Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 09 Απρ 2018
Δευτέρα 9 Απριλίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Δευτέρα 9 Απριλίου 2018Δευτέρα 9 Απριλίου 2018Δευτέρα 9 Απριλίου 2018Δευτέρα 9 Απριλίου 2018Δευτέρα 9 Απριλίου 2018Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

 

  

Ανατολή Ήλιου: 06:56 – Δύση Ήλιου: 19:56

Σαν Σήμερα...

  Διοργανώνεται στην Αθήνα η Μεσολυμπιάδα, με αφορμή την επέτειο 10 ετών από την τέλεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Παίρνουν μέρος 884 αθλητές από 20 χώρες, ανάμεσά τους 300 Έλληνες και Ελληνίδες. Η διοργάνωση σημειώνει μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν θα επιβιώσει ως θεσμός, επειδή η Ελλάδα δεν αντέχει το οικονομικό κόστος.

Μεσολυμπιάδα

Παναθηναϊκό Στάδιο, Μεσολυμπιάδα, 1906

Βραχύβια αθλητική διοργάνωση, επιπέδου Ολυμπιακών Αγώνων, που διεξήχθη τον Απρίλιο του 1906 στην Αθήνα, ενδιαμέσως των Ολυμπιακών Αγώνων του Αγίου Λουδοβίκου (1904) και του Λονδίνου (1908), εξ ου και Μεσολυμπιάδα. Ο επίσημος τίτλος της ήταν Β' Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες.

Η διοργάνωση αυτή προέκυψε ως μια συμβιβαστική λύση μεταξύ της Ελλάδας που ζητούσε τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και του βαρώνου Ντε Κουμπερτέν και κατ' επέκταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής που προέκρινε τη διεθνοποίηση των Αγώνων. Η λύση που δόθηκε ήταν να διεξάγεται κάθε δύο χρόνια μια Μεσολυμπιάδα στην Αθήνα και κάθε τέσσερα χρόνια οι Ολυμπιακοί Αγώνες σε μια διαφορετική χώρα του κόσμου.

Το δυσβάστακτο οικονομικό κόστος για τη χώρα μας και οι κατοπινές διεθνείς εξελίξεις αποτέλεσαν τροχοπέδη στη μακροημέρευση του θεσμού. Μόνο μία Μεσολυμπιάδα έγινε από τις 9 έως τις 19 Απριλίου του 1906 στην Αθήνα. Όμως, η ελληνική πρωτεύουσα αποτέλεσε το ιδανικό μέρος για να ανακτηθεί το χαμένο ολυμπιακό πνεύμα που είχε κακοποιηθεί στους δύο προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων (1900) και του Αγίου Λουδοβίκου (1904), με την άκρατη εμπορευματοποίηση και τη μεγάλη διάρκειά τους.

Το οργανωτικό μέρος των αγώνων ανέλαβε η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή με πρόεδρο τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο και δεκαμελή επιτροπή από επιφανείς Αθηναίους, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν βοηθήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Σε σύντομο χρονικό διάστημα τυπώθηκαν οι κανονισμοί, μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και μοιράστηκαν στις αποστολές. Ακόμα και τουριστικός οδηγός της Αθήνας εκδόθηκε, ενώ πλην των ξενοδοχείων ως καταλύματα χρησιμοποιήθηκαν και δωμάτια σε σπίτια Αθηναίων. Ως ολυμπιακό χωριό για τη διαμονή όλων των αθλητών χρησιμοποιήθηκε το Ζάππειο.

Αποφασίστηκε η διοργάνωση να είναι «σφιχτή» και να διαρκέσει 11 μέρες, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, που ήταν πολύμηνοι. Διεξήχθησαν στις εγκαταστάσεις που υπήρχαν από το 1896: στο Παναθηναϊκό Στάδιο, που ανακαινίσθηκε για την περίσταση (ολοκληρώθηκε η αναμάρμαρωσή του και ανεγέρθηκαν Προπύλαια), στο Σκοπευτήριο της Καλλιθέας και στο Ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου (νυν Γήπεδο Καραϊσκάκη), ενώ οι αγώνες του τένις έγιναν στον Όμιλο Αντισφαίρισης. Για την οικονομική ενίσχυση των Αγώνων το ελληνικό κράτος εξέδωσε ειδική σειρά γραμματοσήμων, που απέφεραν το σημαντικό για την εποχή ποσό των 400.000 δραχμών.

H Αθήνα που υποδέχτηκε τους αγώνες το 1906 είχε αλλάξει αρκετά σε σχέση με την πόλη του 1896. Είχε γύρω στους 150.000 κατοίκους, οι κεντρικοί δρόμοι της είχαν ασφαλτοστρωθεί, η πόλη φωτιζόταν με τη χρήση του ηλεκτρισμού, ενώ και ο σιδηρόδρομος Αθήνας - Πειραιά και τα τραμ είχαν γίνει ηλεκτροκίνητα. Ειδικά για τους αγώνες, η Αθήνα και ο Πειραιάς διακοσμήθηκαν με λουλούδια, πολύχρωμους λαμπτήρες, σημαίες, θυρεούς όλων των εθνών και επιγραφές σε όλες τις γλώσσες. Με την έλευση των αθλητών και των επισκεπτών, η πρωτεύουσα της Ελλάδας μεταμορφώθηκε -σύμφωνα με τις διηγήσεις της εποχής- σε «νέα Βαβυλώνα», σε μια «μικρά υφήλιο». Υπολογίζεται ότι 20.000 φίλαθλοι έφθασαν στην Αθήνα απ' όλο τον κόσμο για να παρακολουθήσουν τους αγώνες.

Εκκίνηση Μαραθωνίου δρόμου

Η τελετή έναρξης δόθηκε την Κυριακή 9 Απριλίου 1906 στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, ενώ χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυσαν τους γύρω δρόμους και το λόφο του Αρδηττού. Πολλοί ήταν οι ξένοι επίσημοι, ανάμεσά τους και το βασιλικό ζεύγος της Μεγάλης Βρετανίας. Ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' κήρυξε την έναρξη των Αγώνων, για να ακολουθήσουν γυμναστικές επιδείξεις. Από την επομένη άρχισε το επίσημο πρόγραμμα της Μεσολυμπιάδας.

Στους αγώνες δήλωσαν συμμετοχή 19 χώρες (Γαλλία, ΗΠΑ, Ελλάδα, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Νορβηγία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία, Ουγγαρία, Βέλγιο, Φιλανδία, Καναδάς, Ολλανδία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αυστραλία, Βοημία) και μια μικτή ομάδα από Βέλγους και Έλληνες, με 883 αθλητές και 20 αθλήτριες, που διαγωνίσθηκαν σε 12 αθλήματα (Στίβος, Ποδηλασία, Κολύμβηση, Ξιφασκία, Ποδόσφαιρο, Γυμναστική, Κωπηλασία, Σκοποβολή, Τένις, Διελκυστίνδα, Άρση Βαρών και Πάλη).

Κορυφαίος αθλητής της Μεσολυμπιάδας αναδείχθηκε ο ελβετός σκοπευτής Λουί Ρισαρντέ με 6 μετάλλια (3 χρυσά και 3 αργυρά). Από ελληνικής πλευράς, ο ρίπτης Νικόλαος Γεωργαντάς κατέκτησε τρία μετάλλια (1 χρυσό και 2 αργυρά), αλλά ένας αρσιβαρίστας έκλεψε την παράσταση. Ήταν ο πατρινός Δημήτρης Τόφαλος, που μετά από σκληρή διήμερη μάχη με τον αυστριακό Στάινμπαχ, νίκησε στο αγώνισμα της άρσης βαρών με τα δύο χέρια κι έγινε ο νέος εθνικός ήρωας, μετά τον Σπύρο Λούη το 1896. Στον μαραθώνιο η απογοήτευση ήταν μεγάλη, καθώς οι έλληνες αθλητές καταποντίστηκαν και νικητής αναδείχθηκε ο καναδός Γουίλιαμ Σέρινγκ, που έζησε δύο μήνες στην Αθήνα για να εγκλιματιστεί.

Την Τετάρτη 19 Απριλίου έπεσε η αυλαία των αγώνων, με την απονομή των μεταλλίων και την τελετή λήξης, στην οποία πήραν μέρος 6.000 μαθητές. Στον πίνακα των μεταλλίων πρώτευσε η Γαλλία με 40 (15-9-16), ακολούθησε η Ελλάδα με 33 (8-13-13), ενώ στην τρίτη θέση συγκατοίκησαν ΗΠΑ (12-6-6) και Μεγάλη Βρετανία (8-11-5) με 24.

Η άψογη διεξαγωγή των αγώνων και τα κολακευτικά σχόλια των ξένων αποστολών οδήγησαν πολλούς αθλητικούς παράγοντες να ζητήσουν την προσμέτρηση της Μεσολυμπιάδας στη σειρά των Ολυμπιακών Αγώνων και την αναγνώριση των νικητών της Αθήνας ως ολυμπιονικών. Το αίτημα υποβλήθηκε και επισήμως στη ΔΟΕ το 1949 από τον ούγγρο καθηγητή Φέρεντς Μέζο, αλλά απορρίφθηκε.

Τα Ελληνικά Μετάλλια

Χρυσά

  • Νικόλαος Γεωργαντάς (Λιθοβολία, 19.92,5 μ.)
  • Δημήτριος Τόφαλος (Άρση Βαρών με τα δύο χέρια, 142,4 κ.)
  • Ιωάννης Γεωργιάδης (Σπάθη)
  • Γεώργιος Αλιπράντης (Αναρρίχηση επί κάλω, 11''.4)
  • Ομάδα Πόρου (Ναυτική Κωπηλασία)
  • Κωνσταντίνος Σκαρλάτος (Πιστόλι από απόσταση 30 μέτρων 29/133 β.)
  • Γεώργιος Ορφανίδης (Ελεύθερο Πιστόλι, 221 β.)
  • Εσμέ Σημηριώτη (απλό γυναικών, τένις)

Αργυρά

  • Νικόλαος Γεωργαντάς (Δισκοβολία, 38.06 μ.)
  • Νικόλαος Γεωργαντάς (Ελληνική Δισκοβολία, 32.80 μ.)
  • Ιωάννης Ραΐσης (Σπάθη)
  • Ομαδικό Σπάθης (Ιωάννης Γεωργιάδης, Τριαντάφυλλος Κορδογιάννης, Μενέλαος Σακοράφος, Τσάτραν Ζορμπάς)
  • Ομάδα Σπετσών (Ναυτική Κωπηλασία)
  • Εθνική Διελκυνστίνδας (Σπυρίδων και Κωνσταντίνος Λάζαρος, Αντώνιος Τσίτας, Σπυρίδων Βέλλας, Βασίλειος και Γεώργιος Ψάχος, Γεώργιος Παπαχρίστου και Παναγιώτης Τριβουλίδας)
  • Ομάδα Ύδρας (Ναυτική Κωπηλασία)
  • Αλέξανδρος Θεοφιλάκης (Στρατιωτικό περίστροφο, 250 β.)
  • Ιωάννης Περίδης (τραπ μίας βολής, 24 β.)
  • Αναστάσιος Μεταξάς (τραπ 2 βολών, 13 β.)
  • Σοφία Μαρίνου (απλό γυναικών, τένις)
  • Ξενοφών Κάσδαγλης, Ιωάννης Μπαλλής (διπλό ανδρών, τένις)
  • Γεώργιος Σημηριώτης - Σοφία Μαρίνου (Διπλό Μικτό, τένις)

Χάλκινα

  • Κωνσταντίνος Σπετσιώτης (1.500 μ. βάδην, 7.24.0)
  • Γεώργιος Σαριδάκης (3.000 μ. βάδην, 15.33.0)
  • Θεμιστοκλής Διακίδης (Άλμα εις ύψος 1.72,5 μ.)
  • Μιχαήλ Δόριζας (Λιθοβολία 15.58,5 μ.)
  • Ιωάννης Ραίσης (Ξίφος Μονομαχίας)
  • Κωνσταντίνος Κοζανιτάς (Αναρρίχηση επί κάλω, 13''.8)
  • Ομάδα Ύδρας (Ναυτική Κωπηλασία)
  • Αριστείδης Ραγκαβής(Αεροβόλο, 244 β.)
  • Αριστείδης Ραγκαβής (Ελεύθερο Πιστόλι 218 μ.)
  • Γεώργιος Σκοτάδης (Στρατιωτικό Περίστροφο, 240 β.)
  • Θεσσαλονίκη Μιούζικ Κλαμπ (ποδόσφαιρο). Η σύνθεση της ομάδας: Βαπόρης, Πίνδος, Τέγος, Πεντζίκης, Κύρου, Σωτηριάδης, Ζαρκάδης, Μιχιτσόπουλος, Καραγκιωνίδης, Άμποτ και Σαριδάκης. Το μετάλλιο διεκδίκησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία υπαγόταν τότε η Θεσσαλονίκη.
  • Ευφροσύνη Πασπάτη (απλό γυναικών, τένις)
  • Ξενοφών Κάσδαγλης - Ασπασία Μάτσα (διπλό μικτό, τένις)

Γεγονότα

 


μ.Χ.
Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος καταλαμβάνει το φρούριο της Έδεσσας κι εκδιώκει τους Βουλγάρους.
Ο Γκίκας Βούλγαρης είναι ο πρώτος Έλληνας που πατά το πόδι του στην Αυστραλία. Γνωστός στους Αυστραλούς της εποχής του ως Τζίνγκερ, είχε καταδικαστεί για πειρατεία στ’ ανοιχτά της Κρήτης. Αρχικά, καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Βρετανούς και στη συνέχεια σε φυλάκιση και εξορία στην Αυστραλία.
 Σφαγή στο Δήλεσι. Η συμμορία των αδελφών Αρβανιτάκη σκοτώνει τους ομήρους που συνέλαβε στο Πικέρμι στις 30 Μαρτίου 1870, επειδή οι αρχές δεν ικανοποίησαν τα αιτήματά τους για λύτρα και αμνηστία. Η Ελλάδα διασύρεται διεθνώς, καθώς οι όμηροι είναι βρετανοί περιηγητές.

Η Σφαγή στο Δήλεσι

Οι ληστές οδηγούνται στην Αθήνα για να δικαστούν

Οι ληστές οδηγούνται στην Αθήνα για να δικαστούν

Ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, που οδήγησε στον διεθνή διασυρμό της χώρας.

Κατά τη μετεπαναστατική περίοδο, η ληστεία βρισκόταν σε έξαρση, παρά τα διάφορα μέτρα που είχαν πάρει οι κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της. Το αραιοκατοίκητο της υπαίθρου, η ανεπαρκής αστυνόμευση, η χαλαρή φύλαξη των ελληνοτουρκικών συνόρων και η πολιτική ασυλία κάποιων ληστών, συνέβαλαν στη διατήρηση του φαινομένου καθ' όλο τον 19ο αιώνα.

Στις 30 Μαρτίου 1870 μία ομάδα άγγλων περιηγητών και διπλωματικών ξεκίνησαν για μια επίσκεψη στο Μαραθώνα, συνοδευόμενοι από άνδρες της Χωροφυλακής. Την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο νεαρός φίλος τους Φρέντερικ Βάινερ, ο δικηγόρος Έντουαρντ Λόιντ, ο τρίτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα Έντουαρντ Χέρμπερτ και ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, κόμης Αλμπέρτο ντε Μπόιλ, που προστέθηκε την τελευταία στιγμή στη συντροφιά. Όλα κυλούσαν ομαλά, όταν στο ταξίδι της επιστροφής οι εκδρομείς έπεσαν σε ενέδρα που τους είχε στήσει η πολυπληθής συμμορία των αδελφών Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη κοντά στο Πικέρμι. Οι συνοδοί χωροφύλακες εξουδετερώθηκαν εύκολα και η ομάδα των περιηγητών βρέθηκε στα χέρια των Αρβανιτάκηδων.

Ο Τάκος Αρβανιτάκης, που ήταν αρχηγός της συμμορίας, διαμήνυσε στην κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη τις απαιτήσεις της, που ήταν λύτρα 50.000 και χορήγηση αμνηστίας. Κι ενώ η αγγλική πρεσβεία δέχθηκε τους όρους των απαγωγέων, η κυβέρνηση ήταν αντίθετη. Ο Υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος υποστήριξε ότι οποιαδήποτε υποχώρηση στις αξιώσεις των συμμοριτών θα αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό της χώρας. Συν τοις άλλοις, επικαλέσθηκε και συνταγματικό κώλυμα για τη χορήγηση αμνηστίας, για να λάβει ειρωνική απάντηση από αξιωματούχο του Φόρειν Όφις: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυράν την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθή ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε δεν θα ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας».

Η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους απαγωγείς και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους ομήρους, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα για να συγκεντρώσει το ποσό των λύτρων και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας. Ο άγγλος ευγενής έφθασε στην Αθήνα, αλλά η κυβέρνηση παρέμενε ανυποχώρητη και μάλιστα ανέλαβε δράση, στέλνοντας στρατιωτικό απόσπασμα για την ανακάλυψη και τη σύλληψη των απαγωγέων.

Οι Αρβανιτάκηδες, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια της Αττικής, διέφυγαν διαμέσου της Πεντέλης και της Πάρνηθας και κατέφυγαν στον Ωρωπό, αφού πρώτα είχαν απελευθερώσει τις γυναίκες. Από εκεί διαμήνυσαν στην κυβέρνηση ότι αν συνεχιζόταν η καταδίωξη θα αναγκάζονταν να σκοτώσουν τους αιχμαλώτους. Ο Σούτσος, που είχε το γενικό πρόσταγμα από κυβερνητικής πλευράς, το μόνο που συζητούσε τώρα ήταν η άνευ όρων απελευθέρωση των απαχθέντων και η ευνοϊκή μεταχείριση των απαγωγέων. Παράλληλα, στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν να εγκλωβίσουν τους συμμορίτες στην Αττική για να μην διαφύγουν προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα, που τότε βρίσκονταν λίγο πάνω από τη Λαμία.

Στις 9 Απριλίου 1870 οι άνδρες ενός αποσπάσματος ήλθαν πρόσωπο με το πρόσωπο με τους Αρβανιτάκηδες στο Δήλεσι, παραθαλάσσια περιοχή βόρεια του Ωρωπού. Αυτοί σκότωσαν τους τέσσερις ομήρους και στη συνέχεια προσπάθησαν να διαφύγουν. Από τους πυροβολισμούς που ακολούθησαν, μόνο ο Τάκος Αρβανιτάκης κατόρθωσε να διαφύγει. 20 άνδρες του σκοτώθηκαν επί τόπου, ανάμέσά τους και ο αδελφός του Χρήστος και εννέα συνελήφθησαν για να καταδικασθούν αργότερα σε θάνατο και να εκτελεσθούν.

Το ρεζιλίκι για τη χώρα μας ήταν μεγάλο και το γόητρό της καταρρακώθηκε. Ο ευρωπαϊκός Τύπος έκανε λόγο για «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών», και χαρακτήρισε την Ελλάδα «εντροπή για τον πολιτισμό», που «τίθενται εκτός του κύκλου των πολιτισμένων κρατών». Κάποιοι άγγλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι «αι ληστείαι αποφασίζονται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα», υπονοώντας σχέση των ληστών με την πολιτική εξουσία, ενώ κάποιοι άλλοι ζήτησαν στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα.

Την κατάσταση έσωσε ο φιλέλληνας υπουργός Εξωτερικών Γλάδστων και οι πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ, που υποστήριξαν τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης. Τελικά, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εκφράσει τη λύπη της στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας και να καταβάλει σε καθεμία από τις οικογένειες των θυμάτων το ποσό των 22.000 λιρών.

Θρασύβουλος Ζαΐμης
1825 – 1880

Πολιτικός της πρώτης μετεπαναστατικής γενιάς, που ανήλθε στα ύπατα αξιώματα του Ελληνικού Κράτους. Διετέλεσε δις Πρωθυπουργός και τετράκις Πρόεδρος της Βουλής.

Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης γεννήθηκε το 1825 στη Κερπινή Καλαβρύτων και καταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια προκρίτων και πολιτικών της περιοχής. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης (1791-1840), ηγετική προσωπικότητα του απελευθερωτικού αγώνα. Ο νεαρός Θρασύβουλος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα προσελήφθη ως υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την δημοσιοϋπαλληλία για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην πολιτική. Το 1850, σε ηλικία 25 ετών, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Καλαβρύτων κι έκτοτε εκλεγόταν συνεχώς στην ίδια περιφέρεια μέχρι τον θάνατό του. Στις 4 Δεκεμβρίου 1854 εκλέχθηκε για πρώτη φορά πρόεδρος της Βουλής και παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1855. Κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε την έμπνευση της έκδοσης των «Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», ιδέα που υλοποιήθηκε από τους διαδόχους του Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και Αλέξανδρο Κοντόσταυλο.

Το 1859 ανέλαβε το πρώτο του χαρτοφυλάκιο, ως Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Παιδείας, στην κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη. Επί της υπουργίας του θεμελιώθηκε το Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών με χρήματα του ομογενούς επιχειρηματία Σίμωνος Σίνα. Το 1860 ανέλαβε προσωρινά και το Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά μέσα στο χρόνο παραιτήθηκε και από τα δύο υπουργεία, λόγω διαφωνίας του με τον βασιλιά Όθωνα σχετικά με το βαυαρικό δάνειο και την καθυστέρηση ψήφισης του Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά ολιγοήμερη παραμονή στο αξίωμα του Προέδρου της Βουλής (30 Οκτωβρίου - 16 Νοεμβρίου 1860) πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο και αντιπολιτεύθηκε τον Όθωνα.

Το 1862 μετά την έξωση του Όθωνα έγινε υπουργός Εξωτερικών στην «επαναστατική τριανδρία» των Βούλγαρη, Κανάρη και Ρούφου. Το 1863 ήταν μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας που μετέβη στην Κοπεγχάγη για να ανακοινώσει στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο ότι εξελέγη βασιλιάς των Ελλήνων. Τον επόμενο χρόνο ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης μετέβη στην Κέρκυρα για να υπογράψει τα σχετικά πρωτόκολλα και να διευθετήσει τις λεπτομέρειες της ενσωμάτωσης των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα.

Στις βραχύβιες κυβερνήσεις του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ανέλαβε και πάλι το υπουργείο Εσωτερικών (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1865). Μετά από λίγο ίδρυσε δικό του κόμμα και στις 25 Ιανουαρίου 1869 σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του, στην οποία διατήρησε το Υπουργείο Εσωτερικών. Κέρδισε της εκλογές του Μαΐου, αλλά στις 9 Ιουλίου 1870 αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των διεθνών περιπλοκών από τη διαβόητη ληστεία στο Δήλεσι, κατά την οποία φονεύθηκαν τρεις Άγγλοι ταξιδιώτες κι ένας Ιταλός.

Σχημάτισε νέα κυβέρνηση στις 28 Οκτωβρίου 1871, στην οποία διατήρησε τα χαρτοφυλάκια των Εσωτερικών και Εξωτερικών, αλλά παραιτήθηκε μετά από δίμηνο, επειδή έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Κανάρη (26 Μαΐου 1877 - 11 Ιανουαρίου 1878) ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο ενδιάμεσο διετέλεσε δύο φορές πρόεδρος της Βουλής (Φεβρουάριος 1874 και Σεπτέμβριος 1876 - Μάρτιος 1877). Μέλος της βραχύβιας συμμαχικής κυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη το 1878 ανέλαβε τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης (21-26 Οκτωβρίου 1878).

Ο εκ Καλαβρύτων πολιτικός διακρινόταν για τη συντηρητικότητά του, τη σύνεση και τη μετριοπάθειά του. Αποστρεφόταν τη δημαγωγία και την κολακεία και ήταν σταθερός υπερασπιστής του κοινοβουλευτισμού. Συχνά, με την πολιτική του δράση υπερέβαινε τα στενά πλαίσια του όποιου κομματικού συμφέροντος.

Ο Θρασύβουλας Ζαΐμης πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1880 από ανακοπή της καρδιάς, σε ηλικία 55 ετών. Ο θάνατός του προκάλεσε τη γενική συμπάθεια, γιατί όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής «ουδένα ποτέ δια γλώσσης πικράς ελύπησε, πολλών δε τα βίαια πάθη και τας ορμάς εχαλιναγώγησεν».

Την πολιτική παράδοση της οικογένειάς του συνέχισε ο γιος του Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936), ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.


Η υποτίμηση της Δραχμής του 1953

Η πορεία προς την υποτίμηση

Ο Αλέξανδρος Παπάγος σε προεκλογική συγκέντρωση

Ο Αλέξανδρος Παπάγος σε προεκλογική συγκέντρωση

Από τα τέλη του 1952 τη χώρα κυβερνούσε ο δεξιός «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου (αρχηγού του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου), o οποίος είχε επιτύχει μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.

Ηγετική προσωπικότητα της νέας κυβέρνησης ήταν ο Υπουργός Συντονισμού, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος είχε υπό την εποπτεία του όλα τα παραγωγικά υπουργεία. Ήταν κάτι παρά πάνω από «τσάρος» της οικονομίας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Την αντιπολίτευση αποτελούσαν τα δύο κεντρώα κόμματα της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων. Η Αριστερά, λόγω του πλειοψηφικού, δεν εκπροσωπείτο στη Βουλή.

Στις αρχές του 1953, με νωπές τις πληγές από τον Εμφύλιο, η ελληνική οικονομία είχε ολοκληρώσει τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της. Η παραγωγή και η κατανάλωση είχαν υπερβεί το προπολεμικά επίπεδα, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η πρόοδος στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το βιοτικό επίπεδο ήταν ακόμη πάρα πολύ χαμηλό.

Παρότι το εθνικό μας νόμισμα είχε υποτιμηθεί επτά φορές από τη γερμανική κατοχή, ούτε η οικονομία είχε εξυγιανθεί, ούτε η δραχμή ήταν αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Πλαστήρα (1951-1952) δια του αρμοδίου υπουργού Συντονισμού, Γεωργίου Καρτάλη, είχε εφαρμόσει μια αντιπληθωριστική πολιτική, με πολιτικό κόστος είναι αλήθεια, που συνέβαλε στη μείωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών και του προϋπολογισμού. Αλλά αυτό δεν έφτανε, σύμφωνα με τους πιο αξιόλογους έλληνες οικονομολόγους (Βαρβαρέσος, Ζολώτας κ.ά.), που θεωρούσαν την αναπροσαρμογή της δραχμής έναντι του δολαρίου αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να αυξηθούν οι εξαγωγές, κυρίως των αγροτικών προϊόντων, και να αποκατασταθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, γεγονός που θα συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος, σ’ ένα απόσπασμα της έκθεσής του προς τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (5/1/1952), που κρατήθηκε μυστικό, σημείωνε:

«…Η αναπροσαρμογή της δραχμής εις επίπεδον το οποίον να ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν αγοραστικήν της δύναμιν είναι συνεπώς μία εκ των απαραιτήτων προϋποθέσεων δια την βελτίωσιν των οικονομικών της χώρας και ιδία την αποκατάστασιν του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών…»

Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για να επιτύχει η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τον Βαρβαρέσο, ήταν η εξυγίανση της οικονομίας, η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η μείωση των κερδών των επιχειρηματιών με αύξηση της άμεσης φορολογίας κλπ. Ο ίδιος πρότεινε η ισοτιμία της δραχμής να αλλάξει από 1 δολλάριο=15.000 δραχμές, σε 1 δολλάριο=25.000 δραχμές. Ο Γεώργιος Καρτάλης, επίσης, υποστήριζε την υποτίμηση της δραχμής στη σχέση 1 δολλάριο=22.000 δραχμές.

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Παναγιώτης Γεννηματάς, προειδοποιεί με δηλώσεις του στο συνέδριο που διοργάνωσε το περιοδικό «Economist», ότι τα σχεδιαζόμενα μεγάλα έργα στην Αθήνα που αφορούν τη διεκδίκηση της Ολυμπιάδας του 2004 μπορεί να αποδειχτούν άχρηστα μακροπρόθεσμα, ενώ θα επιβαρύνουν την οικονομία.
Βουλευτικές εκλογές διεξάγονται στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη αναδεικνύεται πρώτη δύναμη, συγκεντρώνοντας 43,7% των ψήφων, έναντι 42,7% της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας ηγείται ο Κώστας Καραμανλής. Το ΚΚΕ λαμβάνει 5,5%, ο Συνασπισμός 3,2%, ενώ εκτός Βουλής μένει το ΔΗΚΚΙ με 2,6%.

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
Σαρλ Μποντλέρ, γάλλος συμβολιστής ποιητής. (Θαν. 31/8/1867)

 Παύλος Κουντουριώτης, έλληνας ναύαρχος και πολιτικός, που διετέλεσε αντιβασιλέας και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. (Θαν. 22/8/1936)

Παύλος Κουντουριώτης
1855 – 1935

Υδραίος στρατιωτικός και πολιτικός, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ο Παύλος Κουντουριώτης, γόνος της ονομαστής φαμίλιας των Κουντουριώτηδων, γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Ήταν γιος του πρόξενου της Μάλτας, Θεόδωρου Κουντουριώτη (1824 - 1870) και της Λουκίας Νεγρεπόντη (1831 - 1875) και εγγονός του καραβοκύρη και πολιτικού Γεωργίου Κουντουριώτη (1782- 1858).

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό το 1874 και φοίτησε στο Ναυτικό Σχολείο, όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Εξήλθε της σχολής το 1877 με το βαθμό του Δοκίμου Α’ και προήχθη διαδοχικά σε ανθυποπλοίαρχο (1881) και υποπλοίαρχο (1884). Όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση του 1886 από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, τοποθετήθηκε αρχικυβερνήτης των κανονιοφόρων «Α» και «Β» και εισέπλευσε ανενόχλητος στο στόμιο της Πρέβεζας για να καλύψει τις κινήσεις του ελληνικού στρατού προς Άρτα και τις Ακαρνανικές ακτές από τα δύο τουρκικά πολεμικά πλοία που ήταν προσορμισμένα στον Αμβρακικό Κόλπο.

Το 1895 προήχθη σε πλωτάρχη και τον Φεβρουάριο του 1897 ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα «Αλφειός», από κοινού με το αδελφό πλοίο «Πηνειός» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Iωάννη Μιαούλη, έλαβαν διαταγή να διευκολύνουν τον κατάπλου στα Κρητικά ύδατα του θωρηκτού «Ύδρα» και των άλλων πολεμικών που είχαν αποσταλεί από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και του αποβατικού σώματος υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, μετά τις σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της νήσου από τους Τούρκους κατά το έτος εκείνο. Διατάχθηκαν να παραμείνει στη νήσο για να «αντιτάξουν δικαίαν βίαν κατ’ αδίκου βίας έστω και με κίνδυνον καταβυθίσεως τού σκάφους των». Ο Παύλος Κουντουριώτης, όπως και ο Ιωάννης Μιαούλης, αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απειλές των Ευρωπαίων ναυάρχων και τήρησαν τις εντολές της ελληνικής κυβέρνησης.

Κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ως κυβερνήτης του «Αλφειός» προσέβαλε τουρκική εγκατάσταση στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς Πιερίας, με απώλειες για το πλήρωμα του πλοίου του (11 Απριλίου). Το 1899 προήχθη σε αντιπλοίαρχο και το 1901 ως κυβερνήτης του ευδρόμου «Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης» εξετέλεσε τον πρώτο εκπαιδευτικό διάπλου του Ατλαντικού από ελληνικό πολεμικό πλοίο. Το 1905 ονομάστηκε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α'. Το 1909 προήχθη σε πλοίαρχο, διετέλεσε κυβερνήτης του θωρηκτού «Ύδρα», στάλθηκε στην Αγγλία για να παραλάβει το νεότευκτο θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1911). Από τις 5 Μαΐου έως την 1η Αυγούστου 1912 διετέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Λίγο πριν από την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τοποθετήθηκε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (19 Σεπτεμβρίου 1912), τον οποίο αποτελούσαν σχεδόν όλες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ημέρα που ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από τον Φαληρικό Όρμο, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε υποναύαρχο. Μία από τις πρώτες ενέργειες ήταν η κατάληψη της Λήμνου, όπου και εγκατέστησε τη βάση του ελληνικού στόλου στον όρμο του Μούδρου. Η επιλογή της Λήμνου ως προκεχωρημένης βάσης και η ταχεία κατάληψή της συνέβαλαν στην εξασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, στον αποκλεισμό των εχθρικών παραλίων και στην παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικού στρατού με πλοία στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Ο Στόλος τοη Αιγαίου κατέλαβε διαδοχικά όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που ανήκαν στην Ιταλία και κατανίκησε τον τουρκικό στόλο στις αποφασιστικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη Βουλγαρία, ο Παύλος Κουντουριώτης, ως αρχηγός του στόλου, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στα θρακικά παράλια.

Λίγο προτού λήξει ο Β' Βαλκανικός πόλεμος, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε αντιναύαρχο (25 Μαΐου 1913) «δι’ εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας». Υπήρξε, έτσι, ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό αυτό «εν ενεργεία», μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη (23 Απριλίου 1865). Παρέδωσε την αρχηγία του στόλου στις 17 Αυγούστου 1914 και την άσκησε εκ νέου μεταξύ 9 Ιουλίου και 24 Σεπτεμβρίου 1915.

Διετέλεσε υπουργός των Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη (24 Σεπτεμβρίου 1915 - 9 Ιουνίου 1916) και γενικός υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Διαφώνησε προς την πολιτική της ουδετερότητας που τηρούσε η Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε μέλος της τριμελούς Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης (Σεπτέμβριος 1916 - Ιούνιος 1917).

Μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, τη διαδοχή του από τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο και την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, διορίστηκε υπουργός  Ναυτικών (14 Ιουνίου 1917 - 2 Δεκεμβρίου 1919). Με ειδικό νόμο, που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουάριου 1920, του απονεμήθηκε ο βαθμός του ναυάρχου «δια τας υψίστας προς το έθνος υπηρεσίας του». Και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό του ναυάρχου μετά την Καποδιστριακή περίοδο.

Όταν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος (12 Οκτωβρίου 1920), ο Κουντουριώτης ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέα με απόφαση της Βουλής (15 Οκτωβρίου 1920). Από τα καθήκοντα αυτά παραιτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1920 και την αντιβασιλεία ανέλαβε η βασιλομήτωρ Όλγα, μετά την ήττα Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Στις 8 Νοεμβρίου 1920, ο Παύλος Κουντουριώτης αποστρατεύτηκε, ύστερα από ευδόκιμη θητεία 46 ετών στο Πολεμικό Ναυτικό.

Μετά την απομάκρυνση του Βασιλιά Γεωργίου Β’, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του αντιβασιλέα με απόφαση του «Αρχηγού τής Επαναστάσεως» Νικολάου Πλαστήρα (19 Δεκεμβρίου 1923). Όταν, με ψήφισμα της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης, ανακηρύχθηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία στις 25 Μαρτίου 1924, του ανατέθηκε με το ίδιο ψήφισμα η εξακολούθηση των καθηκόντων του ρυθμιστή του πολιτεύματος, με τον τίτλο του «Κυβερνήτη». Από τις 24 Μαΐου 1924 έλαβε το τίτλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στις 15 Μαρτίου 1926 παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή δικτατορίας από τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο. Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον στρατηγό Κονδύλη, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας (24 Αυγούστου 1926).

Στις 4 Ιουνίου 1929, εκλέχθηκε σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα του 1927, και ορκίστηκε στις 5 του ίδιου μήνα ενώπιόν τους, αλλά στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Η Βουλή και η Γερουσία με κοινό ψήφισμα εκδήλωσαν προς τον απερχόμενο πρόεδρο την «εθνική ευγνωμοσύνη» και του απένειμαν μηνιαία τιμητική σύνταξη 40.000 δραχμών.

Έκτοτε, ο Παύλος Κουντουριώτης αποσύρθηκε ολοσχερώς από τα κοινά και ιδιώτευσε. Πέθανε στο Παλαιό Φάληρο στις 22 Αυγούστου 1935 και τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία του, στη γενέτειρά του Ύδρα. Στις τελευταίες του στιγμές τον συντρόφευε η δεύτερη σύζυγός του Ελένη Κούππα (1876-1957), κόρη ευπορότατου βιομηχάνου και εμπόρου, την οποία είχε νυμφευθεί το 1918. Η πρώτη σύζυγός του Αγγελική Πετροκοκκίνου (1865-1903), κόρη πάμπλουτου Έλληνα της αλλοδαπής, είχε πεθάνει νέα το 1903. Παιδιά απόκτησε από την πρώτη του σύζυγο, τη Λουκία, τη Δέσποινα και τον Θεόδωρο (1898-1953), ο οποίος σταδιοδρόμησε στο Πολεμικό Ναυτικό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ διετέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Ναυτικών και Εμπορικής Ναυτιλίας στη βραχύβια κυβέρνηση Πλαστήρα (3 Ιανουαρίου - 8 Απριλίου 1945). 

Ο Παύλος Κουντουριώτης, μολονότι αναμίχθηκε στην πολιτική και κατέλαβε προσωρινά ή τακτικά το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της πολιτείας, δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ σαν «επαγγελματίας πολιτικός». Παρέμεινε πάντοτε «ο παλαιός ναυτικός» και άσκησε τα καθήκοντά του με απόλυτη τυπικότητα, χωρίς να επεμβαίνει στις πολιτικές διαμάχες.

Σπυρίδων Μαρκεζίνης
1909 – 2000

Έλληνας νομικός, πολιτικός της συντηρητικής παράταξης και συγγραφέας. Ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου (19 Νοεμβρίου 1952 - 3 Απριλίου 1954) έθεσε τις βάσεις για τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, ενώ διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας για μικρό χρονικό διάστημα (8 Οκτωβρίου - 25 Νοεμβρίου 1973), κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζει η πολύτομη «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος».

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 1909. Καταγόταν από πολιτική οικογένεια ενετικής καταγωγής, η οποία εγκαταστάθηκε στη Σαντορίνη από την Κεφαλλονιά τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Πατέρας του ήταν ο νομικός και πολιτικός Βασίλειος Μαρκεζίνης (Σαντορίνη 1862 - Αθήνα 1942) και μητέρα του η Φλώρα Καρά.

Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1930 διορίσθηκε δικηγόρος Αθηνών. Διετέλεσε νομικός σύμβουλος μεγάλων επιχειρήσεων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ από 1936 ανέλαβε νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου Β’, μέχρι το 1946, οπότε αποφάσισε να αναμιχθεί στην πολιτική.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Ελλάδα, αλλά δεν φαίνεται να ανέπτυξε ιδιαίτερη αντιστασιακή δράση. Συμμετείχε, πάντως, ως αρμόδιος για πολιτικά θέματα σε μια μυστική οργάνωση προσωπικοτήτων υπό την προεδρία του έκπτωτου αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, που είχε επαφή με τον εξόριστο βασιλιά Γεώργιο Β’.

Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Κυκλάδων στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με το Λαϊκό Κόμμα. Στις 10 Φεβρουαρίου 1947 ίδρυσε το «Νέον Κόμμα», στο οποίο προσχώρησαν 18 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος και στην κρίση του Νοεμβρίου του 1948 στήριξε με ψήφο ανοχής την κυβέρνηση Σοφούλη. Στη νέα κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, που προέκυψε στις 20 Ιανουαρίου 1949, ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, με αρμοδιότητα την υψηλή εποπτεία των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας, που στελέχωσε τα μέλη του κόμματός του Θάνο Καψάλη και Ελευθέριο Γονή αντίστοιχα.

Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 το κόμμα του έλαβε το 2,5% των ψήφων και εξέλεξε ένα βουλευτή, όχι τον ίδιο, που απέτυχε λόγω της κατανομής των εδρών. Στις 30 Ιουλίου 1951 προσχώρησε με το «Νέον Κόμμα» στον «Ελληνικό Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου και στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών. Μετά τις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952, κατά τις οποίες εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών, ανέλαβε στην πρώτη κυβέρνηση Παπάγου το υπουργείο τού Συντονισμού, έχοντας αποφασιστική ευθύνη στα υπουργεία του οικονομικού κύκλου (Οικονομικών, Εμπορίου, Βιομηχανίας, Εργασίας, Δημοσίων Έργων, Μεταφορών, Γεωργίας και Εμπορικής Ναυτιλίας).

Επί της υπουργίας του επιτεύχθηκε ο πρώτος πλεονασματικός προϋπολογισμός (1953-1954) μεταπολεμικά, καταργήθηκε το δελτίο άρτου, συγχωνεύθηκαν οι τράπεζες Εθνική και Αθηνών (απόφαση που θεωρήθηκε σκάνδαλο από την αντιπολίτευση) και υποτιμήθηκε η δραχμή έναντι του δολαρίου κατά 50% στις 9 Απριλίου 1953. Η υποτίμηση αυτή, η πιο επιτυχημένη στην ιστορία της χώρας, και η συνακόλουθη απελευθέρωση των εισαγωγών, έθεσαν τις βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, παρά τις βραχυχρόνιες παρενέργειες που είχαν.

Το 1953 επισκέφθηκε επισήμως τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία και εξασφάλισε πιστώσεις για την ανάπτυξη της ΔΕΗ, τη δημιουργία διυλιστηρίου πετρελαίου και την επέκταση του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου έως την Κηφισιά. Η προγραμματισμένη, όμως, επέκτασή του μέχρι τη Ραφήνα και η κατασκευή Μετρό στην Αθήνα δεν προχώρησαν, λόγω της αποχώρησής του από την κυβέρνηση. Επί της υπουργίας του ψηφίστηκαν, μεταξύ άλλων, ο βασικός νόμος προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων (ν.δ. 2687/53) που ισχύει με τροποποιήσεις μέχρι σήμερα, η οργάνωση στατιστικής υπηρεσίας και η πρώτη νομοθεσία περί ατομικής ενεργείας στην Ελλάδα.

Στις 3 Απριλίου 1954 διαφώνησε με τον στρατάρχη Παπάγο και παραιτήθηκε από την κυβέρνησή του. Τον Φεβρουάριο του 1955 ίδρυσε το «Κόμμα των Προοδευτικών», που ανήκε στο χώρο της εκσυγχρονιστικής Δεξιάς. Στο νέο κόμμα προσχώρησαν 30 βουλευτές του «Συναγερμού» και το κατέστησαν αξιωματική αντιπολίτευση. Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 συγκέντρωσε μόλις το 2,22% των ψήφων, χωρίς να εκλέξει βουλευτή.

Στις εκλογές της 11ης Μαΐου 1958 συνέπραξε με την Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση (ΠΑΔΕ) και εξελέγη βουλευτής Αθηνών. Η ΠΑΔΕ ήταν συνασπισμός τεσσάρων κομμάτων, που συγκέντρωσε το 10,62% των ψήφων και εξέλεξε συνολικά 10 βουλευτές. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από την προκήρυξη των εκλογών βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την ΕΔΑ για κοινή κάθοδο.

Τον Απρίλιο τού 1959 έγινε ο πρώτος έλληνας πολιτικός που επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση, ύστερα από προσωπική πρόσκληση του πρώτου αντιπροέδρου της χώρας Αναστάς Μικογιάν. Στις 26 Απριλίου συναντήθηκε με τον σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστόφ και συζήτησαν το όραμά του για την «απύραυλη Βαλκανική».

Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1961 συνεργάστηκε εκλογικά με την τότε νεοϊδρυθείσα Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών, όπως και 13 ακόμη μέλη του κόμματός του. Η συνεργασία των δύο πλευρών διακόπηκε μετεκλογικά, όταν ο Μαρκεζίνης αρνήθηκε να ακολουθήσει την Ένωση Κέντρου στον «ανένδοτο αγώνα» για την καταδίκη των «εκλογών βίας και νοθείας» του 1961.

Οι εκλογές της 19ης Οκτωβρίου 1963 περιόρισαν τους «Προοδευτικούς» σε 2 μόνο έδρες (ποσοστό ψήφων 3,75%). Στις τελευταίες προδικτατορικές εκλογές της 15ης Φεβρουαρίου 1964, στις οποίες θριάμβευσε η Ένωση Κέντρου, συνεργάστηκε με την ΕΡΕ και πέτυχε να εκλεγεί πρώτος βουλευτής Αθηνών. Επίσης, εκλέχθηκαν βουλευτές και άλλοι επτά υποψήφιοι των «Προοδευτικών».

Ο Μαρκεζίνης κατά την περίοδο της λεγόμενης «Αποστασίας» (15 Ιουλίου 1965 - 22 Δεκεμβρίου 1966 ) υποστήριξε την ανάγκη κυβέρνησης ευρύτατης ή ευρείας συνεργασίας. Έδωσε ψήφο ανοχής στην πρώτη κυβέρνηση των «αποστατών» του Γεωργίου Αθανασιάδη - Νόβα και καταψήφισε τη δεύτερη κυβέρνηση των «αποστατών» υπό τον Ηλία Τσιριμώκο. Όταν σχηματίστηκε η τρίτη κυβέρνηση «αποστατών» υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο δέχθηκε να τη στηρίξει.

Ο Μαρκεζίνης επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο στις 8 Οκτωβρίου 1973, όταν συμμετείχε στο «πείραμα» του δικτάτορα και Προέδρου της Δημοκρατίας, Γεωργίου Παπαδόπουλου, για σταδιακό εκδημοκρατισμό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία της χώρας. Ο ίδιος πίστευε ότι με το έργο του θα οδηγούσε την Ελλάδα και πάλι στη δημοκρατία, αλλά είναι κοινώς παραδεκτό ότι η πράξη του αυτή αμαύρωσε την πολιτική του διαδρομή. Η πρωθυπουργία του διάρκεσε μόλις 49 ημέρες και απομακρύνθηκε από τη θέση του στις 25 Νοεμβρίου, όταν ο Δημήτριος Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ασχολήθηκε με το συγγραφικό του έργο και το 1979 επανίδρυσε το «Κόμμα των Προοδευτικών», το οποίο τοποθετήθηκε ιδεολογικά δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Μετείχε στις εκλογές της 16ης Οκτωβρίου 1981, που έφεραν στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, αποσπώντας το 1,69% των ψήφων. Το κόμμα του εξέλεξε, όμως, ένα ευρωβουλευτή, τον Απόστολο Παπαγεωργίου, στις ευρωεκλογές, που έγιναν την ίδια ημέρα (1,96%). Η τελευταία παρουσία του Σπύρου Μαρκεζίνη και του «Κόμματος Προοδευτικών» στο πολιτικό σκηνικό καταγράφηκε στις ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου 1984, όταν απέσπασε το 0,17% των ψήφων.

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης πέθανε στην Αθήνα στις 4 Ιανουαρίου 2000, σε ηλικία 90 ετών. Ήταν νυμφευμένος με την Ιέτα Ξύδη και απέκτησε ένα γιο, τον σερ Βασίλειο Μαρκεζίνη (γ. 1944), νομικό με σπουδαία καριέρα σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ.

Συγγραφικό έργο

  • Το διαζύγιον (1931)
  • Ο Ανώτατος Άρχων εις τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα (1935)
  • Ο Βασιλεύς εις το Ιδιωτικόν Δίκαιον (1936).
  • Ο Βασιλεύς ως Διεθνής Παραστάτης (1937)
  • Από τού Πολέμου εις την Ειρήνην (1949)
  • Πορεία προς τον λαόν (1955)
  • Ο Μακιαβέλλι και η εποχή μας (1959)
  • Η κρίσις του τρίτου μ.Χ. αιώνος και τα εξ αυτής συμπεράσματα
  • Πολιτική Ιστορία τής Νεωτέρας Ελλάδος
  • Αναμνήσεις (1927-1974)

Ρενέ Μπουρί
1933 – 2014

Διάσημος ελβετός φωτογράφος, γνωστός για την εμβληματική φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα να καπνίζει πούρο.

Ο Ρενέ Μπουρί (René Burri) γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στη Ζυρίχη. Σπούδασε εφαρμοσμένες τέχνες στη γενέτειρά του και από το 1953 άρχισε να εργάζεται στο χώρο του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ και ως εικονολήπτης στη Ντίσνεϊ.

Από το 1956 έως το 1959 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου (Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ, Ιορδανία, Λίβανο, Ιταλία, Ισπανία, Βραζιλία, Ιαπωνία) για λογαριασμό περιοδικών και εφημερίδων, όπως Life, Look, Stern, Paris-Match, Epoca και New York Times. Από το 1959 ξεκίνησε τη μακροχρόνια συνεργασία του με το πρακτορείο Magnum, που τερματίστηκε με το θάνατό του.

Το 1963, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κούβα, απαθανάτισε με τον φακό του τον Τσε Γκεβάρα να καπνίζει πούρο, μια φωτογραφία που έγραψε ιστορία. Τον ίδιο χρόνο φωτογράφισε τον Κουβανό ηγέτη Φιντέλ Κάστρο και αργότερα διεθνείς προσωπικότητες, όπως τον Γαλλοελβετό αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ, τον Ελβετό γλύπτη Αλμπέρτο Τζιακομέτι, τον ελβετό ζωγράφο και γλύπτη Ζαν Τενγκελί και τον ισπανό ζωγράφο Πάμπλο Πικάσο.

Το 2011 τιμήθηκε με το βραβείο «Ράινχαρντ φον Γκράφενριντ» για το σύνολο του έργο του. Ζούσε μεταξύ Ζυρίχης και Παρισιού και το 2013 κληροδότησε όλο το αρχείο του, σχεδόν 30.000 φωτογραφίες, στο Μουσείο των Ηλυσίων, στη Λοζάνη.

Ο Ρενέ Μπουρί πέθανε στη Ζυρίχη στις 20 Οκτωβρίου 2014, σε ηλικία 81 ετών.

Τάνια Τσανακλίδου, ελληνίδα τραγουδίστρια.

Θάνατοι

 


μ.Χ.
Φράνσις Μπέικον, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Φραγκίσκος Βάκων, άγγλος φιλέλληνας πολιτικός και φιλόσοφος. (Γεν. 22/1/1561)

 Γκιστάβ ντ’ Εστάλ, γάλλος συγγραφέας και φιλέλληνας. Εργάστηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα στον αγροτικό τομέα και πρότεινε την ίδρυση κρατικών αγροκτημάτων. Πρέσβευε τις ιδέες του Σαιν Σιμόν, ενός συμπατριώτη του ουτοπικού σοσιαλιστή. Όταν μαθεύτηκε ότι ήταν σενσιμονιστής παύθηκε από τη θέση του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. (Γεν. 3/3/1804)

Γκιστάβ Ντ’ Εστάλ
1804 – 1886

Γάλλος συγγραφέας, ο οποίος έζησε στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στη συνέχεια διακρίθηκε για τον φιλελληνισμό του.

Ο Γκιστάβ Σελινγκμάν ντ’ Εστάλ (Gustave Selingman d’ Eichthal) γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1804 στο Νανσί της Γαλλίας. Έφερε τον τίτλο του βαρώνου, όπως και ο τραπεζίτης πατέρας του Λουί Ντ’ Εστάλ, ιδρυτής της ομώνυμης τράπεζας των Παρισίων. Εβραίος το θρήσκευμα, μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό σε ηλικία 13 ετών.

Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο μαθήτευσε κοντά στον Γάλλο θετικιστή φιλόσοφο Ογκίστ Κοντ (1798-1857), ο οποίος έθεσε τις βάσεις της Κοινωνιολογίας. Ο Κοντ τον μύησε στις δοξασίες του κόμη Σεν Σιμόν (1760-1825), ενός από τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Ο σενσιμονσιμός, όπως ονομάστηκε το δόγμα του, προπαγάνδιζε την πλήρη εξαφάνιση κάθε ιδιοκτησίας, που δεν αποτελούσε προϊόν εργασίας και επιζητούσε τη μετατροπή του κράτους από μέσο κυριαρχίας και διοίκησης προσώπων σε οργανωτή της παραγωγής και ρυθμιστή των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Πίστευε ότι η εκβιομηχάνιση, που τότε αναπτυσσόταν, θα έλυνε κάποτε όλα τα κοινωνικά προβλήματα, με την αφθονία και αύξηση των παραγόμενων αγαθών μέσω των νέων τεχνολογιών και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής.

Τον Οκτώβρη του 1833, ο Γουσταύος ντ’ Εϊχτάλ, όπως ήταν γνωστός στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τη γαλλική κυβέρνηση για τις ιδέες του, έφθασε στο Ναύπλιο, κατόπιν πρόσκλησης του γαλλόφιλου πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη (1773-1843), που ήταν Υπουργός Εσωτερικών, με σκοπό να προσπαθήσει να οικοδομήσει μια βιομηχανική κοινωνία «με επάρκεια αγαθών, φωτισμένη από την επιστήμη, όπου η αγάπη θα εμπόδιζε τον κοινωνικό αγώνα και τον πόλεμο και όπου κυρίαρχο θα είναι το πνεύμα». Ο Ντ' Εστάλ διεκδίκησε την πατρότητα της ίδρυσης του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας (29 Απριλίου 1834), ως ιδιαιτέρας υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, με φιλόδοξους στόχους, όπως η χαρτογράφηση της Ελλάδας, η απογραφή πληθυσμού και η σύνταξη κτηματολογίου. Ο ίδιος πρότεινε ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, που στηριζόταν στον εποικισμό της Ελλάδας από ξένους κεφαλαιούχους, στους οποίους θα παραχωρούνταν μεγάλες εκτάσεις από τις εθνικές γαίες. Στο πνεύμα αυτό εντασσόταν και η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας, την οποία πρώτος αυτός πρότεινε και η οποία έγινε πραγματικότητα μόλις το 1931.

Παράλληλα με άλλους Γάλλους ομοϊδεάτες του που ζούσαν στο Ναύπλιο, όπως ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ (1794-1853, δημιουργός του πρώτου αστυνομικού σώματος στην Ελλάδα, της Χωροφυλακής), είχαν ιδρύσει μυστικά τη Σενσιμονιστική Εταιρεία και προωθούσαν τις ιδέες της. Αυτό το πληροφορήθηκε ο αντιβασιλέας Άρμανσπεργκ και με επιστολή του στις 19 Σεπτεμβρίου 1834 ζήτησε από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη να λάβει μέτρα κατά του Ντ' Εστάλ και των ομοϊδεατών του. Κατά βάθος ο αγγλόφιλος Άρμανσμπεργκ φοβόταν την επέλαση του γαλλικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, αν εφαρμόζονταν οι προτάσεις του Ντ’ Εστάλ. Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Άρμανσμπεργκ, ο Κωλέττης έχασε την πολιτική του δύναμη και ο προστατευόμενός του Ντ' Εστάλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1835.

Ένα χρόνο αργότερα έγραψε το βιβλίο Les Deux Mondes («Οι Δύο Κόσμοι»), στο οποίο περιέγραφε τις αναμνήσεις του από την ελληνική του περιπέτεια. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να προπαγανδίζει την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας  Το 1864 δημοσιεύει στο Παρίσι μία ολιγοσέλιδη εργασία που την τιτλοφορεί De l'usage pratique de la langue grecque («Η πρακτική χρήση της Ελληνικής Γλώσσας»). Σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου, η εργασία αυτή είναι αποτέλεσμα συνεργασίας που είχε με τον Έλληνα λόγιο Mάρκο Pενιέρη (1815-1897).

Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του, που μεταφράστηκε και στα ελληνικά, ο Ντ’ Εστάλ επιχειρεί να ορίσει ένα σχέδιο για την προώθηση της ελληνιστικής κοινής ως γλώσσας διεθνούς επικοινωνίας, όπου η τελευταία θα λειτουργεί παράλληλα με τις εθνικές γλώσσες του κάθε λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνει τη διεύρυνση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία, καθώς και την υιοθέτηση της νεοελληνικής προφοράς για την ανάγνωση των αρχαίων. H δημοσίευση αυτή προκάλεσε συζητήσεις στη χώρα του, στην οποία ενεπλάκησαν αρκετοί μείζονες λόγιοι της εποχής, ενώ για ένα μικρό χρονικό διάστημα ξεπέρασε τα σύνορα της Γαλλίας. Το 1881 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου L'Association pour l' Encouragement des Etudes Grecques (Ένωση για την Ενθάρρυνση των Ελληνικών Σπουδών).

Ο Ντ’ Εστάλ ήταν παντρεμένος με τη Σεσίλ Ροντρίγκες-Ενρίκες, κόρη πλούσιας εβραιοπορτογαλικής οικογένειας, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι.

Ο Γκιστάβ Ντ’ Εστάλ πέθανε στις 9 Απριλίου 1886 στο Παρίσι. Η φίλη του Τζέιν Καρλάιλ, σύζυγος του Σκωτσέζου συγγραφέα Τόμας Καρλάιλ, τον περιέγραψε ως «μία ευγενική ψυχή, έμπιστη, αποφασιστική κι έτοιμη να πεθάνει για τα πιστεύω της». Μετά τον θάνατό του, οι δύο γιοι του δημοσίευσαν το βιβλίο του Η Ελληνική Γλώσσα («La Langue Grecque»).

Σίντνεϊ Λιούμετ, αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. («Σέρπικο») (Γεν. 25/6/1924)

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου