Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 05 Ιαν 2019
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019
Κλίκ για μεγέθυνση
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Ανατολή Ήλιου: 07:39 – Δύση Ήλιου: 17:21
  • Γιορτάζουν:  Θεόπεμπτος, Θεόπεμπτη, Θεωνάς, Θεώνη

Σαν Σήμερα...

 

1913
Η Ναυμαχία της Λήμνου. Τρία ελληνικά θωρηκτά και οκτώ αντιτορπιλικά, με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό Αβέρωφ, καταναυμαχούν τον τουρκικό στόλο και τον αναγκάζουν να κρυφτεί οριστικά στα Στενά. Οι Τούρκοι μετρούν μεγάλες υλικές και ανθρώπινες απώλειες, ενώ από την πλευρά της Ελλάδας υπάρχει μόνο ένας τραυματίας.

Η Ναυμαχία της Λήμνου

Αποφασιστική ναυμαχία για την έκβαση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο. Διεξήχθη στις 5 Ιανουαρίου 1913 στη γραμμή Λήμνου - Στενών κι έληξε με περιφανή νίκη του ελληνικού ναυτικού. Με την επικράτησή του, που ήλθε ως συνέχεια της ναυμαχίας της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912), ο ελληνικός στόλος σταθεροποίησε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, ενώ ο τουρκικός δεν τόλμησε μέχρι το τέλος του πολέμου να εξέλθει από τα Στενά των Δαρδανελλίων.
 

Το πρωί της 5ης Ιανουαρίου το καταδρομικό «Μετζιντιέ, τα θωρη­κτά «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», «Τοργκούτ-Ρεΐς» και «Μεσουντιέ» και οκτώ ακόμη αντιτορπιλλικά βγήκαν από τα Δαρδανέλια και κατευθύνθηκαν προς τη Λήμνο. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Λέων» και «Ασπίς» ανέφεραν την εμφάνιση του εχθρικού στόλου στον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος ήταν ήδη ενήμερος για τις κινήσεις του από την προηγουμένη.

Ο Κουντουριώτης διέταξε την έξοδο του ελληνικού στόλου από το λιμάνι του Μούδρου προς αντιμετώπιση του εχθρού. Τον αποτελούσαν τα θωρηκτά «Αβέρωφ» (μακράν το πιο αξιόπιστο πλοίο του στόλου), «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά», τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Αετός» και τα αντιτορπιλλικά «Σφενδόνη», «Νίκη» και «Ναυκρατούσα».

Στο μεταξύ, τα τουρκικά πλοία έφθασαν σε απόσταση λίγων μιλίων από το ανατολικό άκρο της Λήμνου και στις 11:34 άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 μέτρων, τα οποία απάντησαν αμέσως. Το τουρκικό πυροβολικό αποδείχθηκε και πάλι άστοχο, ενώ από την ελληνική πλευρά οι βολές ήταν πιο εύστοχες σε σχέση με τη Ναυμαχία της Έλλης.

Η παρουσία του «Αβέρωφ» στη μάχη ήταν έκπληξη για την τουρκική πλευρά, η οποία πίστευε ότι βρισκόταν σε καταδίωξη του θωρηκτού «Χαμιδιέ», το οποίο είχαν βγάλει στο Αιγαίο για αντιπερισπασμό, λίγες ημέρες νωρίτερα. Όμως, ο ναύαρχος Κουντουριώτης, έχοντας αντιληφθεί το σχέδιό τους, που αποσκοπούσε στην απο­μάκρυνση του ελληνικού στόλου από τα Στενά, παρέμεινε με τα άλλα θωρηκτά στο Μούδρο, περιμένοντας την πιθανή έξοδο του τουρκικού στό­λου από τα Δαρδανέλλια, όπως κι έγινε.

Στις 11:50 οι δύο στόλοι βρίσκονταν σε απόσταση 6.700 μέτρων. Στις 11:54, ενώ το «Μεσουντιέ» είχε υποστεί σοβαρές βλάβες, ομοβροντία του «Αβέρωφ» προκάλεσε σημαντικές ζημιές και απώλειες στο θωρηκτό «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», που αποσύρθηκε από τη μάχη. Το ακολούθησε το σχετικά άθικτο «Τοργκούτ-Ρεΐς». Έτσι, ύστερα από μία εικοσάλεπτη ναυμαχία, ο τουρκικός στόλος τράπηκε σε φυγή.

Στις 12:02, το θωρηκτό «Αβέρωφ» άρχισε την καταδίωξη του εχθρού και τις 13:50 βλήμα του βρή­κε το «Τοργκούτ-Ρεΐς» και προκάλε­σε ρήγμα, από το οποίο τα νερά μπήκαν στο λεβητοστάσιό του. Και τα τρία τουρκικά θωρηκτά, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, διέφυγαν τελικά προς την είσοδο των Στενών και δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο τουρκικός στόλος έριξε συνολικά 800 βολές, όσες περίπου και ο ελληνικός. Όμως, οι έλληνες πυροβολητές ήταν πιο εύστοχοι και προκάλεσαν πολλά θύματα στον εχθρό (πάνω από 100 νεκρούς). Από την ελληνική πλευρά αναφέρθηκε μόνο ένας τραυματισμός, του δίοπου - σαλπιγκτή του «Αβέρωφ».

Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας της Λήμνου συνέβαλε αναμφισβήτητα στην απόφαση της κυβέρνησης Κιαμήλ να προχωρήσει στην υπογραφή ειρήνης. Ο αρχηγός τού τουρκικού ναυτικού Ραμίζ μπέης αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Ταχήρ μπέη και παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, το οποίο όμως τον αθώωσε. Τα τουρκικά πολεμικά, ακατάλληλα λόγω των ζημιών για επιχειρήσεις ανοιχτής θάλασσας, ανέλαβαν την προστασία της Κωνσταντινούπολης από ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση.

Θωρηκτό Αβέρωφ

Το Θωρηκτό Αβέρωφ

Το Θωρηκτό Αβέρωφ

Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» είναι ένα πλοίο - θρύλος του Πολεμικού μας Ναυτικού. Είναι ζήτημα αν στην παγκόσμια ναυτική ιστορία θα συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την ιστορία ενός έθνους. Η φήμη και ο σεβασμός που απολαμβάνει απ’ όλους τους Έλληνες φθάνει ως τις μέρες μας.

 

Το πλοίο ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, αρχικά για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού της Ιταλίας. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας ώθησε την κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να ενδιαφερθεί για την αγορά του στα τέλη του 1909 (12 Νοεμβρίου) και να προλάβει τους Τούρκους που προς στιγμήν το διεκδίκησαν. Ήταν η εποχή που η χώρας μας είχε επιδοθεί σ’ ένα εκτεταμένο εκσυγχρονισμό των ενόπλων της δυνάμεων, μετά την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ειδικά στο Πολεμικό Ναυτικό, ο στόλος ήταν απαρχαιωμένος και η κυριαρχία στο Αιγαίο απαιτούσε την ένταξη νέων σύγχρονων μονάδων στη δύναμή του.

Η αγορά του θωρακισμένου καταδρομικού ή βαρέως ευδρόμου, σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία, κόστισε 24.000.000 δραχμές και ήταν συμφέρουσα χάρις στη διαπραγματευτική ικανότητα του υπουργού Ναυτικών, Ιωάννη Δαμιανού. Το 1/3 του ποσού καταβλήθηκε από το κληροδότημα του ηπειρώτη επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ (1815-1899) και εξ αυτού του λόγου το πλοίο έλαβε το όνομά του.

Το θωρηκτό «Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1910 και παραδόθηκε στη χώρα μας στις 15 Μαΐου 1911. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία με την ευκαιρία της στέψης του βασιλιά Γεωργίου Ε’, την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου κατέπλευσε στο Φάληρο κι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον ελληνικό λαό. Το πλοίο, από τα πιο σύγχρονα πολεμικά της εποχής του, ήταν ατμοκίνητο, έπλεε με ταχύτητα 24 κόμβων και είχε πλήρωμα 20 αξιωματικών και 670 ναυτών. Αμέσως έγινε η ναυαρχίδα του απαρχαιωμένου ελληνικού στόλου.

 

Το Θωρηκτό «Αβέρωφ» εν ώρα ναυμαχίας

Στο θωρηκτό «Αβέρωφ» δόθηκε η ευκαιρία ήδη από την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου να επιβάλει την παρουσία τους και σε επιχειρησιακό επίπεδο να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Με κυβερνήτη τον ναύαρχο και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη (1855-1935), ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) κατά του τουρκικού στόλου, διαλύοντας τις προσδοκίες της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου.

 

Τον Οκτώβριο του 1918 το «Αβέρωφ» αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη και ύψωσε την ελληνική σημαία απέναντι από το παλάτι του Σουλτάνου, καθώς η χώρα μας ήταν μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Με την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου το καλοκαίρι του 1922 βρέθηκε ξανά στα παράλια της Ιωνίας, για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.

Αμέσως μετά υπέστη γενική επισκευή στη Γαλλία και το 1928 ανέλαβε και πάλι δράση. Την περίοδο του Μεσοπολέμου συνδέθηκε με θλιβερά επεισόδια, που είχαν μοιραίες συνέπειες για τις μετέπειτα εξελίξεις των εσωτερικών μας πραγμάτων. Το θλιβερότερο απ’ όλα ήταν η χρησιμοποίησή του από τους στασιαστές στο φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.

Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και γερασμένο, παρέμεινε η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Μετά τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, επικράτησε προς στιγμήν η ιδέα να βυθισθεί για να μην παραδοθεί στον εχθρό, αλλά γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Το «τυχερό καράβι», όπως είχε αποκληθεί, έφθασε τελικά σώο στην Αλεξάνδρεια και για το υπόλοιπο του πολέμου συμμετείχε σε νηοπομπές στον Ινδικό Ωκεανό.

Οι δύο τελευταίες του αποστολές - ειρηνικές αυτή τη φορά - ήταν η μεταφορά της κυβέρνησης της Απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου στον Πειραιά (17 Οκτωβρίου 1944) και το ταξίδι του στη Ρόδο (15 Μαΐου 1945), όπου έφερε το μήνυμα της προσάρτησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.

Το 1952 το «αήττητο πλοίο», που συνδέθηκε άρρηκτα με τον ναύαρχο Κουντουριώτη και την πολιτική πίστη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη ναυτική ισχύ της Ελλάδος, παροπλίστηκε και σήμερα ναυλοχεί στο Φάληρο, όπου λειτουργεί ως Πολεμικό Μουσείο.

 

 

Γεγονότα

μ.Χ.
 
 
 
1941
 
Τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Βασίλισσα Όλγα», «Βασιλεύς Γεώργιος», «Σπέτσες», «Ψαρά» και «Κουντουριώτης» περνούν από το στενό του Οτράντο, που ελέγχεται από τον ιταλικό στόλο, και βομβαρδίζουν τις ιταλικές θέσεις στον κόλπο του Αυλώνα.
 
 
 
1950
Στην Ελλάδα, αποκαλύπτεται σκάνδαλο μεταφοράς καυσίμων, που εμπλέκει στελέχη του Λαϊκού Κόμματος.

Υπόθεση Χατζηπάνου

Εφημερίδα “Ελευθερία”, 16/2/1951

Εφημερίδα “Ελευθερία”, 16/2/1951

Γνωστό και ως Σκάνδαλο των Καυσίμων, που έστειλε έναν Υπουργό στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και τελικά στην καταδίκη.

 

Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1949 κι ενώ η Ελλάδα βίωνε την τελική φάση του Εμφυλίου Πολέμου με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο και το Βίτσι κατά των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Μεταφορών προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για τη μεταφορά καυσίμων ανά την επικράτεια.

Επικεφαλής του Υπουργείου Μεταφορών ήταν ο Πάνος (Παναγιώτης) Χατζηπάνος, 62 ετών, στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος (της «Νέας Δημοκρατίας» της εποχής), που εκλεγόταν βουλευτής Ευβοίας συνεχώς από το 1926. Πρωθυπουργός, ο βετεράνος τραπεζίτης Αλέξανδρος Διομήδης, που ανήκε στον φιλελεύθερο πολιτικό χώρο και προΐστατο κυβέρνησης συνασπισμού, την οποία αποτελούσαν πολιτικοί του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο Χατζηπάνος, εκτός από την πολιτική, ασχολούνταν και με τα γράμματα. Έγραψε την ιστορική μελέτη Φραγκοκρατία εν Ευβοία, το ενθύμημα Ιστορία του Ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού (Μασόνος ο ίδιος) και τα θεατρικά έργα Ήταν Μοιραίο, Αγριολούλουδο και Τ’ Αγκάθια.

Ανάμεσα στους μειοδότες του διαγωνισμού για τη μεταφορά των καυσίμων στη Θήβα, το Αγρίνιο, την Πάτρα και την Τρίπολη ήταν και ο Βασίλειος Γ. Σκόπας, υπάλληλος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (Απόφαση 77.408/30.7.1949). Ο ίδιος δεν είχε βυτιοφόρο, αλλά συνεταιρίστηκε με τον αυτοκινητιστή Γεώργιο Πρεπέ. Στην ετερόρρυθμο εταιρεία που συνέστησε Σκόπας και Σία με συμβολαιογραφικό έγγραφο στις 17 Σεπτεμβρίου 1949, ομόρρυθμοι εταίροι ήταν ο ίδιος και η Όλγα Κυριαζοπούλου και ετερόρρυθμος εταίρος ο Γεώργιος Πρεπές. Σκοπός της εταιρείας ήταν η μεταφορά δια ξηράς και θαλάσσης προσώπων και πραγμάτων.

Έως τις αρχές Ιανουαρίου του 1950 τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη, που είχε αρχίσει να στρέφει το ενδιαφέρον της στις επικείμενες εκλογές, καθώς η θητεία της Βουλής έληγε τον Μάρτιο. Στις 3 Ιανουαρίου κι ενώ ο ηγέτης των Λαϊκών, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης βρισκόταν σε προεκλογική περιοδεία, ο Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέφθηκε τον Δημήτριο Μάξιμο και του ζήτησε να καλέσει τον Χατζηπάνο για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τη σύμβαση Σκόπα. Οι εφημερίδες (Το Βήμα, Τα Νέα κλπ) έγραφαν εκείνη την ημέρα ότι υπήρχε οσμή σκανδάλου στη σύμβαση Σκόπα, επειδή η συνεταίρος του Όλγα Κυριαζοπούλου ήταν στενή φίλη της γυναίκας του Τσαλδάρη, Ναντίν. Ο Τύπος ισχυριζόταν ότι ο σύζυγος της Όλγας Κυριαζοπούλου ήταν οικονομικός αξιωματικός του ναυτικού, αλλά και οικονομικός υπεύθυνος εφημερίδας προσκείμενης στον Τσαλδάρη.

Πράγματι, την επομένη, 4 Ιανουαρίου, ο Χατζηπάνος παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωθυπουργού και υποστήριξε ότι η όλη διαδικασία ήταν καθόλα νόμιμη και δεν υπήρχε κανένα σκοτεινό σημείο. Ο Διομήδης πείστηκε και εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, με την οποία επεσήμανε ότι «ουδεμία ένδειξις προκύπτει περί οιασδήποτε εις βάρος του Δημοσίου ζημίας, προστατευθέντων των συμφερόντων του Δημοσίου». Δεν πέρασε ένα εικοσιτετράωρο και στις 5 Ιανουαρίου οι Φιλελεύθεροι υπουργοί παραιτήθηκαν και η κυβέρνηση Διομήδους έπεσε. Ο Βενιζέλος επικαλέστηκε ως λόγο παραίτησης το γεγονός ότι ο Τσαλδάρης είχε ήδη αρχίσει τον προεκλογικό αγώνα και ότι θα έπρεπε να διοριστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση για την πραγματοποίηση εκλογών. Πολιτικοί παρατηρητές υποστήριζαν ότι στόχος των αποκαλύψεων για τον Χατζηπάνο ήταν η πολιτική φθορά του Τσαλδάρη και του Λαϊκού Κόμματος. Ο Κορίνθιος πολιτικός δεν ήταν αρεστός ούτε στους Αμερικανούς, που προωθούσαν τη λύση Παπάγου ως ηγέτη της Δεξιάς.

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 5 Μαρτίου 1950 από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Τζον Θεοτόκη, με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το Λαϊκό Κόμμα αναδείχθηκε πρώτο χωρίς αυτοδυναμία, αλλά ουσιαστικός νικητής ήταν το Κέντρο, με τους τρεις πολιτικούς σχηματισμούς του (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου). Μετά από διαβουλεύσεις, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Σοφοκλής Βενιζέλος (23 Μαρτίου), που δεν ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και στις 16 Απριλίου ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας Βουλής ήταν η σύσταση προανακριτικής επιτροπής, για να διερευνήσει τις κατηγορίες κατά του Χατζηπάνου. Τελικά, με απόφασή της στις 21 Ιουλίου 1950, τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου. Η πλειοψηφία της Βουλής θεώρησε ότι ο Χατζηπάνος ανέθεσε απευθείας και όχι με μειοδοτικό διαγωνισμό τη μεταφορά πετρελαίου στον Σκόπα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο, του οποίου το συμφέρον είχε ταχθεί να προασπίζει ο Υπουργός.

Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο άρχισε στις 11 Ιανουαρίου 1951, με προεδρεύοντα τον αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Σταυρόπουλο. Στις 15 Φεβρουαρίου 1951 το Ειδικό Δικαστήριο κήρυξε τον Πάνο Χατζηπάνο ένοχο απιστίας κατά του Δημοσίου άνευ ιδιοτελείας και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή αναστολή. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο Χατζηπάνος με την απ’ ευθείας ανάθεση ζημίωσε το Δημόσιο, δεν αποδείχθηκε όμως ότι αποκόμισε ο ίδιος προσωπικό όφελος από αυτήν. Οι συγκατηγορούμενοί του Όλγα Κυριαζοπούλου και Βασίλειος Σκόπας κηρύχθηκαν ένοχοι για ηθική αυτουργία και συνέργεια στην απιστία του Χατζηπάνου, επειδή τον έπεισαν και τον βοήθησαν να τη διαπράξει αντίστοιχα, και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο μηνών η πρώτη κι ενός μηνός ο δεύτερος με τριετή αναστολή.

Το σκάνδαλο Χατζηπάνου ήταν η δεύτερη περίπτωση καταδίκης Υπουργού από το Ειδικό Δικαστήριο στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους, μετά τα Σιμωνιακά του 1876. Πολιτικά, συνέβαλε στη διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος με την αποχώρηση 25 από τους 63 βουλευτές του και τη δημιουργία του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος με επικεφαλής τους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλου. (Μεταξύ των 25 ήταν και ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής). Το άστρο του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη έδυσε και ανέτειλε αυτό του στρατάρχη Παπάγου, που ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα (Καθημερινή, Βήμα), αλλά όχι και στο Παλάτι.

 
 
 
1968
 
Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ διαδέχεται τον Αντονίν Νοβότνι στην προεδρία του Κομουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας. Θα πάρει φιλελεύθερα μέτρα, που θα οδηγήσουν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην εισβολή των στρατιωτικών και την «εκπαραθύρωσή» του. (Άνοιξη της Πράγας).

Η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία

 

Στις 20 Αυγούστου 1968 στρατιωτικές δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν τη λεγόμενη «Άνοιξη της Πράγας», το φιλόδοξο πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού του κομουνιστικού καθεστώτος της χώρας, που έφερε την υπογραφή του γενικού γραμματέα του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ.

 

Ο Ντούμπτσεκ ανήλθε στην ηγεσία του κόμματος στις 5 Ιανουαρίου 1968, διαδεχόμενος τον σκληροπυρηνικό Αντονίν Νόβοτνι. Στις 5 Απριλίου παρουσίασε ένα πρόγραμμα δράσης με πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που τις συνόψισε με τη φράση «Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.

Η απήχησή τους στην κοινή γνώμη της χώρας ήταν χωρίς προηγούμενο και ασφαλώς απρόβλεπτη. Μαζί με την επαναφορά της ελευθερίας του Τύπου, υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του κομουνιστικού συστήματος της χώρας. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Λεονίντ Μπρέζνιεφ και οι «δορυφόροι» της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θεώρησαν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό» κι έψαχναν τρόπους να το ακυρώσουν.

Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ

Στις 15 Ιουλίου τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»). Ο Ντούμπτσεκ κατάλαβε ότι μία στρατιωτική επέμβαση στη χώρα του από τις «αδελφές» χώρες ήταν προ των πυλών, αλλά πίστευε ότι με τον διάλογο μπορούσε να την αποτρέψει.

Το βράδυ, όμως, της 20ης Αυγούστου 1968, στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, από τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (γύρω στις 500.000), εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν. Οι Τσεχοσλοβάκοι αιφνιδιάστηκαν και παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Μόνο όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το σταθμό ραδιοτηλεόρασης στην Πράγα συνάντησαν ζωηρή αντίσταση, που τελικά έκαμψαν, αφήνοντας πίσω τους 30 νεκρούς και 300 τραυματίες. Ο πληθυσμός συνέχισε να αντιδρά στην εισβολή με παθητική αντίσταση και αυτοσχέδιες ενέργειες, όπως την αφαίρεση των οδικών πινακίδων, ώστε οι εισβολείς να χάνουν το δρόμο τους.

Οι σοβιετικές αρχές συνέλαβαν τον Ντούμπτσεκ και αρκετούς άλλους ηγέτες και τους μετέφεραν στη Μόσχα. Απέτυχαν, όμως, να βρουν άλλη ηγεσία για το κόμμα και το κράτος που να είναι αποδεκτή από τον λαό. Στις 22 Αυγούστου έγινε το προγραμματισμένο 14ο Συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, το οποίο επανέλαβε την υποστήριξή του προς τον Ντούμπτσεκ και το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.

Λεονίντ Μπρέζνιεφ

Στις 23 Αυγούστου μετέβη στη Μόσχα ο πρόεδρος της χώρας, Λούντβικ Σβόμποντα, για να διαπραγματευθεί μία λύση. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν στις 26 Αυγούστου και ο Σβόμποντα επέστρεψε στην Πράγα έχοντας μαζί του τον Ντούμπτσεκ και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, για να ανακοινώσει στους Τσέχους και στους Σλοβάκους το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσουν για τον σοσιαλισμό τους με το ανθρώπινο πρόσωπο: τα σοβιετικά στρατεύματα θα παρέμεναν στη χώρα και οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας είχαν συμφωνήσει να αποσύρουν μεγάλο μέρος του μεταρρυθμιστικού τους προγράμματος.

Η παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων βοήθησε τους σκληροπυρηνικούς να νικήσουν τελικά τον Ντούμπτσεκ και τους μεταρρυθμιστές. Πρώτ’ από όλα κηρύχθηκε άκυρο το 14ο συνέδριο του κόμματος, κατ’ απαίτηση του Πρωτοκόλλου της Μόσχας που συμφωνήθηκε στις 26 Αυγούστου. Με αυτόν τον τρόπο, διατηρήθηκαν στην εξουσία οι σκληροπυρηνικοί, οι οποίοι τελικά νίκησαν, χρησιμοποιώντας τις πιέσεις των Σοβιετικών και τις διαφωνίες ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές.

Στις 16 Ιανουαρίου 1969 ο φοιτητής Γιαν Πάλατς αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία της Πράγας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς ανελευθερίας, που άρχισε να επικρατεί και πάλι στη χώρα. Τουλάχιστον επτά νέοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, αλλά η θυσία τους έμεινε σχεδόν άγνωστη, καθώς η λογοκρισία λειτούργησε πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τον Πάλατς, που έγινε το σύμβολο της αντίστασης των Τσεχοσλοβάκων κατά των Σοβιετικών. Στις 17 Απριλίου 1969 ο Ντούμπτσεκ απηλλάγη από τα καθήκοντά του και νέος ηγέτης του κόμματος ανέλαβε ο παλαιολιθικός Γκούσταβ Χούζακ. Το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε ακόμη είκοσι χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, οπότε κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επάνασταση» του 1989.

 

Σοσιαλισμός ναι, Κατοχή όχι!, αφίσα που κυκλοφόρησε στην Πράγα μετά την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία καταδικάστηκε από τη Δύση, αλλά μόνο σε λεκτικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ ήταν απασχολημένες με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και θεώρησαν την εισβολή ως εσωτερική υπόθεση του αντίπαλου στρατοπέδου. Οι ηγέτες της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, Νικολάε Τσαουσέσκου και Τίτο, που βρίσκονταν σε διάσταση με τη Μόσχα, τάχθηκαν στο πλευρό του Ντούμπτσεκ, ενώ ο αλβανός ηγέτης Εμβέρ Χότζα, για διαφορετικούς λόγους, κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή και απέσυρε τη χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, σπρώχνοντάς την στην αγκαλιά της Κίνας.

 

Μεγάλος ήταν ο αντίκτυπος που προκλήθηκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης. Τα Κ.Κ. Ιταλίας και Γαλλίας καταδίκασαν την επέμβαση και δρομολόγησαν πολιτικές που οδήγησαν τα επόμενα χρόνια στον λεγόμενο «Ευρωκομουνισμό» και την οριστική απεξάρτησή τους από την ιδεολογική επιλογή της Μόσχας. Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, που βρισκόταν στην παρανομία από το 1947, βρισκόταν υπό διάσπαση ήδη από τον Φεβρουάριο του 1968 και υπό την επήρεια της «Άνοιξης της Πράγας». Είχε χωριστεί σε ΚΚΕ (εξωτερικού το έλεγαν κάποιοι) και σε ΚΚΕ (εσωτερικού), που αποτέλεσε τον προπάτορα του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνειδησιακά και ιδεολογικά προβλήματα δημιουργήθηκαν σε χιλιάδες κομμουνιστές σ’ όλο τον κόσμο, που είχαν βιώσει και την εμπειρία της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία το 1956. Ο λεγόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός» δυσφημίστηκε ανεπανόρθωτα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνισή του από το προσκήνιο της ιστορίας.

 
1972
Ο Βασίλειος Λυμπέρης πυρπολεί την οικία της εν διαστάσει συζύγου του, προκαλώντας το θάνατο αυτής, της μητέρας της και των δύο παιδιών του, ηλικίας δυόμιση κι ενός έτους. Θα καταδικασθεί σε θάνατο και θα εκτελεσθεί.
 
 

Γεννήσεις

μ.Χ.

 
1855
Κινγκ Καμπ Ζιλέτ, αμερικανός εφευρέτης του ξυραφιού με λεπίδα ασφαλείας και ιδρυτής της βιομηχανίας ξυριστικών ειδών «Gillette». (Θαν. 9/7/1932)
 
 
1867
Δημήτριος Γούναρης, έλληνας πολιτικός, που διετέλεσε και πρωθυπουργός, ένας από τους 6 που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. (Θαν. 15/11/1922)
 
 
1932
Ουμπέρτο Έκο, ιταλός συγγραφέας και πανεπιστημιακός. (Θαν. 19/2/2016)
 

 

 

Θάνατοι

μ.Χ.
 
1939
  Αμέλια Έρχαρτ, αμερικανίδα πιλότος, η πρώτη γυναίκα που διέσχισε μόνη της τον Ατλαντικό. (Γεν. 24/7/1897)

Αμέλια Έρχαρτ
1897 – 1939

Αμερικανίδα πρωτοπόρος της αεροπορίας, συγγραφέας και φεμινίστρια. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που διέσχισε πετώντας μόνη τον Ατλαντικό.

 

Η Αμέλια Έρχαρτ (Amelia Earhart) γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1897 στο Άτκινσον του Κάνσας. Ήταν κόρη του δικηγόρου Σάμιουελ Έρχαρτ και της Αμέλια Ότις, κόρης δικαστικού της περιοχής. Ως παιδί πέρασε πολλές ώρες σκαρφαλώνοντας στα δέντρα, κυνηγώντας αρουραίους με τουφέκι και συλλέγοντας σκόρους, σκουλήκια και ακρίδες. Έτσι, οι βιογράφοι της δεν δίστασαν να της προσδώσουν τον χαρακτηρισμό του αγοροκόριτσου.

Το 1904, με τη βοήθεια του θείου της, κατασκεύασε μία κεκλιμένη ράμπα και τη στερέωσε στην οροφή του μικρού σπιτιού, που βρισκόταν στον κήπο της οικογένειάς της. Η πρώτη καταγεγραμμένη πτήση της μικρής Αμέλια τελείωσε δραματικά. Βγήκε από το σπασμένο ξύλινο κιβώτιο που είχε χρησιμοποιήσει ως έλκηθρο με μελανιασμένα χείλια, σκισμένο φόρεμα, αλλά και με το αίσθημα της αυτοπεποίθησης. «Είναι ακριβώς όπως το πέταγμα!» αναφώνησε.

Μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο άρχισε να εργάζεται ως στρατιωτικός νοσοκόμος στον Καναδά, μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να σπουδάσει ιατρική. Ένα χρόνο αργότερα αλλάζει γνώμη και εγκαταλείπει τις σπουδές της. Στις 28 Δεκεμβρίου 1920 κι ενώ βρίσκεται στην Καλιφόρνια, επισκέπτεται με τον πατέρα της ένα αεροδρόμιο στο Λονγκ Μπιτς. Θα πετάξει για πρώτη φορά στη ζωή της και η δεκάλεπτη εμπειρία της στον αέρα θα της αλλάξει για πάντα τη ζωή.

Αποφασίζει να γίνει πιλότος και στις 3 Ιανουαρίου 1921 αρχίζει μαθήματα. Έξι μήνες αργότερα, αγοράζει ένα μεταχειρισμένο κίτρινο διπλάνο. Στις 22 Οκτωβρίου 1922 πετά με το Καναρίνι, όπως ονόμασε το αεροπλάνο της, σε ύψος 14.000 ποδιών, δημιουργώντας παγκόσμιο ρεκόρ για γυναίκες. Στις 15 Μαΐου 1923, γίνεται η 16η γυναίκα με άδεια πιλότου.

Η οικονομική καταστροφή της οικογένειάς της και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε επιβράδυναν σημαντικά τα αεροπορικά της σχέδια. Πούλησε το αεροπλάνο της, δούλεψε ως δασκάλα και κοινωνικός λειτουργός, αλλά μέσα της παρέμεινε άσβεστη η φλόγα της περιπέτειας και το πάθος της για τα αεροπλάνα.

Τον Απρίλιο του 1928 έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον εκδότη και μετέπειτα σύζυγό της Τζορτζ Πάτναμ για να πετάξει ως επιβάτης πάνω από τον Ατλαντικό και να κρατήσει το ημερολόγιο της πτήσης. Η Έρχαρτ δέχθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα κι έτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που διέσχισε πετώντας τον Ατλαντικό Ωκεανό (17-18 Ιουνίου 1928).

Αποφασισμένη να δικαιώσει τη φήμη που απέκτησε, πέταξε μόνη πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό, το διήμερο 20-21 Μαΐου 1932, δημιουργώντας ένα νέο γυναικείο αεροπορικό ρεκόρ. Ακολούθησε σειρά πτήσεων κατά μήκος των ΗΠΑ και η ενεργός συμμετοχή της στην προώθηση της επιβατικής αεροπορίας. Παράλληλα υποστήριξε το άνοιγμα της αεροπορίας στις γυναίκες και την κατάργηση της ανδροκρατίας στη νέα αυτή δραστηριότητα. Στις 11 Ιανουαρίου 1935 πραγματοποίησε μόνη της την πτήση από τη Χαβάη στην Καλιφόρνια, απόσταση μεγαλύτερη από αυτήν που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ, δημιουργώντας ένα ακόμη αεροπορικό ρεκόρ.

Την 1η Ιουνίου 1937 ξεκίνησε την υλοποίηση του πιο φιλόδοξου σχεδίου της, να πραγματοποιήσει τον γύρο του κόσμου με ένα δικινητήριο αεροπλάνο Λόκχιντ Ηλέκτρα, με συνοδοιπόρο τον αεροναυτίλο Φρεντ Νούναν. Αφού είχε καλύψει περισσότερο από τα δύο τρίτα της διαδρομής, το αεροπλάνο εξαφανίστηκε στον Κεντρικό Ειρηνικό, κοντά στη διεθνή γραμμή αλλαγής ημερομηνίας. Η Έρχαρτ κηρύχθηκε αγνοούμενη στις 2 Ιουλίου 1937 και θανούσα στις 5 Ιανουαρίου 1939.

Μολονότι η μυστηριώδης εξαφάνισή της προκάλεσε έκτοτε πολλά ερωτηματικά και πολλές εικασίες γύρω από τις συνθήκες του συμβάντος, τα πραγματικά γεγονότα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα. Το 1939 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο Soaring Wings (Ορμητικά Φτερά), που συνέγραψε μαζί με τον σύζυγό της.

 
 
1979
Τσαρλς Μίνγκους, αμερικανός σολίστας του μπάσου, από τους κορυφαίους τζαζίστες όλων των εποχών. (Γεν. 22/4/1922)
 
 
2014
Εουσέμπιο (ντα Σίλβα Φερέιρα), ποδοσφαιριστής από τη Μοζαμβίκη, που με τη φανέλα της Μπενφίκα και της Εθνικής Πορτογαλίας έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του αθλήματος. (Γεν. 25/1/1942)
 

Εουσέμπιο
1942 – 2014

Πορτογάλος ποδοσφαιριστής, ένας από τους θρύλους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Αγωνιζόταν στη θέση του σεντερ-φορ και δοξάστηκε με την Μπενφίκα, στην οποία αγωνίστηκε για 15 χρόνια (1960-1975) και με την Εθνική Πορτογαλίας, την οποία οδήγησε στην τρίτη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος του 1966. Του είχαν αποδώσει τα προσωνύμια «Μαύρος Πάνθηρας», «Μαύρο Διαμάντι» και «Ο Βασιλιάς».

 

Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusebio Da Silva Ferreira), όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1942 στο Λορέντζο Μαρκές (νυν Μαπούτο) της Μοζαμβίκης, η οποία την εποχή εκείνη ήταν  αποικία της Πορτογαλίας. Γιος ενός λευκού σιδηροδρομικού και μιας ντόπιας μαύρης γυναίκας, έμεινε ορφανός από μικρή ηλικία και ανατράφηκε από τη μητέρα του.

Μεγάλωσε σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, με μόνη διέξοδο για τα νεαρά αγόρια το ποδόσφαιρο. Ο Εουσέμπιο συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο και να παίζει ξυπόλητος το αγαπημένο του άθλημα στις αλάνες της γειτονιάς του, με αυτοσχέδιες μπάλες, φτιαγμένες από κάλτσες και εφημερίδες. Μαζί με τους φίλους του έφτιαξαν μια ομάδα που την ονόμασαν «Os Brasileiros» («Οι Βραζιλιάνοι»), προς τιμή της μεγάλης ομάδας της Εθνικής Βραζιλίας της δεκαετίας του '50.

Γρήγορα φάνηκαν οι ποδοσφαιρικές ικανότητες του νεαρού Εουσέμπιο. Ταχύτητα, κοφτή ντρίμπλα, δυνατό σουτ και ευχέρεια στο σκοράρισμα, στοιχεία που θα τον ακολουθήσουν σε όλη του την καριέρα και θα συμβάλλουν στο χτίσιμο του θρύλου του. Το 1957 θα ανέβει σκαλοπάτι και θα ενταχθεί στο δυναμικό της τοπικής «Σπόρτινγκ Λορέντζο Μαρκές» (τροφοδότρια ομάδα της Σπόρτινγκ Λισαβώνας), αφού πρώτα είχε απορριφθεί από την «Γκρούπο Ντεπορτίβο», που προωθούσε ταλέντα στην ανταγωνίστρια της Μπενφίκα. Με την ομάδα της Σπόρτινγκ κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα του Λορέντζο Μαρκές και το περιφερειακό της Μοζαμβίκης.

Το ταλέντο του διέκρινε ένας παλιός βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής, ο Ζοζέ Κάρλος Μπάουερ και τον πρότεινε στη Σάο Πάολο. Όταν αυτή τον απέρριψε, ο Μπάουερ απευθύνθηκε στον προπονητή της Μπενφίκα, Μπέλα Γκούτμαν (μετέπειτα προπονητή και του Παναθηναϊκού), ο οποίος εισηγήθηκε αμέσως την απόκτησή του στη διοίκηση των «Αετών» της Λισαβώνας. Ο Εουσέμπιο ήταν 18 ετών και η μετεγγραφή του στην Μπενφίκα πέρασε από χίλια κύματα, καθώς τον διεκδίκησε μέχρι τέλους και η Σπόρτινγκ Λισαβώνας.

Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματα της Μπενφίκα στις 23 Μαΐου του 1961, στο φιλικό παιχνίδι εναντίον της Ατλέτικο ντε Πορτουγκάλ, σημειώνοντας χατ-τρικ στη νίκη της ομάδας του με 4-2. Στις 10 Ιουνίου 1961 αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας κόντρα στη Μπελενένσες και πέτυχε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4-0.

Με τον Εουσέμπιο στη σύνθεσή της, η Μπενφίκα κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1962 και έφθασε άλλες δυο φορές στον τελικό (1965, 1968). Σημαντική ήταν η συνεισφορά του και στην Εθνική Πορτογαλίας, την οποία βοήθησε να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία. Μέχρι το 2005 ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Πορτογαλίας, με 41 γκολ, όταν ο Παουλέτα έσπασε το ρεκόρ του.

Το τελευταίο παιχνίδι του Εουσέμπιο με τη φανέλα Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, κατά της Μικτής Αφρικής στην Καζαμπλάνκα. Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα NASL με τους Τορόντο Μέτρος το 1976. Τη διετία 1976-1978 επέστρεψε στην Πορτογαλία, όπου αγωνίστηκε με τις ομάδες Μπέιρα-Μαρ (πρώτη κατηγορία) και  Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία). Κρέμασε τα παπούτσια του το 1979, αγωνιζόμενος με την ομάδα Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς. Στη συνέχεια ανέλαβε πόστο στο ποδοσφαιρικό τμήμα της Μπενφίκα, ενώ διετέλεσε μέλος της τεχνικής επιτροπής της εθνικής Πορτογαλίας.

Ο Εουσέμπιο άφησε την τελευταία του πνοή στις 5 Ιανουαρίου του 2014, σε ηλικία 70 ετών.

Διακρίσεις

  • 638 γκολ σε 614 εμφανίσεις με την Μπενφίκα σε όλες τις διοργανώσεις.
  • 3η θέση με την Εθνική Πορτογαλίας στο Μουντιάλ της Αγγλίας (1966).
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης με την Μπενφίκα (1962).
  • «Χρυσή Μπάλλα» (1965), ως ο καλύτερος ευρωπαίος ποδοσφαιριστής.
  • «Χρυσό Παπούτσι» (1968, 1973), ως ο κορυφαίος ευρωπαίος σκόρερ.
  • Πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος Πορτογαλίας, 7 φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970, 1973).
  • Πρωταθλητής Πορτογαλίας με την Μπενφίκα, 11φορές (1961, 1963, 1964, 1965, 1967, 1968,1969, 1971, 1972,1973, 1975).
  • Κυπελλούχος Πορτογαλίας, 5 φορές (1962, 1964, 1969, 1970, 1972).
 

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου