμματα, πήρε μέρος ως ανεξάρτητος και κατόρθωσε να εκλεγεί και πάλι βουλευτής Πατρών.

Στις 21 Φεβρουάριου 1915, εκδηλώθηκε η διαφωνία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, που οδήγησε στον «Εθνικό Διχασμό». Ο Βενιζέλος, θερμός φίλος της Αντάντ, υποστήριζε ανεπιφύλακτα την έξοδο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, ενώ ο Γούναρης επέμενε στη διατήρηση της ουδετερότητας, η οποία, ουσιαστικά, εξυπηρετούσε τους Γερμανούς. Αποτέλεσμα της διαφωνίας αυτής ήταν η παραίτηση του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία.

Τότε, ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση (24 Φεβρουάριου 1915), κρατώντας ο ίδιος και το υπουργείο Στρατιωτικών. Αφού ίδρυσε δικό του κόμμα («Κόμμα των Εθνικοφρόνων»), προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαΐου 1915, κατά τις οποίες ηττήθηκε. Δεν παραιτήθηκε, όμως, αμέσως. Με πρόσχημα την ασθένεια του βασιλιά Κωνσταντίνου, η σύγκληση της νέας Βουλής αναβλήθηκε για τις 3 Αυγούστου 1915 και η παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη υποβλήθηκε την επομένη, στις 4 Αυγούστου.

Την ίδια αμέσως ημέρα σχημάτισε κυβέρνηση ο Βενιζέλος, ο οποίος κι άρχισε πολεμικές προετοιμασίες, προσέκρουσε όμως στην άρνηση του βασιλιά να δεχθεί την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα και γρήγορα παραιτήθηκε (23 Σεπτεμβρίου 1915). Την επομένη της παραίτησής του σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ο Γούναρης ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο διατήρησε και στην επόμενη κυβέρνηση, που σχημάτισε ο Στέφανος Σκουλούδης (25 Οκτωβρίου 1915).

Στις 6 Δεκεμβρίου 1915 έγιναν και πάλι εκλογές, κατά τις οποίες ο Βενιζέλος τήρησε αποχή και οι «Εθνικόφρονες» του Γούναρη πλειοψήφησαν. Ως αρχηγός της πλειοψηφίας, ο Γούναρης δεν ανέλαβε την πρωθυπουργία κι εξακολούθησε να κρατάει ουδετερόφιλη στάση σε όλες τις μετέπειτα βραχύβιες κυβερνήσεις. Με την έκρηξη του κινήματος της Θεσσαλονίκης (16 Αυγούστου 1916) και την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (29 Μαΐου 1917), ο Γούναρης, σύμφωνα με αξίωση των Συμμάχων, παραδόθηκε στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές (7 Ιουνίου 1917) και μεταφέρθηκε στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε στις 24 Νοεμβρίου 1918 και κατέφυγε στη Σιένα της Ιταλίας.

Ο Δ. Γούναρης στη Μικρά Ασία, Ιούνιος 1921

Επανήλθε στην Ελλάδα τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, μετονόμασε το κόμμα του σε «Λαϊκό» και κέρδισε τις εκλογές, υποσχόμενος κατάπαυση των επιχειρήσεων στο Μικρασιατικό μέτωπο. Δεν σχημάτισε, όμως, κυβέρνηση ο ίδιος, αλλά ο Δημήτριος Ράλλης (4 Νοεμβρίου 1920). Αρκέσθηκε στην ανάληψη του Υπουργείου Στρατιωτικών, όπως και στην κατοπινή κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου.

Στις 26 Μαρτίου 1921 ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση της χώρας, όταν η Μικρασιατική Εκστρατεία άρχισε να λαμβάνει δυσάρεστη τροπή για τα ελληνικά όπλα. Ο τουρκικός στρατός, υπό την ηγεσία του Κεμάλ, είχε ανασυνταχθεί. Η Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη και οι Σύμμαχοι δυσπιστούσαν σ’ αυτόν. Υποχρεωμένος από τα πράγματα να τηρήσει φιλοσυμμαχική στάση, υποσχέθηκε συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία. Κάλεσε στα όπλα νέες ηλικίες και το καλοκαίρι τού 1921 ο ελληνικός στρατός διενήργησε ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά απέτυχαν. Οι Σύμμαχοι, τότε, προσεταιρίστηκαν οριστικά πια τον Κεμάλ. Όταν και η προσπάθειά του να συνάψει εξωτερικό δάνειο απέτυχε επίσης, ο Γούναρης κατέφυγε σε εσωτερικό δάνειο, με διχοτόμηση του νομίσματος (25 Μαρτίου 1922). Όλες του οι προσπάθειες εξάλλου για πολιτική λύση του Μικρασιατικού σημείωναν την ίδια αποτυχία και, τέλος, στις 3 Μαΐου 1922 αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα (11 Σεπτεμβρίου 1922), και ο Γούναρης συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ασθένησε και μεταφέρθηκε σε κλινική. Μετά την έκδοση της απόφασης του έκτακτου στρατοδικείου, με την οποία αυτός και οι πέντε συγκατηγορούμενοί του (Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, και Γεώργιος Χατζανέστης) καταδικάστηκαν σε θάνατο, μεταφέρθηκε από την κλινική, όπου νοσηλευόταν, στις φυλακές Αβέρωφ. Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 οι «6» εκτελέστηκαν με τυφεκισμό στο Γουδή.

Σχετικά

Ουμπέρτο Έκο, ιταλός συγγραφέας και πανεπιστημιακός. (Θαν. 19/2/2016)

Η ιστορία του χάμπουργκερ

Το Χάμπουργκερ είναι το σήμα κατατεθέν της γρήγορης μαζικής εστίασης (fast food) και ένα από τα σύμβολα του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Πρόκειται για ένα αμφίψωμο (σάντουιτς ελληνιστί) με ψητό η βραστό βοδινό, που σερβίρεται με λαχανικά και διάφορα καρυκεύματα (κέτσαπ, μουστάρδα κ.ά.).

Οι πρώτες καταβολές του χάμπουργκερ ανιχνεύονται στη Μογγολία του Τζένγκις Χαν. Ήταν βολικό για τους στρατιώτες της Χρυσής Ορδής να τρώνε με το ένα χέρι και με το άλλο να ιππεύουν. Η συνταγή πρέπει να πέρασε δια μέσου των Ρώσων στη Δυτική Ευρώπη και στις αρχές του 19ου αιώνα τη συναντάμε στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο μεγάλο λιμάνι του Αμβούργου (Hamburg), ως Rundstuck Warm, αποτελούμενο από φέτες ψωμιού με ψητό μπιφτέκι χοιρινού ή ως Brotchen με μπιφτέκι βοδινού.

Μερικές δεκαετίας αργότερα έφθασε στην Αμερική από γερμανούς μετανάστες, όπου έμελλε να δοξαστεί. Στο Νέο Κόσμο επεκράτησε η εκδοχή του βοδινού κρέατος, που υπήρχε σε αφθονία, και το σάντουιτς πήρε την ονομασία Χάμπουργκερ (Hamburger), δηλαδή εκ του Αμβούργου προερχόμενο. Για πρώτη φορά, η λέξη χάμπουργκερ αναφέρεται στις 5 Ιανουαρίου 1889 στην εφημερίδα της Ουάσινγκτον Walla Walla Union, όπως μας πληροφορεί το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης.

Από εκεί και πέρα πολλοί ερίζουν για την πρωτιά του χάμπουργκερ στις ΗΠΑ. Ο Τσάρλι Ναγκρίν θεωρούσε ότι αυτός σέρβιρε πρώτος χάμπουργκερ το 1885 στο πανηγύρι του Σέιμουρ στο Ουισκόνσιν. Την ίδια χρονιά, οι αδελφοί Μέντσις από το Χάμπουργκ της Νέας Υόρκης πουλούσαν τα δικά τους χάμπουργκερ στο τοπικό πανηγύρι. Το ονόμασαν Χάμπουργκ Σάντουιτς και ως καρυκεύματα χρησιμοποιούσαν κόκκους καφέ και μαύρη ζάχαρη. Πολλοί ιστορικοί της διατροφής θεωρούν τη συνταγή των Μέντσις ως την πρώτη αυθεντικά αμερικανική.

Ο παντοπώλης Φλέτσερ Ντέιβις από την Αθήνα του Τέξας διεκδικεί και αυτός τον τίτλο, έπειτα από ένα δημοσίευμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης το 1974 και έρευνα της μεγάλης αλυσίδας φαστ-φουντ McDonald's. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2006 η Βουλή του Τέξας ανακήρυξε την Αθήνα Πρωτεύουσα του Χάμπουργκερ. Τελευταίος στη σειρά των διεκδικητών ο Λούις Λάσεν, που διατηρούσε σαντουιτσάδικο στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ το 1895.

Το 1906, ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας Άπτον Σινκλέρ δημοσίευσε το περίφημο μυθιστόρημά του Η Ζούγκλα (εκδόσεις Γράμματα), που μεταξύ άλλων αποκάλυπτε τις άθλιες συνθήκες υγιεινής στα αμερικανικά σφαγεία. Αυτό ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από την πλευρά των καταναλωτών και ανάγκασε την κυβέρνηση να λάβει μέτρα.

Την επιφυλακτικότητα του αμερικανικού κοινού φρόντισε να διαλύσει στη δεκαετία του '20 η πρώτη αλυσίδα φαστ-φουντ White Castle, με μια μεγάλη καμπάνια δημοσίων σχέσεων, που επέβαλε το χάμπουργκερ σε μια Αμερική που επιτάχυνε τους ρυθμούς της. Μάλιστα, προς στιγμή, του άλλαξε το όνομα του σε σόλσμπερι στέικ (Salisbury steak), εξαιτίας των αντιγερμανικών αισθημάτων που επικρατούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου χάθηκαν πολλές ζωές Αμερικανών. Ο όρος, τελικά, δεν επικράτησε. Όλα τα υπόλοιπα ήταν δουλειά της McDonald's, που διέδωσε το χάμπουργκερ σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Ελλάδα (Goody's) και το Βέλγιο.


Θάνατοι

 


μ.Χ.
Αμέλια Έρχαρτ, αμερικανίδα πιλότος, η πρώτη γυναίκα που διέσχισε μόνη της τον Ατλαντικό. (Γεν. 24/7/1897)
Τσαρλς Μίνγκους, αμερικανός σολίστας του μπάσου, από τους κορυφαίους τζαζίστες όλων των εποχών. (Γεν. 22/4/1922)
  Εουσέμπιο (ντα Σίλβα Φερέιρα), ποδοσφαιριστής από τη Μοζαμβίκη, που με τη φανέλα της Μπενφίκα και της Εθνικής Πορτογαλίας έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του αθλήματος. (Γεν. 25/1/1942)

Εουσέμπιο
1942 – 2014

Πορτογάλος ποδοσφαιριστής, ένας από τους θρύλους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Αγωνιζόταν στη θέση του σεντερ-φορ και δοξάστηκε με την Μπενφίκα, στην οποία αγωνίστηκε για 15 χρόνια (1960-1975) και με την Εθνική Πορτογαλίας, την οποία οδήγησε στην τρίτη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος του 1966. Του είχαν αποδώσει τα προσωνύμια «Μαύρος Πάνθηρας», «Μαύρο Διαμάντι» και «Ο Βασιλιάς».

Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusebio Da Silva Ferreira), όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1942 στο Λορέντζο Μαρκές (νυν Μαπούτο) της Μοζαμβίκης, η οποία την εποχή εκείνη ήταν  αποικία της Πορτογαλίας. Γιος ενός λευκού σιδηροδρομικού και μιας ντόπιας μαύρης γυναίκας, έμεινε ορφανός από μικρή ηλικία και ανατράφηκε από τη μητέρα του.

Μεγάλωσε σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, με μόνη διέξοδο για τα νεαρά αγόρια το ποδόσφαιρο. Ο Εουσέμπιο συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο και να παίζει ξυπόλητος το αγαπημένο του άθλημα στις αλάνες της γειτονιάς του, με αυτοσχέδιες μπάλες, φτιαγμένες από κάλτσες και εφημερίδες. Μαζί με τους φίλους του έφτιαξαν μια ομάδα που την ονόμασαν «Os Brasileiros» («Οι Βραζιλιάνοι»), προς τιμή της μεγάλης ομάδας της Εθνικής Βραζιλίας της δεκαετίας του '50.

Γρήγορα φάνηκαν οι ποδοσφαιρικές ικανότητες του νεαρού Εουσέμπιο. Ταχύτητα, κοφτή ντρίμπλα, δυνατό σουτ και ευχέρεια στο σκοράρισμα, στοιχεία που θα τον ακολουθήσουν σε όλη του την καριέρα και θα συμβάλλουν στο χτίσιμο του θρύλου του. Το 1957 θα ανέβει σκαλοπάτι και θα ενταχθεί στο δυναμικό της τοπικής «Σπόρτινγκ Λορέντζο Μαρκές» (τροφοδότρια ομάδα της Σπόρτινγκ Λισαβώνας), αφού πρώτα είχε απορριφθεί από την «Γκρούπο Ντεπορτίβο», που προωθούσε ταλέντα στην ανταγωνίστρια της Μπενφίκα. Με την ομάδα της Σπόρτινγκ κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα του Λορέντζο Μαρκές και το περιφερειακό της Μοζαμβίκης.

Το ταλέντο του διέκρινε ένας παλιός βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής, ο Ζοζέ Κάρλος Μπάουερ και τον πρότεινε στη Σάο Πάολο. Όταν αυτή τον απέρριψε, ο Μπάουερ απευθύνθηκε στον προπονητή της Μπενφίκα, Μπέλα Γκούτμαν (μετέπειτα προπονητή και του Παναθηναϊκού), ο οποίος εισηγήθηκε αμέσως την απόκτησή του στη διοίκηση των «Αετών» της Λισαβώνας. Ο Εουσέμπιο ήταν 18 ετών και η μετεγγραφή του στην Μπενφίκα πέρασε από χίλια κύματα, καθώς τον διεκδίκησε μέχρι τέλους και η Σπόρτινγκ Λισαβώνας.

Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματα της Μπενφίκα στις 23 Μαΐου του 1961, στο φιλικό παιχνίδι εναντίον της Ατλέτικο ντε Πορτουγκάλ, σημειώνοντας χατ-τρικ στη νίκη της ομάδας του με 4-2. Στις 10 Ιουνίου 1961 αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας κόντρα στη Μπελενένσες και πέτυχε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4-0.

Με τον Εουσέμπιο στη σύνθεσή της, η Μπενφίκα κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1962 και έφθασε άλλες δυο φορές στον τελικό (1965, 1968). Σημαντική ήταν η συνεισφορά του και στην Εθνική Πορτογαλίας, την οποία βοήθησε να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία. Μέχρι το 2005 ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Πορτογαλίας, με 41 γκολ, όταν ο Παουλέτα έσπασε το ρεκόρ του.

Το τελευταίο παιχνίδι του Εουσέμπιο με τη φανέλα Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, κατά της Μικτής Αφρικής στην Καζαμπλάνκα. Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα NASL με τους Τορόντο Μέτρος το 1976. Τη διετία 1976-1978 επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου αγωνίστηκε με τις ομάδες Μπέιρα-Μαρ (πρώτη κατηγορία) και  Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία). Κρέμασε τα παπούτσια του το 1979, αγωνιζόμενος με την ομάδα Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς. Στη συνέχεια ανέλαβε πόστο στο ποδοσφαιρικό τμήμα της Μπενφίκα, ενώ διετέλεσε μέλος της τεχνικής επιτροπής της εθνικής Πορτογαλίας.

Ο Εουσέμπιο άφησε την τελευταία του πνοή στις 5 Ιανουαρίου του 2014, σε ηλικία 70 ετών.

Διακρίσεις

  • 638 γκολ σε 614 εμφανίσεις με την Μπενφίκα σε όλες τις διοργανώσεις.
  • 3η θέση με την Εθνική Πορτογαλίας στο Μουντιάλ της Αγγλίας (1966).
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης με την Μπενφίκα (1962).
  • «Χρυσή Μπάλλα» (1965), ως ο καλύτερος ευρωπαίος ποδοσφαιριστής.
  • «Χρυσό Παπούτσι» (1968, 1973), ως ο κορυφαίος ευρωπαίος σκόρερ.
  • Πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος Πορτογαλίας, 7 φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970, 1973).
  • Πρωταθλητής Πορτογαλίας με την Μπενφίκα, 11φορές (1961, 1963, 1964, 1965, 1967, 1968,1969, 1971, 1972,1973, 1975).
  • Κυπελλούχος Πορτογαλίας, 5 φορές (1962, 1964, 1969, 1970, 1972).

    πηγη: www.sansimera.gr

     
    © Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου