Λίστα αντικειμένων
του Β. Αντωνίου
Ο σκληρός πυρήνας της Ευρώπης αρχίζει ν’ αποκαλύπτει το πραγματικό προσωπείο του. Μετατρέπεται σε πολεμική μηχανή θανάτου που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άρχισε να καταστρέφει ώστε να ξαναχωριστεί ο κόσμος σε ζώνες επιρροής.
Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, ακολουθώντας τις ανταγωνιστικές ψυχροπολεμικές των υπερδυνάμεων, εξαπολύουν το στρατό τους σε Συρία και Ιράκ, παίρνοντας το μερίδιο που τους αναλογεί από την πώληση όπλων και την ανοικοδόμηση των χωρών που καταστρέφουν και ισοπεδώνουν.
Από τη μια πλευρά οι ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης φυλακίζουν στα αστικά τους γκέτο, την επίπλαστη πολυπολιτισμικότητά τους.
Από την άλλη, η Ουγγαρία και άλλες νεόκοπες ευρωπαϊκές χώρες ορθώνουν συρματοπλέγματα, με στόχο οι πρόσφυγες, να αποτρέψουν την είσοδο μυριάδων προσφύγων.
Η μητροπολιτική Ευρώπη μετά από τα «πολεμικά» γεγονότα του Παρισιού, βλέπει να κινδυνεύει από τα εκατομμύρια των προσφύγων που καταφθάνουν.
Πρόσφυγες που είδαν τις ζωές τους να καταστρέφονται από τη μια μέρα στην άλλη, διασχίζουν με σαπιοκάραβα τα νερά της Μεσογείου, του Αιγαίου Πελάγους, διαμελίζονται από νάρκες, συγκρούονται με τους συνοριοφύλακες, πνίγονται επειδή τους εμβολίζει η FRONTEX, αρρωσταίνουν από τις κακουχίες και στοιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Χωρίζονται και αυτοί σε ειδικευμένους και ανειδίκευτους και γίνονται ανθρώπινα εμπορεύματα στα κέντρα διαλογής που ετοιμάζονται.
Οι ευημερούντες χριστιανοί Ευρωπαίοι, αντικρίζοντας τους πρόσφυγες και τα μικρά τους παιδιά να πνίγονται στα θαλάσσια σύνορά τους, άρχισαν να χωρίζονται σε αλληλέγγυους και φασίστες, σε αυτούς που μοιράζουν τρόφιμα και σε αυτούς που πυρπολούν τους προσφυγικούς ξενώνες.
Η Ευρώπη άρχισε ν’ αποτελεί πλέον ένα φρούριο, που διακηρύσσει έναν προσχηματικό ανθρωπισμό των ανεπτυγμένων… λαών της, που καταρρέουν μέσα στις αντιθέσεις τους.
Εμείς εδώ στην Ελλάδα, τυφλωμένοι από την μικροαστική ανασφάλεια, τον υποβόσκοντα ρατσισμό και τον διάχυτο φασισμό, αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε στην εικόνα των προσφύγων το μέλλον που μας ετοιμάζουν
Οφείλουμε να πολιτικοποιήσουμε την αλληλεγγύη, εμπνεόμενοι από τη ρήση του Ισοκράτη «Μην κοροϊδεύεις κανένα για την συμφορά του, γιατί η τύχη είναι κοινή και το μέλλον άγνωστο» ρήση που παραμένει εσαεί επίκαιρη εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα είναι σήμερα τεράστιο και φυσικά δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με αστυνομικούς ελέγχους. Ίσως αυτό το πρόβλημα να αποδεδειχθεί και ο καταλύτης για την αλλαγή κατεύθυνσης στην μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή πολιτική της λιτότητας.
Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα επειγόντως τη μαζική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας προκειμένου να απορροφήσει με επωφελή τρόπο τα ρεύματα των μεταναστών, αλλά φυσικά και δικών της ανέργων, των οποίων ο αριθμός δεν παύει να αυξάνεται ενόσω η Ευρώπη παραμένει σε λάθος δρόμο: στην πολιτική της λιτότητας, με συνέπεια την εκρηκτική και απαράδεκτη αύξηση της ανεργίας ακόμη και για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους.
Κατά συνέπεια, το προσφυγικό ζήτημα έρχεται σήμερα σε κατευθείαν σύγκρουση με τις ισχύουσες στην Ευρώπη πολιτικές και απειλεί να τις ανατρέψει.
Θα πρέπει να αντιληφτούμε ότι δραματικό πρόβλημα σήμερα δεν αντιμετωπίζει μόνον η χώρα μας, αλλά επίσης και χώρες της υπόλοιπης ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Οι Έλληνες το αντιλαμβάνονται αυτό και γι’ αυτό με αίσθημα δικαιοσύνης, αντιλαμβάνονται ότι ο υπαίτιος για την κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή θα πρέπει να αναλάβει και αυτός τις ευθύνες του και να αποζημιώσει επιτέλους τα θύματα των καταστροφικών επιλογών του.
Έχουν περάσει τρεις μήνες από τη λαϊκή ετυμηγορία της 20ης Σεπτεμβρίου και 11 μήνες από την προηγούμενη της 25ης Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε και ανανέωσε την λαϊκή εμπιστοσύνη προς το ΣΥΡΙΖΑ, αποδοκίμασε ξεκάθαρα τα παλαιά κόμματα.
Όμως το μελανό σημείο της πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας αποτελεί το ότι 43,43% των ψηφοφόρων επέλεξαν την αποχή. Το μεγάλο ποσοστό αποχής επιβεβαιώνει ότι όσοι την επέλεξαν, δεν την επέλεξαν για τους ίδιους λόγους. Καταγράφηκαν δυσαρεστημένοι και αποστασιοποιημένοι από όλους τους πολιτικούς χώρους.
Μπορεί η αποχή να καταγράφει κάποιο βαθμό αδιαφορίας για το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά όμως αυτό δεν σημαίνει και ότι οι απέχοντες δεν το αποδέχονται, ούτε ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν την νομιμότητα της κυβέρνησης και των επιλογών της.
Η αποχή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και πλήγμα στην αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος, που πρέπει να προβληματίσει και να απασχολήσει όλα τα πολιτικά κόμματα .
Χρέος της Αριστεράς είναι να απασχοληθεί περισσότερο από όλους με την αποχή, αφού αυτή διεκδικεί περισσότερο από όλους την σύνδεση με την κοινωνία και την δυναμική των κοινωνικών μεταβολών.
Ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ίδιος με τον προηγούμενο. Αφού απαλλάχτηκε από τα «επαναστατικά» βαρίδια που παρεμπόδιζαν την προσαρμογή στην καθημερινή πραγματικότητα, με το αναμενόμενο νέο σχήμα, ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλθηκε να είναι σήμερα πιο ευέλικτος και πιο κοντά στις άμεσες ανάγκες της κοινωνικής πραγματικότητας.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε τις επιλογές του, ωστόσο το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν είναι παρά μια επανέκδοση του προηγούμενου, με την κυβερνητική αδράνεια και αβεβαιότητα να παρατείνονται.
Για την αδράνεια, στην πρώτη φάση η ευθύνη φορτώθηκε στο «σύνδρομο Βαρουφάκης», στην δεύτερη φάση φορτώθηκε στο «σύνδρομο Λαφαζάνης» και στο αριστερό ρεύμα.
Σήμερα, έπειτα από ενδεκάμηνη περίοδο αναμονής, παραμένουμε ακόμη στην φάση της αναμονής και των προσδοκιών. Οπωσδήποτε το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν θετικό, όμως για την κυβέρνηση που προήλθε από αυτό, παραμένει ασαφής ο ορίζοντας όχι μόνον ο απώτερος, αλλά ακόμη και ο άμεσος. Ο κόσμος που εμπιστεύτηκε το ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστεί ότι η ασάφεια θα ξεπεραστεί το συντομότερο.
Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε δεσμεύσεις όχι μόνον έναντι των δανειστών μέσω του Μνημονίου, αλλά και έναντι του ελληνικού λαού προκειμένου να σταματήσει την υφεσιακή πορεία της χώρας και να εκκινήσει την ανάκαμψη.
Ωστόσο στην πράξη και μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι φλέγεται πολύ περισσότερο για να εκπληρώσει με εξονυχιστική ακρίβεια τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και πολύ λιγότερο αυτές που έχει αναλάβει έναντι του ελληνικού λαού.
Το ζήτημα είναι ότι μέχρι σήμερα η κυβέρνηση διεκδικεί, έστω και ανόρεκτα, την αυστηρή εφαρμογή του Μνημονίου, ενώ παράλληλα για τα αντι-υφεσιακά μέτρα δεν παρουσιάζονται αποφάσεις, αλλά μόνον υποθετικές εκθέσεις ιδεών.