Αναμφίβολα η ψηφιακή τεχνολογία, που εφαρμόζεται όλο και περισσότερο στους πιο πολλούς τομείς και δραστηριότητες της ζωής μας, έχει προσφέρει αρκετά οφέλη, που έχουν να κάνουν με την απλοποίηση και την επιτάχυνση διαφόρων διαδικασιών που μας ταλαιπωρούσαν επί χρόνια. Ασφαλώς, συνιστά πολύ θετική εξέλιξη η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της τεχνολογίας σε σημαντικά θέματα διοικητικής –και όχι μόνο– λειτουργίας της εκπαίδευσης. Ωστόσο, είναι φανερό ότι πριμοδοτείται μια ψηφιακή μυθοποίηση με απρόβλεπτες επιδράσεις για την ελληνική εκπαίδευση και τον μαθητή!
Η εκπαίδευση δεν μπορεί να υπάγεται σε μια λογική δραστικής υπερίσχυσης των ψηφιακών συστημάτων στις διαδικασίες της, ειδικά στο ουσιαστικό παιδαγωγικό, διδακτικό και μαθησιακό περιεχόμενο, καθώς είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους και έχει βασικά χαρακτηριστικά τη διαπαιδαγώγηση, τη διδασκαλία και την κοινωνικοποίηση του μαθητή, για τη διαμόρφωση μιας, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένης προσωπικότητας, με κύρια γνωρίσματά της τη συναισθηματική, κοινωνική και πνευματική ωριμότητα, νοητική και γνωστική.
Και φυσικά στα όνειρα που κάνει ο υπουργός Παιδείας η απάντηση είναι όχι «να σκέφτονται οι μαθητές σαν επεξεργαστές», αλλά σαν αυτόνομες, πολύ πιο σύνθετες πνευματικές και συναισθηματικές οντότητες, που θα μπορούν να ξεχωρίζουν, ανάμεσα στον κυκεώνα των πληροφοριών, την αλήθεια, να δομούν τη σκέψη τους, τη φαντασία τους και τη δημιουργικότητά τους. Γιατί, όπως σωστά έχει ειπωθεί, οι επεξεργαστές κάπου «κολλάνε»! Και αρκετά συχνά μάλιστα, όσο καλά κι αν είναι κουρδισμένοι... Και μπορεί ενώ θα διαθέτουμε λαμπρούς επιστήμονες και σπουδαίους τεχνοκράτες, αυτοί θα γοητεύονται από τους κάθε λογής «Σπαρτιάτες». Αλλά ας δούμε το θέμα μας με μια σειρά όπως αρμόζει.
Το υπουργείο Παιδείας διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία ότι μετασχηματίζει τα νέα Προγράμματα Σπουδών σε ψηφιακά περιβάλλοντα τα οποία με την ταυτόχρονη έναρξη της εφαρμογής του «πολλαπλού βιβλίου» θα βρίσκονται στη διάθεση των μαθητών τη σχολική χρονιά 2023-24 ή τη χρονιά 2024-25, ενώ παράλληλα προωθεί το Ψηφιακό Εκπαιδευτικό Περιεχόμενο και τις Υπηρεσίες e-Μάθησης με τον εκσυγχρονισμό των οριζόντιων πλατφορμών και υπηρεσιών για την ανάδειξη και αξιοποίηση του περιεχομένου.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι διαδραστικοί πίνακες, το πολλαπλό βιβλίο, τα ψηφιακά προγράμματα και όλη αυτή η «φιλολογία» του ψηφιακού μετασχηματισμού, κοντολογίς αυτό το «e-παντεσπάνι» μιας… υποβαθμισμένης εκπαίδευσης, δεν είναι παρά οι γνωστές παραπλανητικές διακηρύξεις, ένα προπέτασμα καπνού, ένα είδος φιοριτούρας, χρήσιμης σε κάθε περίπτωση για να καλύψει το βαρύ πυροβολικό του μοντέλου ακραίου επιθεωρητισμού του εκπαιδευτικού και της λεγόμενης αυτονομίας των σχολικών μονάδων που προωθεί το ΥΠΑΙΘ.
Ωστόσο, έχει μεγάλη σημασία να μην προσπεράσουμε εύκολα αυτή τη θεοποίηση του λεγόμενου ψηφιακού σχολείου. Γιατί είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί και στη χώρα μας η συζήτηση για τον ρόλο των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και την ευρεία χρήση που αυτές πρέπει να έχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία σαν φάρμακο που θα γιατρέψει τις ασθένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς, όπως υποστηρίζεται, «συμβάλλουν στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης των μαθητών, στην αλλαγή της διδακτικής πρακτικής, της διαδικασίας της μάθησης και επικοινωνίας και εξασφαλίζουν την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους μαθητές».
Αλήθεια και μυθολογία
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα διάδρασης με ψηφιακό υλικό και πολυμέσα σε ένα περιβάλλον εκπαίδευσης με πολλά άτομα καθώς και τη δυνατότητα ανάπτυξης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στον διαδραστικό πίνακα, δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν διαμόρφωση κειμένου και εικόνων, δημιουργία, εκτύπωση και αποθήκευση σημειώσεων για διαμοιρασμό στους μαθητές, έντυπα ή ηλεκτρονικά σε κοινό αποθηκευτικό χώρο στον υπολογιστή ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Ωστόσο γνωρίζουμε καλά πως ο διαδραστικός πίνακας και ο υπολογιστής δεν έχουν τη μαγική ιδιότητα να εξαφανίσουν, προς όφελος εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, τα υπαρκτά προβλήματα της σχολικής εκπαίδευσης, δεν μπορούν από μόνοι τους να γεφυρώσουν τα «χάσματα» στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πέρα από το γεγονός ότι μόνο συμπληρωματικά μπορούν να βοηθήσουν, είναι φανερό ότι στο σημερινό πλαίσιο των περικοπών οι διακηρύξεις για το νέο ψηφιακό σχολείο, με τους διαδραστικούς πίνακες και τους υπολογιστές σε κάθε θρανίο, είναι παραπλανητικές.
Επειτα από χρόνια πειραματισμών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη με τους υπολογιστές σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: «Οι υπολογιστές είναι πράγματι αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση;» Τα στοιχεία από πολυάριθμες μελέτες πάνω στο αν οι υπολογιστές βελτιώνουν την ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία είναι εκκρεμή. Μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την καθηγήτρια Anne Mangen του νορβηγικού Πανεπιστημίου Στάβανγκερ, σε συνεργασία με τον νευροφυσιολόγο Jean-Luc Velay του Πανεπιστημίου της Μασσαλίας, έδειξε ότι η γραφή με το χέρι ενδυναμώνει τη διαδικασία της μάθησης, σε αντίθεση με τη χρήση του πληκτρολογίου που τη διαταράσσει.
Η ερευνήτρια εξήγησε ότι στη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής εμπλέκονται μια σειρά αισθήσεις. Οταν γράφουμε με το χέρι, ο εγκέφαλός μας ανατροφοδοτείται από τις κινήσεις, αλλά και από την επαφή με το στιλό και το χαρτί. Αυτή η ανατροφοδότηση είναι σημαντικά διαφορετική από εκείνη που γίνεται όταν αγγίζουμε και χρησιμοποιούμε το πληκτρολόγιο. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Είναι ξεκάθαρο. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας επιβάλλει πρώτα απ’ όλα να πλουτίσει το περιεχόμενο της μόρφωσης. Η χρήση των τεχνολογιών σήμερα έρχεται να καλύψει το πλαίσιο μιας συνολικής υποβάθμισης.
πηγή: https://www.efsyn.gr