Διεθνής διαμαρτυρία μοτοσυκλετιστών για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Βόρειας Κύπρου από την Τουρκία βάφτηκε στο αίμα, όταν έποικοι και αστυνομικοί του ψευδοκράτους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον 24χρονο Τάσο Ισαάκ. Το περιστατικό συνέβη τις πρώτες απογευματινές ώρες της 11ης Αυγούστου 1996, εντός της «Πράσινης Γραμμής» στην περιοχή της Δερύνειας, νότια της Αμμοχώστου.
Στις 2 Αυγούστου 1996, περίπου 200 μοτοσυκλετιστές από 12 ευρωπαϊκές χώρες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών και οργάνωσαν μοτοπορεία από το Βερολίνο (τελευταία διηρημένη πόλη της Ευρώπης, εξαιρουμένης της Λευκωσίας) ως την κατεχόμενη Κερύνεια, με αφορμή την 22η επέτειο από την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Στις 10 Αυγούστου έφτασαν στην Κύπρο κι ενώθηκαν με τους ντόπιους συναδέλφους τους. Κατόπιν, όμως, διεθνών και εσωτερικών πιέσεων, η Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσυκλετιστών ακύρωσε το σκέλος της διαμαρτυρίας εντός της Κύπρου και διοργάνωσε την κεντρική της εκδήλωση στο Μακάριο Στάδιο το πρωί της Κυριακής 11 Αυγούστου.
Μία ομάδα μοτοσυκλετιστών διαφώνησε με την απόφαση και αποφάσισε να συνεχίσει τη μοτοπορεία προς τα κατεχόμενα. Ένας από αυτούς ήταν και ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ. Από ένα αφύλακτο στρατιωτικό φυλάκιο εισήλθαν στη νεκρή ζώνη του ΟΗΕ, τη λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή», καθώς η Κυπριακή Αστυνομία απέτυχε να τους αναχαιτίσει. Την ίδια ώρα, στη λεγόμενη «γραμμή Αττίλα», είχαν συγκεντρωθεί τουλάχιστον 1.000 Τουρκοκύπριοι, ανάμεσά τους και πολλοί οπαδοί των «Γρίζων Λύκων», που είχαν καταφθάσει από την Τουρκία.
Από τη στιγμή που οι ελληνοκύπριοι διαδηλωτές βρέθηκαν μέσα στη νεκρή ζώνη, η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται. Στις 4 το απόγευμα, μία ομάδα Τουρκοκυπρίων εισήλθε με τη σειρά της στη νεκρή ζώνη και κραδαίνοντας ρόπαλα και σιδερολοστούς επιτέθηκαν στους ελληνοκύπριους διαδηλωτές. Ο Τάσος Ισαάκ, στην προσπάθειά του να βοηθήσει ένα καταδιωκόμενο φίλο του, εγκλωβίστηκε και ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από πολίτες και αστυνομικούς τους ψευδοκράτους. Δύο ιρλανδοί αστυνομικοί, μέλη της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ (UNFICYP), δεν κατάφεραν να τον αποσπάσουν από τα χέρια των μαινόμενων Τουρκοκυπρίων.
Ο Τάσος Ισαάκ άφησε την τελευταία του πνοή 95 μέτρα από την την ελληνοκυπριακή πλευρά και 32 από την τουρκοκυπριακή, σύμφωνα με την έκθεση του OHE. Από τη γενικευμένη συμπλοκή στη νεκρή ζώνη τραυματίστηκαν συνολικά 54 Ελληνοκύπριοι, 17 Τουρκοκύπριοι και 12 μέλη της ειρηνευτικής δύναμης.
Η κηδεία του Τάσου Ισαάκ έγινε με πάνδημο τρόπο στις 14 Αυγούστου. Τραγική φιγούρα η σύζυγός του, που ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Μετά την κηδεία, ο οργισμένος εξάδελφός του Σολωμός Σολωμού, 26 ετών, προσπάθησε να αφαιρέσει τουρκική σημαία από φυλάκιο της «Πράσινης Γραμμής», για να πέσει νεκρός από πυρά που προήλθαν από τα Κατεχόμενα.
Στις 22 Νοεμβρίου 1996, η Κυπριακή Αστυνομία εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης για τη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ εναντίων των:
- Χασίμ Γιλμάζ, εποίκου και πρώην στελέχους της ΜΙΤ (τουρκική ΚΥΠ)
- Νεϊφέλ Μουσταφά Εργκούν, εποίκου από την Τουρκία και αστυνομικού του ψευδοκράτους
- Πολάτ Φικρέτ Κορελί, Τουρκοκύπριου από την Αμμόχωστο
- Μεχμέτ Μουσταφά Αρσλάν, τούρκου εποίκου και επικεφαλής των «Γκρίζων Λύκων» στα Κατεχόμενα
- Ερχάν Αρικλί, τούρκου εποίκου από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ο Αρικλί συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 2012 στο Κιργιστάν, αλλά αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν πιέσεων του Τουρκίας.
Στις 28 Απριλίου 1997, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Θεόδωρος Πάγκαλος, βάπτισε στο Παραλίμνι, μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα, την κόρη του Τάσου Ισαάκ, στην οποία δόθηκε το όνομα Αναστασία. Η Χάρις Αλεξίου της αφιέρωσε το «Τραγούδι του Χελιδονιού», που έγραψε ειδικά γι’ αυτήν.
Στις 24 Ιουνίου 2008, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκρινε ένοχη την Τουρκία για τη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ, βάσει του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Επίσης, επιδίκασε χρηματική αποζημίωση στην οικογένεια του Τάσου Ισαάκ.
Διακεκριμένος Έλληνας πολιτικός του κεντρώου χώρου, ο οποίος διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας και ισάριθμες φορές πρόεδρος της Βουλής.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης γεννήθηκε το 1860 στο Βαθύ της Σάμου, που τότε ήταν αυτόνομη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από χριστιανό ηγεμόνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης Σοφούλης είχε αγωνιστεί για την αυτονομία του νησιού και ήταν ένας από τους σημαντικούς πολιτικούς παράγοντες του νησιού.
Ο Σοφούλης ως αρχαιολόγος
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σάμο, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης φοίτησε αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Γερμανία, όπου ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, διορίστηκε έφορος αρχαιοτήτων (1885) και αργότερα αναγορεύθηκε υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ως αρχαιολόγος, συμμετείχε σε πολλές ανασκαφές στη Λακωνία και τη Μεσσηνία (ήταν υπεύθυνος για τις ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη το 1895), ενώ δημοσίευσε πλήθος αρχαιολογικών μελετών. Όμως, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του είχε άδοξο τέλος, όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή της Αρχαιολογίας. Τότε, ο Σοφούλης προτίμησε να επιστρέψει στη γενέτειρά του το 1899 και να ασχοληθεί με την πολιτική.
Πολιτικός στη Σάμο
Το 1900 εξελέγη πληρεξούσιος της πόλης της Σάμου στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων και σχημάτισε μία ριζοσπαστική πολιτική ομάδας, με εθνικές και προοδευτικές θέσεις, που είχε ως στόχο τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών του νησιού, τις οποίες καταπατούσαν οι χριστιανοί ηγεμόνες, κατά παράβαση των διατάξεων περί αυτονομίας του 1832. Σύντομα, ο Σοφούλης απέκτησε μεγάλη επιρροή, καταγγέλλοντας τις αυθαιρεσίες του ηγεμόνα Ανδρέα Κοπάση, ενώ άρχισε να έχει επαφές με το ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Οι ενέργειές του αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του Κοπάση, ο οποίος ζήτησε ενισχύσεις από τον Σουλτάνο για την επιβολή της τάξης, που είχε αρχίσει να διασαλεύεται από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των Σαμιωτών. Ο Μεχμέτ ο 5ος ανταποκρίθηκε στο αίτημα του ηγεμόνα και έστειλε στο νησί το στόλο του κι ένα σύνταγμα πεζικού. Οι κάτοικοι του νησιού με τη θέα του τουρκικού στόλου ξεσηκώθηκαν, με επικεφαλής τον Σοφούλη, τον Μάιο του 1908. Γρήγορα, το κίνημα κατεστάλη και ο Σοφούλης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον νησί, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Σάμου στις 20 Σεπτεμβρίου του 1908.
Στις 3 Μαρτίου 1912 ο Κοπάσης δολοφονήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Γρηγόριος Βεγλερής, ο οποίος χορήγησε αμνηστία στους Σάμιους εξόριστους επί τη αναλήψει των καθηκόντων του. Έτσι, ο Σοφούλης επέστρεψε στο νησί στις 6 Σεπτεμβρίου του 1912 και με προκήρυξή του ζήτησε από τους συμπατριώτες του να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν, οι επαναστάτες είχαν σημαντικές επιτυχίες και ανάγκασαν τον τουρκικό στρατό να εγκαταλείψει το νησί στις 23 Σεπτεμβρίου 1912. Μετά από λίγες ημέρες συγκλήθηκε η συνέλευση των Σαμίων, η οποία εξέλεξε τον Σοφούλη πρόεδρό της.
Μετά την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912), η Εθνοσυνέλευση των Σαμίων με ψήφισμά της κήρυξε την ένωση του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα (11 Νοεμβρίου 1912). Ο Σοφούλης ανέλαβε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Σάμου και παρέμεινε στο νησί έως τον Απρίλιο του 1914, οπότε διορίστηκε γενικός διοικητής Μακεδονίας από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στην ελληνική πολιτική σκηνή
Ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης σε εξώστη κτηρίου στη Σάμο
Στις
εκλογές της
31ης Μαΐου 1915 εξελέγη βουλευτής Σάμου με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Στα χρόνια του εθνικού διχασμού, ο Σοφούλης ανέλαβε το Υπουργείο των Εσωτερικών στην κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης, που σχημάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη στις
16 Σεπτεμβρίου του 1916. Όταν αποκαταστάθηκε η ενότητα του κράτους και ο Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία, ο Σοφούλης ανέλαβε πρόεδρος της αναβιώσασας Βουλής του 1915, που έμεινε στην ιστορία ως «Βουλή των Λαζάρων» (
20 Ιουλίου 1917 -
10 Σεπτεμβρίου 1920).
Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 δεν εκλέχθηκε βουλευτής, αλλά επανήλθε στη Βουλή μετά τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, ως βουλευτής Σάμου. Από τότε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στη συγκεκριμένη περιφέρεια, εκτός από τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933. Διατέλεσε υπουργός Εσωτερικών στις βραχύβιες κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου (11 Ιανουαρίου - 11 Φεβρουαρίου 1924) και του Γεωργίου Καφαντάρη (11 Φεβρουαρίου - 12 Μαρτίου 1924). Τότε εκφράσθηκε δημοσίως υπέρ της κατάργησης της βασιλείας και ανέλαβε την ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Στις 25 Ιουλίου του 1924, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, του ανέθεσε την πρωθυπουργία, την οποία προσπάθησε να ασκήσει με ήπιο και συναινετικό τρόπο. Οι προσπάθειές του δεν έφεραν αποτέλεσμα κι έτσι αναγκάσθηκε να παραιτηθεί τρεις μήνες αργότερα (8 Οκτωβρίου 1924), εξαιτίας των στασιαστικών κινήσεων στις ένοπλες δυνάμεις και κυρίως στο Ναυτικό. Το μόνο σημαντικό μέτρο της κυβέρνησής του ήταν η απαλλοτρίωση 350.000 στρεμμάτων, που αποδόθηκαν σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και σε ακτήμονες.
Το 1925 ήταν από τους λίγους πολιτικούς που κατήγγειλαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου και καταψήφισε την κυβέρνησή του. Μετά το τέλος της δικτατορίας Πάγκαλου και την επάνοδο των Βενιζελικών στην εξουσία, ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής (6 Δεκεμβρίου 1926 - 9 Ιουλίου 1928). Το 1928 ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και στις 17 Νοεμβρίου 1930 επανεξελέγη πρόεδρος της Βουλής και παρέμεινε στη θέση ως τις 24 Ιανουαρίου του 1933. Μετά το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, ο Σοφούλης συνελήφθη, δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο και αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων.
Με τη φυγή του Βενιζέλου στη Γαλλία το 1935, ο Σοφούλης ανέλαβε την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, το κόμμα του δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, οπότε υπέγραψε με το «Παλλαϊκό Μέτωπο» (ΚΚΕ) το περίφημο «Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα», χάρη στο οποίο εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής στις 6 Μαρτίου του 1936.
Επί της προεδρίας του, η Βουλή παρέσχε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (27 Απριλίου 1936) και διέκοψε τις εργασίες της μέχρι τις 10 Οκτωβρίου. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Μεταξάς διέλυσε τη Βουλή και κυβέρνησε δικτατορικά μέχρι τον θάνατό του το 1941. Η αντίδραση του Σοφούλη στη δικτατορία Μεταξά υπήρξε μάλλον χλιαρή.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σοφούλης παρέμεινε στην Αθήνα και συμμετείχε στην αντιστασιακή οργάνωση ΑΑΑ («Αγών, «Ανόρθωσις», «Ανεξαρτησία») του Στέφανου Σαράφη, η οποία είχε επαφές με το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Αρνήθηκε, ωστόσο, να συνεργαστεί με το ΕΑΜ και τον Ιανουάριο του 1944 το κατηγόρησε ότι αποτελούσε προμετωπίδα του ΚΚΕ για την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής δικτατορίας. Στις 19 Μαΐου 1944, οι γερμανικές αρχές τον συνέλαβαν με την κατηγορία της αντιστασιακής δράσης και τον φυλάκισαν στο Χαϊδάρι μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Το αντιβασιλικό παρελθόν του, αλλά και η εχθρότητά του προς το ΕΑΜ, έκανε τους Βρετανούς να τον επιλέξουν ως πρωθυπουργό σε αντικατάσταση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ορκίστηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1945 και η κυβέρνησή του διενήργησε τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946. Στις 4 Απριλίου 1946 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και την ηγεσία των Φιλελευθέρων, εξαιτίας του κακού αποτελέσματος του κόμματός του στις εκλογές.
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1947, σε μια κρίσιμη καμπή του Εμφυλίου Πολέμου, ανέλαβε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία, ηγούμενος κυβέρνησης συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν η χορήγηση αμνηστίας στους κομμουνιστές αντάρτες που θα εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους στις αρχές. Το μέτρο αυτό είχε πενιχρά αποτελέσματα. Τον Ιανουάριο του 1949 ο Σοφούλης, αφού ανάρρωσε από σοβαρό πνευμονικό οίδημα, σχημάτισε νέα κυβέρνηση και διόρισε αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων κατά των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού τον Αλέξανδρο Παπάγο.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 24 Ιουνίου 1949, αφού ηγήθηκε τεσσάρων κυβερνήσεων. Την ημέρα εκείνη άφησε την τελευταία του πνοή στην Κηφισιά, λόγω της επιβαρυμένης υγείας του και της μεγάλης ηλικίας του. Υπήρξε πρότυπο τίμιου και αγωνιστή πολιτικού, ο οποίος υπηρέτησε τη χώρα με πνεύμα πρακτικό και πατριωτικό, χωρίς έπαρση και κομπασμό.
Ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στο Δαφνί για την εθνική δράση της στις 8 Σεπτεμβρίου 1944.
Η Λέλα Μηνοπούλου γεννήθηκε το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας. Ήταν πρωτότοκη κόρη του Αθανασίου Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Το 1916 παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Νικόλαο Καραγιάννη, με τον οποίο απέκτησε επτά παιδιά: την Ιωάννα, τον Γεώργιο, την Ηλέκτρα, τον Βύρωνα, τον Νέλσωνα, τη Νεφέλη και την Ελένη.
Η κατάληψη της Ελλάδας υπό των Ιταλογερμανών μεταμόρφωσε την ελληνίδα νοικοκυρά σε πρωτεργάτιδα της Εθνικής Αντίστασης. Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής έφτιαξε μία ομάδα με πυρήνα μέλη της οικογένειάς της και άρχισε το έργο της απόκρυψης και φυγάδευσης των βρετανών στρατιωτικών που είχαν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου, η μικρή οικογενειακή ομάδα διευρύνθηκε και εξελίχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Μπουμπουλίνα», που αριθμούσε πάνω από 100 μέλη.
Η σύλληψη του γιου της Γεωργίου τον Ιούνιο του 1941 και των θυγατέρων της Ιωάννας και Ηλέκτρας δεν την πτόησαν. Κατόρθωσε να τους απελευθερώσει και να συνεχίσει το έργο της. Ακολούθησαν επιτυχείς ομαδικές φυγαδεύσεις στη Μέση Ανατολή, τις οποίες επέβλεπε προσωπικά η ίδια. Τακτικά από τα ραδιοφωνικά κύματα του Καΐρου ακουγόταν η φράση «Τζάκσον - Τζάκσον ευχαριστούμε για το άρωμα». Ήταν το συμπεφωνημένο σύνθημα για τη διάσωση της αποστολής.
Τον Οκτώβριο του 1941 συνελήφθη, κατόπιν προδοσίας, και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ με την κατηγορία της κατασκοπίας. Δικάσθηκε από ιταλικό στρατοδικείο, αλλά αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων.
Μετά την αποφυλάκισή της συνέχισε το αντιστασιακό της έργο, με μεγαλύτερη ένταση και μεθοδικότητα. Άπλωσε ένα ευρύ δίκτυο συνεργατών σε κάθε κατοχική υπηρεσία της Αθήνας και λάμβανε πολύτιμες πληροφορίες για κινήσεις και τα σχέδια των κατοχικών αρχών από έλληνες συνεργάτες τους, αλλά και από αντιχιτλερικούς γερμανούς και αντιφασίστες ιταλούς αξιωματικούς, τις οποίες διοχέτευε στο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, μέλη της οργάνωσής της προέβαιναν σε πράξεις δολιοφθοράς κατά κατοχικών στόχων.
Στις 11 Ιουλίου 1944 κι ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, συνελήφθη από τους Γερμανούς. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και πέντε από τα παιδιά της. Ο σύζυγός της και τα δύο παιδιά της Γεώργιος και Ελένη κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν και βασανίσθηκαν άγρια. Όχι μόνο δεν ομολόγησαν, αλλά η Καραγιάννη χτύπησε τον αιμοχαρή ανακριτή της Φριτς Μπέκερ. Τα βασανιστήρια που ακολούθησαν ήταν φρικτά. Την κρέμασαν και της εξάρθρωσαν τα χέρια, της έκαυσαν τα άκρα με ηλεκτρική μηχανή, την υπέβαλαν επί τριήμερο στο μαρτύριο της δίψας και τέλος της τρύπησαν τα πλευρά με το πόμολο της πόρτας.
Δεν εκάμφη ακόμα και όταν της διαμήνυσαν ότι θα εκτελούσαν τον γιο της Νέλσωνα, αν δεν ομολογούσε. Αυτή τους απάντησε υπερήφανα: «Ζητείτε από μία ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της και την πατρίδα της με την απειλή του τυφεκισμού των παιδιών της. Ε, λοιπόν, μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας!»
Την αυγή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, η Λέλα Καραγιάννη οδηγήθηκε με άλλους πατριώτες στο Άλσος Δαφνίου. Λίγο πριν από την εκτέλεσή της, απευθυνόμενη στους άλλους μελλοθάνατους, φώναξε: «Ψηλά παιδιά τα κεφάλια να δουν οι Ούνοι πως ξέρουν να πεθαίνουν οι Έλληνες για την πατρίδα τους».
Το πτώμα της, διάτρητο από τις σφαίρες, παρελήφθη κρυφά από φίλους της οικογένειάς της και τάφηκε στο Β’ Νεκροταφείο Πατησίων. Την επομένη, 9 Σεπτεμβρίου 1944, τα πέντε παιδιά της απελευθερώθηκαν με τη μεσολάβηση μιας γερμανίδας κατοίκου της Αθήνας, η οποία επωφελήθηκε από την αλλαγή διοίκησης στη Γερμανική Φρουρά Αθηνών.
Για τη δράση της και το μαρτυρικό και ηρωικό τέλος της, η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε ως εθνική ηρωίδα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όσο λίγοι αγωνιστές του απελευθερωτικού αγώνα. Στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα έχει στηθεί μπρούντζινη προτομή της και ανάμεσα στο Εθνικό Μουσείο και στο Πολυτεχνείο ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμά της. Η Ακαδημία Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 30ης Δεκεμβρίου 1947, της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.