Έλληνας πολιτικός και ποιητής, κορυφαία μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα. Στις 13 Αυγούστου 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, συνελήφθη και βασανίσθηκε απάνθρωπα. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας εξελέγη βουλευτής με την ΕΚΝΔ.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1939 στη Γλυφάδα Αττικής και ήταν το δεύτερο παιδί του αξιωματικού του στρατού Βασιλείου Παναγούλη και της Αθηνάς Κακαβούλη.
Ως φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων - Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου αναδείχθηκε ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και το 1963 έλαβε μέρος στο Α' Παμφοιτητικό Συνέδριο ως εκπρόσωπος της σχολής του. Ήταν μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΝΕΚ (της νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου) και ιδρυτικό στέλεχος της μετεξέλιξής της σε ΕΔΗΝ. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 διετέλεσε γενικός γραμματέας της ΕΔΗΝ, νεολαίας πλέον της ΕΚΝΔ.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου πέρασε αμέσως στην παράνομη δράση κατά της χούντας των συνταγματαρχών, αφού πρώτα λιποτάκτησε (27 Μαΐου) από το στρατό, όπου υπηρετούσε τη θητεία του. Τον ακολούθησε τον Αύγουστο και ο αδελφός του Γεώργιος Παναγούλης, υπολοχαγός των ΛΟΚ, ο οποίος κατέφυγε στο Ισραήλ, συνελήφθη κι εκδόθηκε στην Ελλάδα, αλλά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στην Ελλάδα με πλοίο, χάθηκαν τα ίχνη του και από τότε θεωρείται αγνοούμενος.
Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση» και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ), που ήταν η πιο δυναμική ομάδα της οργάνωσης. Μετά τη λιποταξία του, κατέφυγε μυστικά για μικρό διάστημα στην Κύπρο και, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, οργάνωσε την περίφημη απόπειρα δολοφονίας του αρχηγού της δικτατορίας, Γεωργίου Παπαδόπουλου, την οποία και επιχείρησε στις 13 Αυγούστου 1968 στη λεωφόρο Αθηνών - Σουνίου, κοντά στο Λαγονήσι, όπου η πολυτελής βίλα στην οποία διέμενε ο δικτάτορας.
Η απόπειρα έγινε με υπονόμευση του δρόμου και την πυροδότηση έκανε ο ίδιος ο Παναγούλης. Η αποτυχία του εγχειρήματος οφειλόταν σε έλλειψη συντονισμού. Ο Παναγούλης συνελήφθη κρυμμένος στα βράχια της παραλίας και οδηγήθηκε στο κρατητήριο της ΕΣΑ, όπου βασανίστηκε με απάνθρωπη σκληρότητα για να καταδώσει τους συνεργάτες του. Άντεξε με απαράμιλλη γενναιότητα τα βασανιστήρια, χωρίς να ομολογήσει απολύτως τίποτε.
Όπως σημειώνει η ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η ενέργειά του αυτή του ήταν μία πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» της είπε.
Στις 17 Νοεμβρίου 1968 καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών και σε ποινές φυλάκισης 11 συγκατηγορούμενοί του, μέλη της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση», ανάμεσα στα οποίους οι μετέπειτα υπουργοί του ΠΑΣΟΚ Λευτέρης Βερυβάκης και Στάθης Γιώτας. Η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε, χάρη στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης (διαμαρτυρίες κομμάτων και οργανώσεων, λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, διαβήματα κυβερνήσεων, εκκλήσεις προσωπικοτήτων όπως του Πάπα Παύλου του 6ου και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ).
Παρέμεινε, ωστόσο, για πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Στις 5 Ιουνίου 1969 δραπέτευσε μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη, αλλά συνελήφθη μετά τρεις ημέρες, προδομένος από έναν εξάδελφό του, ο οποίος εισέπραξε την αμοιβή της επικήρυξής του. Κλείστηκε στην απομόνωση στις φυλακές Μπογιατίου, απ’ όπου επιχείρησε ακόμη δύο φορές να δραπετεύσει, δείχνοντας έτσι τις ακατάλυτες δυνάμεις που έκρυβε μέσα του. Η περήφανη και ασυμβίβαστη στάση του έναντι στους στρατοδίκες της χούντας και τους βασανιστές του τον ανέδειξαν σε ηρωική μορφή τού αντιδικτατορικού αγώνα. Ο ηρωισμός του και η ανδρεία του αναγνωρίστηκαν και από τους ίδιους τους βασανιστές του.
Τον Αύγουστο του 1973, στο πλαίσιο των μέτρων φιλελευθεροποίησης του δικτατορικού καθεστώτος, επωφελήθηκε της γενικής αμνηστίας που χορηγήθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους και αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία, όπου φιλοξενήθηκε από τη σύντροφο και βιογράφο του Οριάνα Φαλάτσι (1929 - 2006). Του μέτρου επωφελήθηκε και ο μικρός του αδελφός Στάθης Παναγούλης, που ακολούθησε πολιτική καριέρα στη μεταπολίτευση (ΠΑΣΟΚ, ΕΣΠΕ, ΚΚΕ, Συνασπισμός, Πολιτική Άνοιξη, ΔΗΚΚΙ, ΣΥΡΙΖΑ).
Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1974, ο Αλέκος Παναγούλης εξελέγη βουλευτής στη Β' Αθηνών με το κόμμα τής Ενώσεως Κέντρου - Νέων Δυνάμεων (ΕΚΝΔ), διάδοχο σχήμα της προδικτατορικής Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ). Αρνήθηκε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, για τον οποίον είχε αρνητική γνώμη. Τον Απρίλιο του 1976 διαφώνησε με την πολιτική τού κόμματός του κι έγινε ανεξάρτητος.
Την Πρωτομαγιά του 1976 βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Αγίου Δημητρίου, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εξετράπη της πορείας του κι έπεσε σ’ ένα υπόγειο κατάστημα. Ο Τύπος της εποχής έγραψε ότι κάποιοι ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση, επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη δικτατορία. Τίποτα, όμως, δεν αποδείχθηκε και τα δημοσιεύματα παρέμειναν στο επίπεδο της εικασίας.
Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαΐου στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Το σεντόνι που σκέπαζε το φέρετρο ήταν κεντημένο από τα χέρια της ηρωίδας μάνας του και σε μία ταινία γραφόταν: «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».
Ο Αλέκος Παναγούλης άφησε πίσω του δυο ποιητικές συλλογές: «Άλλοι θ’ ακολουθήσουν», που βραβεύθηκε με το Διεθνές Βραβείο του Βιαρέτζιο και «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», που τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντιφασιστικής Αντίστασης στην Ιταλία. Πολλά από τα ποιήματά του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.
Γάλλος τενίστας και επιχειρηματίας (μπλουζάκια Λακόστ). Από τις θρυλικές μορφές του αθλήματος.
Ο Ζαν Ρενέ Λακόστ (Jean René Lacoste) γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1904 στο Παρίσι. Μέχρι τα 15 του δεν είχε πιάσει ρακέτα στα χέρια του, αλλά σ' ένα ταξίδι με τον πατέρα του στην Αγγλία γοητεύτηκε από το άθλημα και αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του. Ο πατέρας του Ζαν-Ζιλ Λακόστ, επικεφαλής της αυτοκινητοβιομηχανίας Hispano-Suiza, δεν του έφερε αντίρρηση, αλλά του έθεσε ένα όρο: αν δεν γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής μέσα σε πέντε χρόνια να τα παρατήσει και να επιστρέψει στις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Ο νεαρός Λακόστ έλαβε το μήνυμα, δούλεψε σκληρά και το 1925 κέρδισε τους δύο πρώτους μεγάλους τίτλους του, το «Γουίμπλεντον» και το «Ρολάν Γκαρός», ενώ τον επόμενο χρόνο ανέβηκε στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Συνολικά, κέρδισε δύο φορές το «Γουίμπλεντον» (1925, 1928), τρεις φορές το «Ρολάν Γκαρός» (1925, 1927, 1929) και υπήρξε ο πρώτος τενίστας που κέρδισε δύο συνεχόμενες φορές το πρωτάθλημα των ΗΠΑ (1926, 1927). Μαζί με τον συμπατριώτη του Ζαν Μποροτρά κέρδισε το 1925 το διπλό του Γουίμπλεντον και τρεις φορές τους γαλλικούς διπλούς του Ρολάν Γκαρός (1924, 1925, 1929). Το 1924 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων στο διπλό. Υπήρξε μέλος της ισχυρής τενιστικής τετράδας, γνωστής ως «Οι τέσσερις σωματοφύλακες» (Ρενέ Λακόστ, Ζαν Μποροτρά, Ανρί Κοσέ, Ζακ Μπρινιόν), που το 1927 κέρδισε για λογαριασμό της Γαλλίας, για πρώτη φορά, το Κύπελλο Ντέιβις.
Ο Λακόστ ήταν δεξιόχειρας και χρησιμοποιούσε το ένα του χέρι στο μπάκχαντ. Μεθοδικός στην τεχνική του, μελετούσε κάθε πλευρά του παιγνιδιού πριν από κάθε συνάντηση και στον αγώνα επέμενε να εξασθενεί τον αντίπαλό του. Το 1927 στο πρωτάθλημα των ΗΠΑ πραγματοποίησε το καλύτερο, ίσως, παιγνίδι του και οδήγησε τον αντίπαλό του Μπιλ Τίλντεν σε πλήρη εξάντληση στη διάρκεια ενός φινάλε που κράτησε δύο ώρες. Οι φίλοι τού κόλλησαν το παρατσούκλι «Κροκόδειλος» για την επιμονή του στο παιγνίδι, που ο ίδιος αργότερα το χρησιμοποίησε στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Ο Λακόστ αποσύρθηκε οριστικά από τα κορτ το 1932 και στη συνέχεια ανέπτυξε επιχειρηματική δράση. Το 1933 μαζί με τον φίλο του εριοβιομήχανο Αντρέ Ζιλιέ ίδρυσαν την εταιρεία αθλητικών ειδών «La Société Chemise Lacoste» με σήμα το πράσινο κροκοδειλάκι. Κατασκεύαζαν, κυρίως, κοντομάνικα μπλουζάκια για τους αθλητές του τένις, που μεταπολεμικά έγιναν παγκόσμια μόδα και σύμβολα κοινωνικής θέσης. Το 1963 παρουσίασε τη ρακέτα από χάλυβα κι έφερε επανάσταση στο χώρο του τένις, αφού μέχρι εκείνη την εποχή οι ρακέτες ήταν ξύλινες.
Ο Ρενέ Λακόστ πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 1996, σε ηλικία 92 ετών. Από το 1930 ήταν νυμφευμένος με τη γαλλίδα πρωταθλήτρια του γκολφ Σιμόν ντελα Σομ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Σημαντικός έλληνας ηθοποιός του θεάτρου. Στον κινηματογράφου διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους και έμεινε στην ιστορία για τις ατάκες του: «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός» (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 1948) και «Βεβαίως-Βεβαίως» (Το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, 1959).
Ο Χρήστος Τσαγανέας γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας στις 2 Ιουλίου του 1906. Εκεί τελείωσε το ελληνικό γυμνάσιο και το 1923 ο πατέρας του τον έστειλε στην Ελλάδα για ανώτερες σπουδές. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ο μεγάλος του έρωτας ήταν το θέατρο. Δεν δίστασε να έλθει σε ρήξη με τον εύπορο πατέρα του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νομική και να εγγραφεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Για πολύ καιρό αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και ζούσε σ’ ένα μικρό πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά. Για τον επιούσιο βρέθηκε να παίζει διάφορους ρόλους σε θιάσους-μπουλούκια. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το αποδιδόμενο στον Βιτσέντζο Κορνάρο θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ, όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο κι έγινε γνωστός στη θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του '60 στράφηκε στην κωμωδία, συνεργαζόμενος με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο θίασος της Κατερίνας, του οποίου ο Τσαγανέας ήταν βασικό στέλεχος. από θίασος πρόζας έγινε επιθεωρησιακός και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά - Οικονομίδη - Θίσβιου Πολεμικές Καντρίλιες. Στην περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως καλλιτέχνης και ως πατριώτης. Μετά την απελευθέρωση πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του θιάσου Ενωμένοι Καλλιτέχνες, μαζί τους Αιμίλιο Βεάκη, Αντώνη Γιαννίδη, Θόδωρο Μορίδη, Γιώργο Παππά, Γιώργο Σεβαστίκογλου και Τζόλυ Γαρμπή, που υπηρετούσε το λαϊκό θέατρο.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη Ο Κακός Δρόμος, που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Έγινε γνωστός με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Οι Γερμανού Ξανάρχονται (1948). Ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου φώναζε: «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Το 1959 υποδύθηκε τον διευθυντή του Κολεγίου στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο και ξεχώρισε με την ατάκα «βεβαίως - βεβαίως».
Ο Χρήστος Τσαγανέας τιμήθηκε από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Ήταν νυμφευμένος με την ηθοποιό Νίτσα Τσαγανέα (1899-2002). Πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976.
Εμφανίσεις στο θέατρο (ενδεικτικά)
- Ζακυνθινή σερενάτα (1939)
- Ο επιθεωρητής (1939)
- Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται (1939)
- Οθέλλος (1939)
- Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα (1939)
- Είλωτες (1939)
- Η μεγάλη στιγμή (1939)
- Παπαφλέσσας (1940)
- Ένα ποτήρι νερό (1940)
- Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο (1942)
- Οι μνηστήρες του θρόνου (1945)
- Οι αδελφοί Καραμαζώφ
- Άνθρωποι, άνθρωποι
- Χωρίς γάντι
- Πειρασμός (1964)
- Κολόμπ (1964)
- Η καλή καρδιά της Ελεονώρας
- Οι Μαυρόλυκοι (1971)
- Το ξύπνημα της νιότης (1971)
- Χαραυγή (1972)
Φιλμογραφία
- Κακός δρόμος (1933)
- Oι Γερμανοί ξανάρχονται (1948)
- Έτσι έσβησε η ζωή μου (1952)
- Ο άνεμος του μίσους (1954)
- Χαρούμενο ξεκίνημα (1954)
- Το φιντανάκι (1955)
- Τζο ο Τρομερός (1955)
- Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955)
- Μια ζωή την έχουμε (1958)
- Ο μισογύνης (1958)
- Διακοπές στην Κολοπετινίτσα (1959)
- Έγκλημα στο Κολωνάκι (1959)
- Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1959)
- Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο (1959)
- Έγκλημα στα παρασκήνια (1960)
- Το χαμίνι (1960)
- Ποιος θα κρίνει την κοινωνία (1961)
- Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961)
- Μάνα μου, παραστράτησα (1961)
- Μην κλάψεις για μένα (1961)
- Τα νειάτα θέλουν έρωτα (1961)
- Ο θάνατος θα ξαναρθεί (1961)
- Ο διάβολος και η ουρά του (1962)
- Οι κατατρεγμένοι (1962)
- Ο Θόδωρος και το δίκαννο (1962)
- Η κυρία του κυρίου (1962)
- Μην ερωτεύεσαι το Σαββάτο (1962)
- Ορφανή σε ξένα χέρια (1962)
- Πεζοδρόμιο (1962)
- Προδομένη αγάπη (1962)
- Ο Θεόδωρος και το δίκαννο (1962)
- Ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα (1963)
- Ο φίλος μου ο Λευτεράκης (1963)
- Κάτι να καίει (1963)
- Όσα κρύβει η νύχτα (1963)
- Αλύγιστη στη ζωή (1964)
- Αν έχεις τύχη (1964)
- Είναι βαρύς ο πόνος μου (1964)
- Φτωχός, αλλά τίμιος (1965)
- Η πικραγαπημένη (1965)
- Η στοργή (1965)
- Του χωρισμού ο πόνος (1965)
- 5.000 ψέματα (1966)
- Η αρτίστα (1966)
- Ένα καράβι Παπαδόπουλοι (1966)
- Το συρτάκι της αμαρτίας (1966)
- Θυσία (ταινία) (1966)
- Δημήτρη μου... Δημήτρη μου (1967)
- Τα δολλάρια της Ασπασίας (1967)
- Κοκοβιός και σπάρος στα δίχτυα της αράχνης (1967)
- Το πιο λαμπρό αστέρι (1967)
- Ο σατράπης (1967)
- Το πλοίο της χαράς (1967)
- Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο (1968)
- Δόκτωρ Ζιβέγγος (1968)
- Επιχείρησις Απόλλων (1968)
- Ο παλιάτσος (1968)
- Οι άντρες δεν λυγίζουν ποτέ (1968)
- Ένας μάγκας στα σαλόνια (1969)
- Ο ακτύπητος χτυπήθηκε (1970)
- Ένα αγόρι αλλιώτικο απ' τα άλλα (1971)
- Κάθε ναυάγιο και μια κόλαση (1971)
- Η κρεβατομουρμούρα (1971)
- Ο Μανολιός ξανακτυπά (1971)
- Μάρα και η τσιγγάνα (1971)
- Μια γυναίκα φεύγει (1971)
- Σέργιος και Άννα (1971)
Εμφανίσεις στην τηλεόραση
- Ο πειρασμός (ΥΕΝΕΔ, 1972)
- Ψηλά τα χέρια (ΥΕΝΕΔ,1972)